Οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής σχετικά με τον ΦΠΑ είναι επεξηγηματικές σημειώσεις και άλλα έγγραφα που καταρτίζονται από τις υπηρεσίες της Επιτροπής προκειμένου να παράσχουν πρακτικές και άτυπες οδηγίες σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας της ΕΕ για τον ΦΠΑ.
Σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2020 τίθενται κανόνες της Ε.Ε. σχετικά με τις συμφωνίες περί αποθεμάτων, τις αλυσιδωτές συναλλαγές, την απαλλαγή για ενδοκοινοτικές παραδόσεις αγαθών και την απόδειξη μεταφοράς για τους σκοπούς της εν λόγω απαλλαγής
Οι αλλαγές που περιέχονται στην οδηγία (ΕΕ) 2018/1910 – οι οποίες συνήθως αναφέρονται ως «ταχείες διορθώσεις» – αφορούν:
Πρώτον, ο αριθμός φορολογικού μητρώου ΦΠΑ του πελάτη, ο οποίος χορηγήθηκε από κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο άρχισε η αποστολή ή η μεταφορά των εμπορευμάτων, πρέπει να αποτελεί πρόσθετη ουσιαστική προϋπόθεση για την εφαρμογή της απαλλαγής όσον αφορά μια ενδοκοινοτική παράδοση αγαθών .
Δεύτερον, καθορισμός του καθεστώτος ΦΠΑ τις διασυνοριακές αλυσιδωτές συναλλαγές
Τρίτον, ρυθμίσεις για τα αποθεματικά αποζημιώσεων με ενιαίο τρόπο στην ΕΕ.
Τέταρτον, αποδεικτικά έγγραφα που απαιτούνται για την απαίτηση εξαίρεσης για τις ενδοκοινοτικές παραδόσεις.
Τα αποθέματα στη διάθεση συγκεκριμένου αποκτώντος αφορούν την περίπτωση στην οποία κατά τη μεταφορά αγαθών σε άλλο κράτος μέλος, ο προμηθευτής γνωρίζει ήδη την ταυτότητα του αποκτώντος στον οποίο θα παραδοθούν τα εν λόγω αγαθά σε μεταγενέστερο στάδιο και μετά την άφιξή τους στο κράτος μέλος προορισμού. Αυτό συνεπάγεται, επί του παρόντος, μια θεωρούμενη παράδοση (στο κράτος μέλος αναχώρησης των αγαθών) και μια θεωρούμενη ενδοκοινοτική απόκτηση (στο κράτος μέλος άφιξης των αγαθών), η οποία ακολουθείται από μια «εγχώρια» παράδοση στο κράτος μέλος άφιξης και απαιτεί από τον προμηθευτή να διαθέτει αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ στο εν λόγω κράτος μέλος. Για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει οι εν λόγω πράξεις, όταν λαμβάνουν χώρα μεταξύ δύο υποκειμένων στον φόρο και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να θεωρείται ότι συνεπάγονται μία απαλλαγή της παράδοσης στο κράτος μέλος αναχώρησης και μία ενδοκοινοτική απόκτηση στο κράτος μέλος άφιξης.
Οι αλυσιδωτές συναλλαγές αναφέρονται σε διαδοχικές παραδόσεις αγαθών που υπόκεινται σε ενιαία ενδοκοινοτική μεταφορά. Η ενδοκοινοτική κυκλοφορία των αγαθών θα πρέπει να καταλογίζεται μόνο σε μία από τις παραδόσεις και μόνο εκείνη η παράδοση θα πρέπει να επωφελείται από την απαλλαγή από τον ΦΠΑ που προβλέπεται για τις ενδοκοινοτικές παραδόσεις. Οι λοιπές παραδόσεις στην αλυσίδα θα πρέπει να φορολογούνται και ενδεχομένως να απαιτείται από τον προμηθευτή να διαθέτει αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ στο κράτος μέλος παράδοσης. Προκειμένου να αποφευχθούν διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ των κρατών μελών, οι οποίες ενδέχεται να οδηγήσουν σε διπλή φορολόγηση ή μη φορολόγηση, και προκειμένου να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου για τους φορείς εκμετάλλευσης, θα πρέπει να θεσπισθεί κοινός κανόνας βάσει του οποίου, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, η μεταφορά των αγαθών θα καταλογίζεται σε μία παράδοση στην αλυσίδα των συναλλαγών.
Όσον αφορά τον αριθμό φορολογικού μητρώου ΦΠΑ σε σχέση με την απαλλαγή για την παράδοση αγαθών στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, προτείνεται η συμπερίληψη του αριθμού φορολογικού μητρώου ΦΠΑ του αποκτώντος στο σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών ΦΠΑ (‘VIES’), ο οποίος αποδίδεται από κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος αναχώρησης της μεταφοράς των αγαθών, μαζί με την προϋπόθεση μεταφοράς των αγαθών εκτός του κράτους μέλους παράδοσης να αποτελεί πλέον ουσιαστική προϋπόθεση για την εφαρμογή της απαλλαγής και όχι τυπική απαίτηση. Επιπλέον ο κατάλογος VIES είναι απαραίτητος προκειμένου να ενημερώνεται το κράτος μέλος άφιξης για την παρουσία αγαθών στην επικράτειά του και αποτελεί, ως εκ τούτου, βασικό στοιχείο για την καταπολέμηση της απάτης στην Ένωση. Για τον λόγο αυτό, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίσουν ότι όταν ο προμηθευτής δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις του όσον αφορά τον κατάλογο VIES, δεν ισχύει η απαλλαγή, εκτός εάν ο προμηθευτής ενεργεί με καλή πίστη, δηλαδή όταν μπορεί να αιτιολογήσει δεόντως ενώπιον των αρμόδιων φορολογικών αρχών ενδεχόμενες παραλείψεις του που συνδέονται με τον ανακεφαλαιωτικό πίνακα, ο οποίος θα μπορούσε επίσης να περιλαμβάνει κατά τον χρόνο αυτό την παροχή των ακριβών στοιχείων που απαιτούνται από τον προμηθευτή σύμφωνα με το άρθρο 264 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ.
Η σχετική οδηγία (ΕΕ) 2018/1910