Να μην γίνει κατηγορία εις βάρος δύο εργολάβων της Ρόδου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα αποφάσισε με Βούλευμα που εξέδωσε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου.
Πιο συγκεκριμένα εις βάρος δύο αδελφών, που δραστηριοποιούνται στον κατασκευαστικό κλάδο, ασκήθηκε δίωξη για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα κατόπιν μηνυτήριας αναφοράς του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης (Αρχή άρθρου 7 Ν. 3691/2008) τον Ιούνιο του 2014.
Η κυρία Ανάκριση εις βάρος τους περαιώθηκε στην πορεία με την έκδοση τυπικών κλήσεων.
Η Δ.Ο.Υ. Ρόδου τον Ιούνιο του 2013 με έγγραφό της ενημέρωσε μέσω του Υπουργείου Οικονομικών την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, ότι η εταιρεία παρακράτησε και δεν απέδωσε Φ.Π.Α. συνολικού ύψους 225.906,66 ευρώ, την τριετία 2009 -2012.
Αναφορικά με τις οφειλές από Φ.Π.Α. και κατόπιν σχετικής μηνυτήριας αναφοράς του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ρόδου ασκήθηκε ποινική δίωξη από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Ρόδου κατά του ενός ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας για μη απόδοση Φ.Π.Α, που υπερβαίνει σε ετήσια βάση το ποσό των 75.000 ευρώ και μη απόδοση Φ.Π.Α κατ’ εξακολούθηση, που υπερβαίνει σε ετήσια βάση το ποσό των 3.000 ευρώ.
Επί της εν λόγω ποινικής υπόθεσης έχει εκδοθεί απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δωδ/σου, η οποία τον κήρυξε αθώο για την μη απόδοση Φ.Π.Α. διαχειριστικής περίοδου 2009 ως 2012 καθώς η πράξη κατέστη ανέγκλητη λόγω ποσού, ενώ κήρυξε αυτόν ένοχο με ελαφρυντικά του για τις υπόλοιπες πράξεις, επιβάλλοντας του συνολική ποινή φυλάκισης 5 ετών με τριετή αναστολή.
Κατά της ανωτέρω καταδικαστικής απόφασης ασκήθηκε έφεση, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί.
Με αφορμή το ως άνω ενημερωτικό έγγραφο της Δ.Ο.Υ. Ρόδου σχηματίσθηκε από την Αρχή ποινική υπόθεση, στο πλαίσιο της οποίας διενεργήθηκε έρευνα για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα αναφορικά με την ενδεχόμενη απόκρυψη από τους νομίμους εκπροσώπους της εταιρείας του ποσού των 225.906,66 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ύψος του παράνομα παρακρατηθέντος και μη αποδοθέντος Φ.Π.Α.
Το παραπάνω εγκληματικό προϊόν αναζητήθηκε από την Αρχή στα Πιστωτικά Ιδρύματα και στους Χρηματοπιστωτικούς Οργανισμούς της χώρας πλην όμως αυτό δεν βρέθηκε είτε σε λογαριασμούς της εταιρείας είτε σε λογαριασμούς των νομίμων εκπρο σώπων της.
Το μόνο περιουσιακό στοιχείο που βρέθηκε ήταν ένα διαμέρισμα εμβαδού 51 τ.μ. στην Αθήνα το οποίο είχε αποκτηθεί σε προγενέστερο χρόνο από τον ένα κατηγορούμενο.
Ο Πρόεδρος της Αρχής επικαλούμενος επείγουσα περίπτωση προέβη με την διάταξη του στην, απαγόρευση εκποίησης ή με άλλο τρόπο μεταβίβασης του συγκεκριμένου ακινήτου του κατηγορουμένου.
Στην αιτιολογία της διάταξης αναφέρεται ότι το εγκληματικό προϊόν, που προέρχεται από την παρακράτηση και μη απόδοση Φ.Π.Α. οι κατηγορούμενοι το ιδιοποιήθηκαν παρανόμως και το ανέμειξαν με άλλα νομίμως κατεχόμενα από αυτούς περιουσιακά στοιχεία και ότι, επειδή το συγκεκριμένο εγκληματικό προϊόν δεν έχει βρεθεί ούτε είναι δυνατόν να κατασχεθεί, δεσμεύεται το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το οποίο αντιστοιχεί σε τμήμα της αξίας του εγκληματικού προϊόντος και υπόκειται σε κατάσχεση και δήμευση.
Δηλαδή, το συγκεκριμένο ακίνητο δεν δεσμεύτηκε ως προϊόν νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, καθώς αυτό αποκτήθηκε το 2004, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο του βασικού εγκλήματος της φοροδιαφυγής, που έλαβε χώρα κατά την περίοδο 2009 – 2012, αλλά ως περιουσιακό στοιχείο υποκείμενο σε μελλοντική δήμευση επειδή δεν βρέθηκε το προϊόν του βασικού εγκλήματος της φοροδιαφυγής.
Οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι το οφειλόμενο για Φ.Π.Α. ποσό των 225.906,66 ευρώ ουδέποτε εισπράχθηκε από την εταιρεία καθώς προέρχεται από τιμολόγια πελατών της τα οποία ουδέποτε εξοφλήθηκαν, γι’ αυτό και το συγκεκριμένο ποσό δεν ανευρέθηκε κατατεθειμένο σε Πιστωτικό Ίδρυμα ή επενδεδυμένο σε Χρηματοπιστωτικό Οργανισμό.
Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως της βασιμότητας ή μη του ισχυρισμού αυτού των κατηγορουμένων, είναι βέβαιο ότι από το αποδεικτικό υλικό, που συγκεντρώθηκε δεν προκύπτει οποιαδήποτε ενέργεια των κατηγορουμένων σε χρόνο μεταγενέστερο του βασικού εγκλήματος, που να κατατείνει στη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, είτε με την τοποθέτηση στον χρηματοπιστωτικό τομέα ή τη διακίνηση μέσω αυτού του περιουσιακού προϊόντος, που φαίνεται ότι απέρρευσε από το βασικό αδίκημα της φοροδιαφυγής, είτε με οποιονδήποτε άλλον τρόπο.
Την υπόθεση χειρίστηκε ο δικηγόρος κ. Βασίλης Καταβενάκης.