Προσβολή της προσωπικότητας της εργαζομένης λόγω απαξιωτικών χαρακτηρισμών της εργοδότριας σε υπόμνημα προς την Επιθεώρηση Εργασίας
Με την υπ’ αριθμ. 6114/2019 απόφασή του το Μονομελές Εφετείο Αθηνών υποχρέωσε εργοδότρια να αποδόσει μισθούς υπερημερίας, επιδομάτων εορτών και αδείας και αποδοχές αδείας συνολικού ύψους 7.100 ευρώ σε οικιακή βοηθό, λόγω της άκυρης απόλυσής της.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, δεν αποδείχθηκε η απασχόληση της οικιακής βοηθού με σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, με το δικαστήριο, μεταξύ άλλων, να απορρίπτει ως αβάσιμη την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος της ενάγουσας να ζητήσει μισθούς υπερημερίας.
Επίσης, το δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε προσβολή της προσωπικότητας της εργαζομένης και ειδικότερα της τιμής και υπόληψής της εκ μέρους της εργοδότριας.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση «εξ αιτίας των εις βάρος της ενάγουσας δυσφημιστικών ισχυρισμών που περιέχονται στο ανωτέρω υπόμνημα που κατατέθηκε στην Επιθεώρηση εργασίας συνοδευόμενων από χαρακτηρισμούς πλήρως απαξιωτικούς και καταφρονητικούς της προσωπικότητας της ενάγουσα προσβλήθηκε η προσωπικότητα της και ειδικότερα η τιμή και η υπόληψη της ως ατόμου καθώς δημιουργήθηκαν δυσμενείς παραστάσεις γι’ αυτήν στους τρίτους-υπαλλήλους της Επιθεώρησης Εργασίας που έλαβαν γνώση αυτής και ως εκ τούτου δικαιούται χρηματική ικανοποίηση για την ανόρθωση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη».
Απόσπασμα της απόφασης
Η εναγόμενη με τις έγγραφες προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αλλά και με τον πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγο της έφεσης της ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα απασχολούταν στην οικία της όχι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αλλά με σύμβαση εργασίας ανεξαρτήτων υπηρεσιών βάσει της οποίας παρείχε μόνο μία φορά εβδομαδιαίως υπηρεσίες καθαριότητας στην οικία της, και εκτάκτως άλλες δύο το πολύ φορές το χρόνο (κατά το χρόνο που απαιτούνταν επιπλέον οικιακές εργασίας λόγω εναλλαγής θέρους και χειμώνα), σε ημέρα που η ίδια (η ενάγουσα) κατά το δοκούν της προσδιόριζε, ανάλογα με την ευχέρεια που είχε από την εργασία της.
Πλην, όμως, όπως αποδεικνύεται από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, η τελευταία εργαζόταν στην οικία της εκκαλούσας με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, κατά τα αμέσως ανωτέρω αναφερόμενα, ήδη από το έτος 2011, ημερομηνία πρόσληψης την οποία αποδέχεται και η ίδια η εναγόμενη, ενώ η ανωτέρω κρίση ενισχύεται και από το γεγονός ότι η εναγόμενη είχε παραδώσει την ενάγουσα και τα κλειδιά της οικίας της.
Επίσης, ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η οικονομική της κατάσταση δεν θα της επέτρεπε να απασχολεί οικιακή βοηθό επί καθημερινής βάσεως δεν αποδεικνύεται βάσιμος αφού αφενός η εναγόμενη δεν προσκομίζει προς επίρρωση του κανένα στοιχείο δηλωτικό της οικονομικής της κατάστασης αφετέρου αποδυναμώνεται από το γεγονός ότι η εναγόμενη διαμένει σε πολυτελή μονοκατοικία-μεζονέτα 200 τ.μ., τα τέκνα της φοιτούσαν σε ιδιωτικό σχολείο, ο σύζυγος της είναι Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος Ανώνυμης Βιομηχανικής και Εμπορικής Εταιρία, ενώ και η ίδια (εναγόμενη) εργαζόταν, ως προαναφέρθηκε, αρκετές ώρες ημερησίως, μη έχουσα καθημερινώς επαρκή χρόνο για ενασχόληση με τις οικιακές εργασίες. Εφόσον η καταγγελία δεν έγινε εγγράφως και δεν καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης είναι άκυρη και η σύμβαση εργασίας δεν λύθηκε και επομένως οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των διαδίκων μερών, που απορρέουν από αυτή, εξακολουθούν να υφίστανται ακέραια.
Η εναγόμενη εργοδότρια κατέστη υπερήμερη από τη στιγμή που έλαβε χώρα η άκυρη απόλυση, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε προσφορά, ούτε ρηματική, από την πλευρά της ενάγουσας, αφού η εργοδότρια εναγομένη με την καταγγελία δηλώνει κατά τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι από το χρονικό σημείο της καταγγελίας κι έπειτα δεν πρόκειται να συμπράξει για την εκπλήρωση της παροχής, πέραν του ότι δεν απαιτείται προσφορά των υπηρεσιών από την εργαζόμενη ενάγουσα.
Επομένως, η ενάγουσα δικαιούται, αναγνωριζομένης της ακυρότητας της από 3-7-2015 καταγγελίας, να ζητήσει τους μισθούς υπερημερίας, για το χρονικό διάστημα από 3-7-2015 έως 31-1-2016, αφού έως αυτό το χρονικό σημείο αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη δεν είχε άρει την υπερημερία της (ΑΠ 752/2007, ΕφΔωδ 249/2005 ΝΟΜΟΣ), συνολικού ποσού των 2.800 ευρώ {ήτοι 400 ευρώ ο μηνιαίος μισθός Χ 7 μήνες}, όπως ορθά κρίθηκε με την εκκαλούμενη, χωρίς για την ορθότητα της κρίσης ως προς το ύψος και τον τρόπο υπολογισμού να παραπονείται η εκκαλούσα-εναγόμενη.
[…] Τέλος, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχτηκε ότι η εναγόμενη κατέθεσε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασία το από 11-9-2015 υπόμνημα της στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρει επί λέξει τα εξής : «…Κατά το τελευταίο και μόνο χρονικό διάστημα συνομιλούσε κατά τη διάρκεια της παρουσίας της στην οικία μου πολλές φορές και επί μακρόν στο τηλέφωνο με το σύντροφο της, με τον οποία αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα, μπροστά στα παιδιά μου, τα οποία είχαν γίνει, χωρίς φυσικά να το θέλουν, μάρτυρες γεμάτων ύβρεις και χυδαίες εκφράσεις συνομιλιών, παντελώς ακατάλληλων για την ηλικία τους. Λόγω των συμπεριφορών αυτών, τις οποίες η καθ’ ης επαναλάμβανε παρά το γεγονός ότι την είχα παρακαλέσει να μην επαναληφθούν, την ενημέρωσα στις αρχές Ιουλίου του τρέχοντος έτους ότι λήγει οριστικά η συνεργασία μας. Όταν η καθ’ ης αντιλήφθηκε ότι η απόφαση μου ήταν οριστική και δεν υπήρχε περίπτωση να καμφθώ επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί μου και με εξύβρισε, με εκβίασε ευθέως ότι ένα δεν της δώσω χρήματα θα «με καταστρέψει» και θα μου «στοιχήσει ο κούκος αηδόνι». Αρνήθηκα να υποκύψω στον ωμό εκβιασμό και η κ. … υπέβαλε την ψευδή καταγγελία της».
Τα ανωτέρω καταγγελλόμενα που εξέθεσε η εναγομένη, δεν αποδείχθηκαν αληθή, η εναγόμενη δε τελούσε εν γνώσει της αναληθειας τους. Συντρέχουν, επομένως, στο πρόσωπο της εναγομένης τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της αδικοπραξίας, με την ειδικότερη μορφή του εγκλήματος της δυσφήμησης του άρθρου 362 του Π Κ. Εξ αιτίας των εις βάρος της ενάγουσας δυσφημιστικών ισχυρισμών που περιέχονται στο ανωτέρω υπόμνημα που κατατέθηκε στην Επιθεώρηση εργασίας συνοδευόμενων από χαρακτηρισμούς πλήρως απαξιωτικούς και καταφρονητικούς της προσωπικότητας της ενάγουσα προσβλήθηκε η προσωπικότητα της και ειδικότερα η τιμή και η υπόληψη της ως ατόμου καθώς δημιουργήθηκαν δυσμενείς παραστάσεις γι’ αυτήν στους τρίτους-υπαλλήλους της Επιθεώρησης Εργασίας που έλαβαν γνώση αυτής και ως εκ τούτου δικαιούται χρηματική ικανοποίηση για την ανόρθωση της ηθικής βλάβης την οποία υπέστη. Λαμβανομένου δε υπόψη του είδους, του τρόπου και της έντασης της προσβολής, καθώς και της περιουσιακής και κοινωνικής καταστάσεως των μερών, πρέπει η εναγομένη, να υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσόν των 200 ευρώ, όπως ορθά κρίθηκε με την εκκαλουμένη, απορριπτόμενου του περί αντιθέτου έβδομου λόγου της έφεσης της εκκαλούσας-εναγομένης με τον οποία η εναγόμενη παραπονείται για την επιδίκαση στην ενάγουσα χρηματικής ικανοποιήσεως, αρνούμενη την αδικοπρακτικήσυμπεριφορά της, χωρίς να προσβάλει και το ύψος αυτής.
Επομένως, η πρωτόδικη απόφαση, που δέχθηκε τα ανωτέρω, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας-εναγόμενης με την υπό κρίση έφεση του, με την οποία πλήττεται η εκκαλούμενη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στην ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ