Ανοίγει τον δρόμο σε όλους τους συμβασιούχους του Δημοσίου, που εξυπηρετούν πάγιες και διαρκείς ανάγκες στην υπηρεσία όπου απασχολούνται, να αναγνωριστεί δικαστικά η εργασιακή τους σχέση ως αορίστου χρόνου και μαζί με αυτήν όλα τα εργασιακά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα που απορρέουν.
Αυτό προκύπτει με απόφαση του Πρωτοδικείου της Λευκάδας που δικαίωσε συμβασιούχο του Δήμου Ακτίου, κρίνοντας πως ο εν λόγω εργαζόμενος καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες και έτσι η σύμβασή του είναι στην πραγματικότητα αορίστου χρόνου. Κι αυτό παρά το γεγονός πως ο εργαζόμενος (υδραυλικός στην ειδικότητα) είχε επί δώδεκα χρόνια μία σειρά από συμβάσεις (άλλοτε ορισμένου χρόνου, άλλοτε συμβάσεις έργου και άλλοτε μαθητείας), πάντοτε, όμως, όπως έκρινε το δικαστήριο, βρισκόταν σε διαρκή εργασιακή σχέση με τον δήμο, με καθεστώς εξαρτημένης εργασίας από την αρχική του πρόσληψη.
Αντίδραση στην πρακτική του δημοσίου
Η απόφαση είναι ιδιαίτερα σημαντική, διότι το δικαστήριο έκρινε πως ο συμβασιούχος χρήζει προστασίας, αποκρούοντας τα επιχειρήματα που εγείρει μονίμως το Ελληνικό Δημόσιο σε όλες τις σχετικές διεκδικήσεις, πως καμία δικαστική προστασία δεν μπορεί να υπάρξει για όσους συμβασιούχους απασχολούνται στο Δημόσιο, στα ΝΠΔΔ, στους οργανισμούς και τις επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα και τους ΟΤΑ.
Τα επιχειρήματα αυτά θέτει το Δημόσιο και απορρίπτει τις αιτιάσεις των εργαζομένων, ακόμη και όταν αποδεικνύεται ότι με την εργασία τους καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες ή ακόμη και ότι καταχρηστικά καταρτίσθηκαν οι συμβάσεις αυτές (εργασίας ή έργου) με περιορισμένη διάρκεια.
Προς ενίσχυση του επιχειρήματός αυτού, η πλευρά του Δημοσίου επικαλείται μία σειρά αποφάσεων του Αρείου Πάγου της τελευταίας δεκαετίας, μεταξύ αυτών και της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες είχαν δεχθεί την αναγνώριση συμβασιούχων που προσλήφθηκαν έως το 2006 (με το λεγόμενο «διάταγμα Παυλόπουλου») ως αορίστου χρόνου, με το Δημόσιο να ισχυρίζεται πως για τους επόμενους συμβασιούχους δεν υπάρχει περιθώριο δικαστικής προστασίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο
Το Ανώτατο Δικαστήριο στη συντριπτική πλειοψηφία των αποφάσεών του έχει απορρίψει τις αγωγές των συμβασιούχων, επικαλούμενο το άρθρο 103 του Συντάγματος, που ορίζει πως «απαγορεύεται η από τον νόμο μονιμοποίηση προσωπικού (σ.σ.: στον δημόσιο τομέα) ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου».
Σε πληθώρα δικών, η πλευρά των εργαζομένων απαντά πως το Σύνταγμα ορίζει τον κανόνα που απαγορεύει τη μονιμοποίηση, αλλά δεν αναφέρει πως αποκλείεται η παροχή δικαστικής προστασίας ή πως καταστρατηγούνται τα εργασιακά δικαιώματα. Τα δικαστήρια σχεδόν πάντα κάνουν δεκτές τις αιτιάσεις του Δημοσίου και απορρίπτουν τις αγωγές.
Μία επιχειρηματολογία που καταρρίπτει συθέμελα το Πρωτοδικείο Λευκάδας, αφού στην απόφασή του, που εκδόθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2019 (και αφού έλαβε υπόψη όλες τις διατάξεις, αλλά και τη νομολογία του Αρείου Πάγου), έκρινε πως, εφόσον απεδείχθη η διαρκής και πάγια σχέση εργασίας με τον Δήμο Ακτίου, οι συμβάσεις του εργαζομένου αναγνωρίζονται ως μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Παράλληλα, υποχρέωσε τον εργοδότη δήμο να αποδέχεται την εργασία του ως εργαζομένου που ανήκει στο τακτικό προσωπικό του, με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.
Μάλιστα, ο δικαστής επικαλείται το Π.Δ. 164/2004 (διάταγμα Παυλόπουλου), το Σύνταγμα και τις ευρωπαϊκές συνθήκες, χωρίς να κρίνει ότι υπάρχει κώλυμα από τη νομολογία του Αρείου Πάγου, «ανοίγοντας», έτσι, τον δρόμο και για άλλους συμβασιούχους του ευρύτερου δημόσιου τομέα να διεκδικήσουν την αναγνώριση της εργασιακής τους σχέσης.
Η απόφαση, μάλιστα, κατέστη ήδη τελεσίδικη, αφού ο δήμος δεν άσκησε έφεση και ο συμβασιούχος μονιμοποιήθηκε στην εργασία του, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στους συμβασιούχους να επικαλεστούν την απόφαση του Πρωτοδικείου Λευκάδας (πρόκειται για την υπ’ αριθμόν 292/2019). Η απόφαση αυτή αναφέρει πως «η σύναψη των διαδοχικών συμβάσεων δεν δικαιολογείται από κανένα αντικειμενικό λόγο, όπως θα ήταν η ανάγκη κάλυψης πρόσκαιρων ή προσωρινών αναγκών του, απέβη δε για τον ενάγοντα ιδιαίτερα καταχρηστική, αφού επέτρεψε την παροχή της εργασίας του υπό μισθολογικούς και συνταξιοδοτικούς όρους κατά πολύ δυσμενέστερους από εκείνους υπό τους οποίους θα έπρεπε κανονικά να γίνει η πρόσληψή του, για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του εργοδότη του».
Σε ό,τι αφορά το Σύνταγμα, η δικαστής αναφέρεται στη νομολογία των ευρωπαϊκών δικαστηρίων, που, όταν εκλήθησαν να ερμηνεύσουν το άρθρο 103 του Συντάγματος, έκριναν πως σκοπός του είναι «η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας» και «η κοινωνική προστασία των εργαζομένων ορισμένου χρόνου», άρα «δεν μπορεί να ερμηνεύεται στενά». Στη συνέχεια, κρίνει πως δεν μπορεί να εφαρμοστεί το «διάταγμα Παυλόπουλου» αλλά ο νόμος 2112 του 1920, αφού οι ευρωπαϊκές συνθήκες ζητούν την «άρση της υποβάθμισης του επιπέδου προστασίας των εργαζομένων».
Οι δικηγόροι του εργαζομένου, Απόστολος Γκατζιός και Κων/νος Τοκατλίδης, έκαναν λόγο για «απόφαση-καμπή» και εξέφρασαν την ελπίδα πως «θα οδηγήσει στη διαμόρφωση νέας νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων στο πολύπαθο αυτό ζήτημα, που θα αποδίδει στη νομοθεσία που έχει θεσπισθεί το προστατευτικό της περιεχόμενο υπέρ των εργαζομένων και των δικαιωμάτων τους».