ΑΠΟΦΑΣΗ
Luzi κατά Ιταλίας της 5.12.2019 (αριθ. 48322/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αδυναμία του προσφεύγοντος να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας και πρόσβασης στο παιδί του εξαιτίας της αντίθεσης της μητέρας.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, ενόψει της αντίθεσης της μητέρας, η οποία είχε συνεχιστεί για οκτώ χρόνια, οι εθνικές αρχές δεν είχαν λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή του δικαιώματος του προσφεύγοντος να έλθει σε επικοινωνία με την κόρη του. Παραβίαση του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Valter Luzi είναι Ιταλός υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1974 και ζει στο Mellaredo di Pianiga. Στις 21 Απριλίου 2009 απέκτησε μια κόρη μετά από τη σχέση του με την J.B.
Μετά από τέσσερις μήνες συγκατοίκησης, η J.B. εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία και μετακόμισε στο πατρικό της σπίτι μαζί με την κόρη της. Στις 8 Φεβρουαρίου 2010 ο προσφεύγων παραπονέθηκε στα οικογενειακά δικαστήρια για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε κατά τη διάρκεια άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας με το παιδί και υπέβαλε αίτηση για κοινή επιμέλεια. Τον Φεβρουάριο του 2011 το δικαστήριο αποφάσισε να περιοριστεί η γονική μέριμνα και των δύο γονέων, αναθέτοντας μέρος αυτής στις δημοτικές κοινωνικές υπηρεσίες. Η J.B. άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε από το Εφετείο.
Τον Δεκέμβριο του 2011, οι κοινωνικές υπηρεσίες ανέφεραν στο δικαστήριο ότι οι συναντήσεις πραγματοποιούνταν με μεγάλη δυσκολία εξαιτίας της συμπεριφοράς και των δύο γονέων. Τον Φεβρουάριο του 2013 οι κοινωνικές υπηρεσίες ενημέρωσαν ότι οι διαφορές μεταξύ των γονέων επιδεινώνονταν. Στις 21 Σεπτεμβρίου 2013 το δικαστήριο ενημερώθηκε ότι οι συναντήσεις μεταξύ του προσφεύγοντος και της κόρης του είχαν ανασταλεί.
Τον Ιανουάριο του 2014, το δικαστήριο αποφάσισε να παραχωρήσει αποκλειστική επιμέλεια στη μητέρα, προς το συμφέρον του παιδιού. Το Δεκέμβριο, το Εφετείο διέταξε τη J.B να συμμορφωθεί με την απόφαση του δικαστηρίου και να σεβαστεί την απόφαση που αφορούσε τα χρονοδιαγράμματα των συναντήσεων μεταξύ πατέρα και κόρης.
Το 2014, ο προσφεύγων ήταν σε θέση να επισκεφθεί την κόρη του τρεις φορές. Τον Σεπτέμβριο του 2015 το Εφετείο ανέστειλε τη απόφαση για αποκλειστική επιμέλεια της μητέρας, την αντικατέστησε με κοινή επιμέλεια, περιόρισε τη γονική μέριμνα και των δύο γονέων και ανέθεσε την επιμέλεια του παιδιού στις κοινωνικές υπηρεσίες, ζητώντας να αναφέρουν τυχόν παραβιάσεις της απόφασής τους στον αρμόδιο δικαστή κηδεμονίας και στο γραφείο του εισαγγελέα. Από τον Οκτώβριο του 2016 ο προσφεύγων δεν μπόρεσε να έρθει σε επικοινωνία με την κόρη του εξαιτίας της άρνησης τόσο της μητέρας και όσο και του παιδιού. Τον Φεβρουάριο του 2017 οι κοινωνικές υπηρεσίες ανέφεραν ότι η μητέρα χειραγωγούσε το παιδί για να την στρέψει εναντίον του πατέρα της με σκοπό να αποτρέψει κάθε επικοινωνία μαζί του.
Ο προσφεύγων υπέβαλε μήνυση τον Μάιο του 2015, επιδιώκοντας να τιμωρηθεί η J.B. για τη μη συμμόρφωσή της με την απόφαση σχετικά με το δικαίωμα επικοινωνίας του, η οποία διακόπηκε λόγω έλλειψης προθέσεων. Δεύτερη μήνυση ασκήθηκε για τον ίδιο λόγο.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι από το 2010, όταν το παιδί ήταν ενός έτους, ο προσφεύγων είχε ζητήσει επανειλημμένα από το δικαστήριο να του επιδικάσει επικοινωνία με την κόρη του, αλλά ήταν σε θέση να κάνει ελάχιστη χρήση του δικαιώματός του αυτού εξαιτίας της αντίθεσης της μητέρας.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο πραγματογνώμονας που ορίστηκε από το Εφετείο το 2015 είχε επισημάνει ότι η αρνητική συμπεριφορά της J.B είχε εμποδίσει το παιδί να σχηματίσει δεσμό με τον πατέρα του και ότι η J.B. είχε παρεμποδίσει όλες τις προσπάθειες επικοινωνίας μεταξύ του πατέρα και της κόρης. Το Εφετείο είχε ζητήσει από τις κοινωνικές υπηρεσίες να αναφέρουν τυχόν περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με την απόφαση παροχής δικαιωμάτων επικοινωνίας στον κ. Luzi. Τα δικαστήρια δεν αντέδρασαν ποτέ στις εκθέσεις που υπέβαλαν οι κοινωνικές υπηρεσίες στις οποίες επέκριναν την συμπεριφορά χειραγώγησης της J.B. και ανέφεραν ότι ο πατέρας δεν μπόρεσε να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί του. Το 2015, για παράδειγμα, ο προσφεύγων συνάντησε την κόρη του μόνο δύο φορές και η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι το 2018.
Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι αρχές είχαν να αντιμετωπίσουν μια πολύ δύσκολη κατάσταση η οποία προκλήθηκε, ιδιαίτερα, εξαιτίας της έντασης μεταξύ των γονέων του παιδιού. Ωστόσο, έκρινε ότι τα εγχώρια δικαστήρια δεν είχαν λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για πλήρη εφαρμογή του δικαιώματος επικοινωνίας του πατέρα. Όταν χώρισαν οι γονείς, τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν λάβει τα απαιτούμενα άμεσα μέτρα για εξασφάλιση κατάλληλης και απρόσκοπτης επικοινωνίας μεταξύ παιδιού και πατέρα. Για τα επόμενα οκτώ χρόνια οι αρχές ανέχονταν την συμπεριφορά της μητέρας, η οποία είχε εμποδίσει τη δημιουργία οποιουδήποτε πραγματικού δεσμού μεταξύ του πατέρα και της κόρης. Κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας υπήρχαν ορισμένα στερεότυπα μέτρα που είχαν υιοθετηθεί χωρίς κάποιο άμεσο αποτέλεσμα. Ομοίως, οι κοινωνικές υπηρεσίες δεν είχαν εφαρμόσει σωστά τις αποφάσεις των δικαστικών αρχών.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι αρχές δεν είχαν προβεί σε καμία ενέργεια κατά της J.B. Υπό το φως της οκταετούς περιόδου κατά την οποία η μητέρα είχε αποκλείσει τον προσφεύγοντα από το δικαίωμα επικοινωνίας, οι εθνικές αρχές δεν είχαν θεσπίσει όλα τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της εφαρμογής του δικαιώματός του να επικοινωνεί με την κόρη του. Ακόμη και αν τα δικαστήρια είχαν βασίσει την προσέγγισή τους στην προστασία του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, δεν είχαν επιτύχει τον στόχο τους, επειδή εννέα χρόνια μετά από το χωρισμό των γονέων, η σχέση του παιδιού με τον πατέρα της ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη, παρά τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων.
Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν προβεί στις κατάλληλες προσπάθειες για να εξασφαλιστεί η εφαρμογή του δικαιώματος επικοινωνίας του προσφεύγοντος και είχε παραβιαστεί το δικαίωμα του σεβασμού της οικογενειακής του ζωής.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ιταλία οφείλει να καταβάλει στον προσφεύγοντα 13.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 10.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.