ΑΠΟΦΑΣΗ
Romeva κατά Βόρειας Μακεδονίας της 12.12.2019 (αρ. προσφ . 32141/10)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ειρηνική απόλαυση περιουσιακών δικαιωμάτων. Σύνταξη. Αναδρομική ανάκληση. Κοινωνική ασφάλιση.
Στην προσφεύγουσα μετά από νόμιμες διαδικασίες, απονεμήθηκε σύνταξη γήρατος. Το Ταμείο, 7 έτη μετά την συνταξιοδότηση, επανεξέτασε τα στοιχεία και ανακάλεσε αναδρομικά την σύνταξη χωρίς ενδελεχή έρευνα των αποδεικτικών στοιχείων.
Κατά το ΕΔΔΑ οποιαδήποτε επέμβαση δημόσιας αρχής στην ειρηνική απόλαυση των περιουσιακών στοιχείων πρέπει να είναι νόμιμη, απαιτείται δε «δίκαιη ισορροπία» ώστε ο ενδιαφερόμενος να μην φέρει ατομική και υπερβολική επιβάρυνση.
Το Στρασβούργο επισημαίνει ότι στην υπό κρίση υπόθεση, η προσφεύγουσα στερήθηκε την μοναδική πηγή εισοδήματος της, την σύνταξη και ότι η ανάκληση της απόφασης για χορήγηση σύνταξης δεν στηριζόταν σε κανένα νέο αποδεικτικό στοιχείο, αλλά στην επανεξέταση των ίδιων αποδεικτικών στοιχείων που αποτελούσαν τη βάση της διοικητικής απόφασης για χορήγησή της. Έτσι όμως τέθηκε υπό αμφισβήτηση η ασφάλεια δικαίου.
Ενόψει των στοιχείων αυτών το Στρασβούργο έκρινε ότι δεν υπήρξε δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και των απαιτήσεων της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου και ότι η επιβάρυνση που υπέστη η προσφεύγουσα ήταν υπερβολική αφού για σημαντικό χρονικό διάστημα δεν είχε κανένα απολύτως εισόδημα λόγω της ανάκλησης της σύνταξης. Παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Olgica Romeva, είναι πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας η οποία γεννήθηκε το 1947 και ζει στα Σκόπια.
Η υπόθεση αφορούσε απόφαση που της στερούσε τη σύνταξη γήρατος.
Το 2000, το Ταμείο Συντάξεων και Αναπηριών χορήγησε στην προσφεύγουσα σύνταξη γήρατος. Η απόφαση έγινε τελική και άρχισε να λαμβάνει την μηνιαία σύνταξή της.
Ωστόσο, ύστερα από εσωτερικό έλεγχο το 2007, το Ταμείο διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα δεν απασχολούνταν από το 1963 έως το 1967, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είχε εργαστεί το νόμιμο ελάχιστο χρονικό διάστημα 35 ετών για να δικαιούται σύνταξης. Για να διορθώσει αυτό το λάθος, το Ταμείο επανεξέτασε την υπόθεσή της proprio motu και αποφάσισε το 2007 να ανακαλέσει αναδρομικά τη σύνταξη. Όλα τα ένδικα μέσα απορρίφθηκαν αμετάκλητα.
Στη συνέχεια το Ταμείο κίνησε αστικές διαδικασίες εναντίον της για την επιστροφή των συντάξεων που καταβλήθηκαν σε αυτήν μεταξύ του 2000 και του 2007. Τα δικαστήρια δικαίωσαν το Ταμείο με αμετάκλητη απόφαση και το 2014 και ξεκίνησαν οι διαδικασίες εκτέλεσης.
Ενώ η διαδικασία συνταξιοδότησης εκκρεμούσε, η προσφεύγουσα απέκτησε και πάλι το δικαίωμα σε σύνταξη από τον Νοέμβριο του 2009, μετά από αλλαγές στην εθνική νομοθεσία. Βασιζόμενη ειδικότερα στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της περιουσίας), η προσφεύγουσα κατήγγειλε ότι στερήθηκε της σύνταξής της, η οποία αποτελούσε τη μοναδική πηγή εισοδήματός της.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Οι γενικές αρχές που αφορούν το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου είναι εξίσου σημαντικές όσον αφορά τις περιπτώσεις που αφορούν παροχές κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής πρόνοιας
Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι, κατά γενικό κανόνα, η πρώτη και σπουδαιότερη απαίτηση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου είναι ότι οποιαδήποτε επέμβαση δημόσιας αρχής στην ειρηνική απόλαυση των περιουσιακών στοιχείων πρέπει να είναι νόμιμη: Απαιτείται «δίκαιη ισορροπία» ώστε ο ενδιαφερόμενος να μην φέρει ατομική και υπερβολική επιβάρυνση.
Δεν υπάρχει αμφισβήτηση μεταξύ των διαδίκων ότι η απόφαση του Ταμείου, της 18ης Οκτωβρίου 2007, η οποία ανακάλεσε αναδρομικά την σύνταξη γήρατος της προσφεύγουσας που είχε λάβει από τον Μάιο του 2000, συνιστούσε προσβολή της περιουσίας της κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το άρθρο 143 του νόμου για τις συντάξεις και την ασφάλιση αναπηρίας προβλέπει επανεξέταση αυτεπαγγέλτως της τελικής απόφασης για χορήγηση σύνταξης. Επιπλέον, η απόφαση που στέρησε την προσφεύγουσα από τη σύνταξή της, βασίστηκε στο άρθρο 258 του νόμου περί διοικητικής διαδικασίας, η οποία επέτρεψε την επανεξέταση της τελικής απόφασης σε διοικητική διαδικασία, περιλαμβανομένων των διαδικασιών που αφορούν τις συντάξεις.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι πριν από τον εσωτερικό έλεγχο, τα αρχεία του Ταμείου έδειξαν ότι η προσφεύγουσα απασχολήθηκε κατά την περίοδο 1963-1967. Μόνο μετά τον εσωτερικό έλεγχο στην περίπτωση της προσφεύγουσας εμφανίστηκαν παρατυπίες, καθόσον διαπιστώθηκε ότι το βιβλιάριο απασχόλησης της προσφεύγουσας λείπει από τα πρακτικά, καθιστώντας αναγκαία την υποβολή αιτήματος στον πρώην εργοδότη της για στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την ακρίβεια των αρχείων του Ταμείου, τα οποία ήταν ελλιπή. Ελλείψει οποιασδήποτε πληροφορίας από τον εργοδότη ότι η προσφεύγουσα πράγματι εργάστηκε μεταξύ 1963 και 1967, το Ταμείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία σχετικά με την απασχόλησή της για την προαναφερθείσα περίοδο είχαν καταχωρηθεί εσφαλμένα στα αρχεία του. Αντίθετα, υπήρχε αμέλεια του Ταμείου για την ορθή συγκέντρωση και διατήρηση των σχετικών στοιχείων όσον αφορά την προσφεύγουσα και για την εξέταση της αρχικής της αξίωσης για σύνταξη που οδήγησε στην εσφαλμένη απόφαση, την οποία το Ταμείο επιδίωξε στη συνέχεια να διορθώσει σε βάρος της προσφεύγουσας.
Σε αυτό το σημείο, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το αίτημα της προσφεύγουσας ότι είχε εργαστεί σε διάφορους εργοδότες μέσω «ομάδων νέων» μεταξύ 1963 και 1967 δεν αμφισβητήθηκε από την κυβέρνηση.
Συναφώς, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι έχει ήδη διαπιστώσει ότι τίποτε δεν υποδηλώνει ότι η προσφεύγουσα ήταν υπεύθυνη για την εσφαλμένη εκτίμηση από το Ταμείο της αίτησής της για σύνταξη. Συναφώς, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι είχε εργαστεί σε διάφορους εργοδότες δεν αμφισβητήθηκε από την κυβέρνηση.
Παρά τις σημαντικές αυτές σκέψεις, το Δικαστήριο διαπιστώνει ωστόσο ότι η προαναφερθείσα γενική αρχή δεν μπορεί να επικρατήσει σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να φέρει υπερβολική επιβάρυνση ως αποτέλεσμα μέτρου που του στερεί ένα δικαίωμα. Εάν ένα σφάλμα προκλήθηκε από τις ίδιες τις αρχές, χωρίς καμιά υπαιτιότητα τρίτου, πρέπει να ληφθεί υπόψη μια διαφορετική προσέγγιση της αναλογικότητας για να καθοριστεί αν η επιβάρυνση που βαρύνει έναν αιτούντα είναι υπερβολική.
Κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει συνολικά τα διάφορα επίμαχα συμφέροντα, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Σύμβαση αποσκοπεί στη διασφάλιση «πρακτικών και αποτελεσματικών» δικαιωμάτων.
Συναφώς, το Δικαστήριο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι η ανάκληση της απόφασης για χορήγηση σύνταξης στην προσφεύγουσα δεν στηριζόταν σε κανένα νέο αποδεικτικό στοιχείο, αλλά στην επανεξέταση των ίδιων αποδεικτικών στοιχείων που αποτελούσαν τη βάση της διοικητικής απόφασης, η οποία κατέστη αμετάκλητη, καθώς δεν είχε προσβληθεί ενώπιον των δικαστηρίων. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, μια τέτοια επανεξέταση των αποδεικτικών στοιχείων ex proprio motu εκτός του συστήματος έκτακτων προσφυγών για την κατάργηση των τελικών διοικητικών αποφάσεων θέτει υπό αμφισβήτηση την ασφάλεια δικαίου στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης.
Επιπλέον, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά την αναστολή της σύνταξης της προσφεύγουσας, αλλά την πλήρη απώλεια των συνταξιοδοτικών της δικαιωμάτων. Το γεγονός ότι απέκτησε νέα συνταξιοδοτικά δικαιώματα από τις 3 Νοεμβρίου 2009 βάσει μεταγενέστερης νομοθετικής μεταβολής δεν έχει καμία σχέση με την ίδια τη στέρηση.
Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι πριν από τη χορήγηση της σύνταξης η προσφεύγουσα εξαρτάτο από το σύστημα κοινωνικών παροχών του κράτους και είχε λάβει επίδομα ανεργίας. Λόγω των ειδικών περιστάσεων της προσφεύγουσας, η σύνταξη γήρατος αποτελούσε τη μοναδική πηγή εισοδήματός της για διάστημα άνω των εννέα ετών. Για περισσότερα από δύο χρόνια της περιόδου αυτής, στερούμενη της σύνταξής της, δεν είχε καθόλου εισόδημα.
Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων που περιγράφηκαν ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ως αποτέλεσμα του αμφισβητούμενου μέτρου, η προσφεύγουσα αντιμετώπισε, σχεδόν από τη μία μέρα στην άλλη, την πλήρη απώλεια της σύνταξής της, η οποία αποτελούσε τη μοναδική πηγή εισοδήματός της.
Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν υπήρξε δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος του κοινού και των απαιτήσεων της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου και ότι η επιβάρυνση που επιβάρυνε την προσφεύγουσα ήταν υπερβολική.
Παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στην προσφεύγουσα ποσό 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw.com).