Ακόμα μία απόφαση πρόσθεσε στην σημαντική νομολογία του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αφορά στην απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση κρατουμένου. Την έκπληξη στην απόφαση αυτή ωστόσο δεν είναι το σκεπτικό της αλλά η χώρα κατά της οποίας στρέφεται η καταδικαστική απόφαση του Στρασβούργου, που είναι η Γαλλία. Η χώρα της διακήρυξης των δικαιωμάτων του Ανθρώπου η οποία όχι μόνο σήμερα αποτελεί ένα από τα σημεία αναφοράς των θεσμικών κειμένων της Γαλλίας, αλλά αποτελεί πηγή έμπνευσης, για την εκπόνηση παρόμοιων κειμένων σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Το ΕΔΔΑ καταδίκασε τη Γαλλία να καταβάλει στον προσφεύγοντα 18.000 ευρώ για ηθική βλάβη που υπέστη από την εξευτελιστική μεταχείριση ως κρατούμενος σε δικαστική φυλακή αλλά και την ελλιπή έρευνα που διενήργησαν οι αρμόδιες αρχές στη διερεύνηση της υπόθεσης.
Πρόκειται για την προσφυγή του 38χρονου J.M. κατά Γαλλίας, ο οποίος υπήρξε κρατούμενος και προφανώς ψυχικά διαταραγμένος, ζήτησε την μεταφορά του σε φυλακή που ήταν πλησιέστερα στην οικογένεια του. Πριν την μεταγωγή του, αυτοτραυματίστηκε, ωστόσο ουδέποτε μεταφέρθηκε στο ιατρείο των φυλακών αλλά υποβλήθηκε σε εξευτελισμούς, διατάχθηκε η παραμονή του στην απομόνωση, υπέστη βία και τραυματισμούς και τέλος μεταφέρθηκε ημίγυμνος σε άλλη φυλακή. Τα εγχώρια Δικαστήρια απέρριψαν αμετάκλητα την προσφυγή του ως αναπόδεικτη.
Το Στρασβούργο παρατήρησε ότι υπήρχαν πολλές αποδείξεις για την άσκηση βίας εναντίον του προσφεύγοντα, όπως ιατρικά πιστοποιητικά που σημείωναν μώλωπες στο σώμα του και σημάδια στραγγαλισμού, πορίσματα της επιθεώρησης για την άσκοπη χρήση πυροσβεστικού σωλήνα αντί απλού πυροσβεστήρα για την κατάσβεση της φωτιά στο κελί του, μάρτυρες που επιβεβαίωναν την ημίγυμνη περιβολή του κατά την διάρκεια της μεταγωγής του, και έκρινε ότι ο προσφεύγων υποβλήθηκε σε απάνθρωπες και εξευτελιστικές ενέργειες συνεπώς υπήρξε παραβίαση της ουσιαστικής πτυχής του άρθρου 3.
Όσον αφορά τη διαδικαστική πτυχή του άρθρου 3, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν είχε γίνει αποτελεσματική έρευνα για την εξακρίβωση της αλήθειας, δεν διατάχθηκε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και το κυριότερο ο δικαστής και η Διεύθυνση Ερευνών φάνηκαν να έχουν εφαρμόσει διαφορετικά κριτήρια κατά την εκτίμηση των διαφόρων δηλώσεων μαρτύρων, με τη δήλωση του προσφεύγοντος να θεωρείται υποκειμενική σε αντίθεση με εκείνες των φυλάκων, συνεπώς έκρινε ότι υπήρχε παραβίαση και ως προς το διαδικαστικό σκέλος του άρθρου 3.
Πραγματικά περιστατικά
Αναλυτικότερα ο 38χρονος σήμερα προσφεύγων ο οποίος ζει στη Λυών, τον Ιούλιο του 2007, ζήτησε να μεταφερθεί σε φυλακή πιο κοντά στην οικογένειά του και σκόπιμα αυτοτραυματίστηκε. Μεταφέρθηκε στην κλινική των φυλακών , όπου ο γιατρός αρνήθηκε να τον στείλει σε νοσοκομειακή ψυχιατρική μονάδα όπως είχε ζητήσει ο J.M., αλλά συνέστησε να μεταφερθεί σε άλλη φυλακή. Ο κρατούμενος αρνήθηκε να επιστρέψει στο κελί του και τοποθετήθηκε σε αίθουσα αναμονής. Ενόψει της βίαιης συμπεριφοράς του προσφεύγοντος ο Διοικητής αποφάσισε να τον μεταφέρει στην πτέρυγα απομόνωσης. Μετά από άλλα περιστατικά και νέες συζητήσεις, ο J.M συμφώνησε να τοποθετηθεί σε κελί στη μονάδα διαχωρισμού εν αναμονή της μεταφοράς του σε άλλη φυλακή, προγραμματισμένη για την επόμενη ημέρα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, έβαλε φωτιά σε χαρτιά στο κελί του. Οι φρουροί παρενέβησαν με έναν πυροσβεστικό σωλήνα και ο κρατούμενος βρεγμένος όπως ήταν μεταφέρθηκε στη πτέρυγα απομόνωσης.
Στις 6 Ιουλίου 2007, κατά τη μεταφορά του από τη φυλακή Salon-de-Provence στη φυλακή Varennes-le-Grand, τοποθετήθηκε υπό τη φροντίδα τριών φυλάκων μετά από νέα γεγονότα. Τα πόδια του ήταν δεμένα μεταξύ τους και φορούσε χειροπέδες. Δεδομένου ότι φορούσε μόνο ένα μπλουζάκι, ένας φύλακας του έδωσε ένα σεντόνι για να καλυφθεί πριν μπει στο περιπολικό. Κατά την άφιξή του στη φυλακή Varennes-le-Grand, ήταν γυμνός, φορούσε ένα αθλητικό μπλουζάκι και το σεντόνι είχε γλιστρήσει από τους ώμους του. Είχε μώλωπες στο πρόσωπο, στο λαιμό και στο στήθος του. Ισχυρίστηκε ότι υπέστη βία από τους φύλακες πριν μεταφερθεί από τη φυλακή Salon-de-Provence.
Την ίδια μέρα, ο εισαγγελέας κίνησε διαδικασία την οποία την ανέθεσε στην αστυνομία. Η προκαταρκτική έρευνα περατώθηκε με το σκεπτικό ότι η έρευνα δεν είχε επιβεβαιώσει την παράβαση διατάξεων. Μετά το πέρας μιας εσωτερικής διοικητικής διαδικασίας, έρευνα ξεκίνησε την ίδια ημέρα, στις 6 Ιουλίου 2007, και ο εισαγγελέας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο φύλακας M.Q., ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη μεταγωγή , είχε διαπράξει πειθαρχικό αδίκημα αφήνοντας τον προσφεύγοντα με ένα μπλουζάκι και ένα σεντόνι. Στον φύλακα προσωρινά επιβλήθηκε αργία από τα καθήκοντά του.
Στα τέλη του 2008 η γενική υπηρεσία επιθεώρησης των σωφρονιστικών υπηρεσιών έκρινε ότι, όσον αφορά τις συνθήκες μεταφοράς, ο φύλακας έπρεπε να περίμενε να ανοίξει το κατάστημα ρουχισμού της φυλακής και να δοθούν ρούχα στον προσφεύγοντα πριν εκείνος αναχωρήσει για το Varennes-le-Grand.
Στις 8 Ιανουαρίου 2009, ο κρατούμενος υπέβαλε καταγγελία για πράξεις βασανισμού και βαρβαρότητας από πρόσωπα που ασκούν δημόσια αρχή αναφορικά με τη χρήση όπλου και ζήτησε να συμμετάσχει στη διαδικασία ως πολιτική αγωγή. Στις 15 Μαΐου 2009 ξεκίνησε δικαστική έρευνα. Στις 4 Ιουλίου 2012, ο δικαστής αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχε απόφαση να εξετάσει, θεωρώντας ότι η έρευνα δεν είχε δώσει τη δυνατότητα στις κατηγορίες να τεκμηριωθούν. Ο προσφεύγων άσκησε έφεση. Το Εφετείο επικύρωσε την απόφαση διαπιστώνοντας ότι δεν υπήρχε υπόθεση να ερευνηθεί. Η αναίρεση απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 3
Ουσιαστική πτυχή
Δεν αμφισβητήθηκε ότι στις 5 και 6 Ιουλίου 2007 οι φύλακες είχαν επανειλημμένα ασκήσει βία ενάντια στον προσφεύγοντα. Τέσσερα ιατρικά πιστοποιητικά είχαν διαπιστώσει πολλούς τραυματισμούς. Επιπρόσθετα του σωματικού πόνου του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μεταχείριση στην οποία είχε υποβληθεί του είχε προκαλέσει φόβο, αγωνία και ψυχική ταραχή. Συνεπώς έπρεπε να διαπιστώσει κατά πόσον η σωματική δύναμη που χρησιμοποιήθηκε κατά του προσφεύγοντος ήταν ή όχι απαραίτητη εξαιτίας της συμπεριφοράς του.
Το Δικαστήριο επισήμανε, όπως και τα εγχώρια δικαστήρια, ότι ο προσφεύγων βρισκόταν σε εξαιρετικά ταραγμένη κατάσταση την εποχή εκείνη. Ωστόσο, παρατήρησε ότι βρίσκονταν επίσης σε ψυχική δυσφορία. Το πρωί της 5 Ιουλίου 2007 είχε μεταφερθεί στο εξωτερικό ιατρείο μετά από εσκεμμένο κόψιμο του βραχίονα του. Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων ήταν ιδιαίτερα ευάλωτος λόγω των ψυχολογικών του προβλημάτων και του γεγονότος ότι ήταν σε κράτηση.
Όσον αφορά τον κίνδυνο πυρκαγιάς, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η ίδια η επιθεώρηση των φυλακών είχε διαπιστώσει ότι η χρήση πυροσβεστικού σωλήνα/μάνικας ήταν δυσανάλογη για τις εν λόγω περιστάσεις, και αντιθέτως μπορούσε να χρησιμοποιηθεί απλά πυροσβεστήρας. Αυτή η έλλειψη κρίσης εκ μέρους του φύλακα είχε ως αποτέλεσμα να βραχούν άσκοπα ο προσφεύγων και κάποια αντικείμενά του, δημιουργώντας του ένα συναίσθημα ταπείνωσης. Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι τα διάφορα ιατρικά πιστοποιητικά είχαν σημειώσει πολλούς μώλωπες στο σώμα του. Παρά τις προκαταρκτικές και τις δικαστικές έρευνες που διεξήχθησαν, η αιτία του σημαδιού στραγγαλισμού των 18 cm στο λαιμό του προσφεύγοντα δεν είχε ποτέ αποδειχθεί. Εν τέλει, όταν μεταφέρθηκε από τη φυλακή Salon-de-Provence στη φυλακή στο Varennes-le-Grand, ο προσφεύγων φορούσε μόνο ένα μπλουζάκι και ένα σεντόνι το οποίο κάλυπτε το υπόλοιπο σώμα του. Μια τέτοια μεταχείριση είχε προκάλεσε αισθήματα κατωτερότητας, ταπείνωσης και θλίψης και έδειξε μια σοβαρή έλλειψη σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων υποβλήθηκε σε απάνθρωπες και εξευτελιστικές ενέργειες και διαπίστωσε παραβίαση της ουσιαστικής πτυχής του άρθρου 3.
Διαδικαστική πτυχή
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι ανεξάρτητες έρευνες διεξήχθησαν ταχέως. Την ημέρα άφιξης του προσφεύγοντα στη φυλακή Varennes-le-Grand, η Εισαγγελία είχε κινήσει αυτεπαγγέλτως έρευνα σχετικά με τις περιστάσεις της μεταγωγής του προσφεύγοντος και τους ισχυρισμούς του περί βίας. Έχει διεξαχθεί έρευνα από έναν δικαστή ο οποίος δεν είχε απλώς επαναλάβει τα πορίσματα της εσωτερικής διοικητικής έρευνας και της έρευνας από την επιθεώρηση φυλακών, αλλά είχε εξετάσει τον προσφεύγοντα και όλους τους φύλακες πριν εκδώσει αιτιολογημένη απόφαση διαπιστώνοντας ότι δεν υπήρχε υπόθεση να εξετάσει.
Εντούτοις, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η έρευνα δεν οδήγησε στην εξακρίβωση και τιμωρία των υπευθύνων για την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση που είχε διαπιστωθεί. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ο δικαστής και η Διεύθυνση Ερευνών φάνηκαν να έχουν εφαρμόσει διαφορετικά κριτήρια κατά την εκτίμηση των διαφόρων καταθέσεων μαρτύρων, με τη κατάθεση του προσφεύγοντος να θεωρείται υποκειμενική σε αντίθεση με εκείνες των φυλάκων. Η αξιοπιστία των καταθέσεων των τελευταίων έπρεπε να έχει ελεγχθεί προσεκτικά. Επιπλέον, ορισμένα μέτρα που απαιτούνται για την αποσαφήνιση των γεγονότων δεν είχαν διαταχθεί. Για παράδειγμα, καμία ιατρική και τεχνική έκθεση πραγματογνωμόνων δεν είχε παραγγελθεί για να διαπιστωθεί η αιτία στραγγαλισμού του προσφεύγοντος.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων δεν είχε επωφεληθεί από αποτελεσματική έρευνα και διαπίστωσε παραβίαση της διαδικαστικής πτυχής του άρθρου 3.