Κίτρινη κάρτα έβγαλε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πρόθεση της κυβέρνησης να μειώσει, στο πλαίσιο της προσπάθειας καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, το όριο αξίας επαγγελματικής και επιχειρηματικής συναλλαγής πάνω από το οποίο εξοφλείται με τραπεζικό μέσο για να εκπέσει από τα ακαθάριστα έσοδα του λήπτη του τιμολογίου, από τα 500 στα 300 ευρώ.
Η κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης κλήθηκε να γνωμοδοτήσει επί του θέματος μετά από σχετικό αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης. Μάλιστα το υπουργείο Οικονομικών είχε περιλάβει τη σχετική διάταξη στο φορολογικό νομοσχέδιο στην αρχική του μορφή που είχε δοθεί σε δημόσια διαβούλευση, αλλά από την τελική του μορφή που κατατέθηκε χθες στη Βουλή η σχετική διάταξη έχει αποσυρθεί.
Η απόσυρση αυτή έχει να κάνει και με την αρνητική γνωμοδότηση της ΕΚΤ. Σε αυτήν η κεντρική τράπεζα προχωρά στην παράθεση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας αναφορικά με τα μέτρα περιορισμού της χρήσης μετρητών και κάνει μια ξεκάθαρη επισήμανση.
Τα μέτρα περιορισμού της χρήσης μετρητών θα πρέπει, σύμφωνα με την ΕΚΤ, να λαμβάνονται μόνο εφόσον αποδειχθεί με μελέτη ότι φέρνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, όπως για παράδειγμα, θα αυξήσουν τα φορολογικά έσοδα από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Η ΕΚΤ σημειώνει παράλληλα με νόημα ότι ενδιαφέρον ελεγκτικό προκύπτει για συναλλαγές μεγάλης αξίας με μετρητά, όπως για παράδειγμα αυτές που είναι αξίας άνω των 10.000.
Για αυτές τις περιπτώσεις έχει θεσπιστεί νομικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, όπως είναι τα μέτρα δέουσας επιμέλειας που οφείλουν να λαμβάνουν επιχειρήσεις και επαγγελματίες που δέχονται πληρωμές με μετρητά πάνω από 10.000 ευρώ.
Η ΕΚΤ σημειώνει χαρακτηριστικά ότι “θα πρέπει να αποδειχθεί ότι οι προτεινόμενοι περιορισμοί των πληρωμών σε μετρητά που επηρεάζουν το καθεστώς νόμιμου χρήματος των τραπεζογραμματίων ευρώ θα είναι αποτελεσματικοί όσον αφορά την επίτευξη των δημοσίων στόχων που επιδιώκονται νόμιμα από τους περιορισμούς.
Ως εκ τούτου, θα πρέπει να υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι τέτοιοι περιορισμοί είναι πιθανόν να επιτύχουν τον δηλωμένο δημόσιο στόχο της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Και προσθέτει η ΕΚΤ: Οποιαδήποτε δυσμενή επίδραση των προτεινόμενων περιορισμών θα πρέπει συνεπώς να σταθμιστεί προσεκτικά έναντι των αναμενόμενων δημόσιων οφελών.
Κατά την εξέταση του κατά πόσο ένας περιορισμός είναι ανάλογος, θα πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη οι δυσμενείς συνέπειες του εν λόγω περιορισμού, καθώς και εάν θα μπορούσαν να υιοθετηθούν εναλλακτικά μέτρα που θα πληρούσαν τον σχετικό στόχο και θα είχαν λιγότερο δυσμενείς επιπτώσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ θεωρεί ότι το υφιστάμενο όριο πληρωμών σε μετρητά 500 ευρώ για τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και τα νέα φορολογικά κίνητρα που αποθαρρύνουν τις εταιρείες να ξοδεύουν μετρητά που υπερβαίνουν τα 300 ευρώ είναι δυσανάλογα σε σχέση με τις δυνητικά δυσμενείς επιπτώσεις στο σύστημα πληρωμών σε μετρητά.
Στην πράξη, αυτό που κάνει η ΕΚΤ είναι να απαιτεί περισσότερη μελέτη της σκοπιμότητας και αποτελεσματικότητας των μέτρων περιορισμού της χρήσης μετρητών προκειμένου το όφελος από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής να είναι μεγαλύτερο από τα προβλήματα που προκαλούνται στην αγορά από αυτά τα μέτρα.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο φορολογικό νομοσχέδιο διατηρήθηκε η διάταξη που προβλέπει ότι για να εκπίπτει ως επαγγελματική δαπάνη η δαπάνη ενοικίου ακινήτων μιας επιχείρησης, αυτή η δαπάνη θα πρέπει να πραγματοποιείται με τραπεζικό μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση με κατάθεση του ενοικίου σε τραπεζικό λογαριασμό του εκμισθωτή.