Δικαίωση και από τον Άρειο Πάγο για ομολογιούχους της ASPIS FINANCE PLC, οι οποίοι μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της Τ-Bank , πρώην Aspis Bank του αποβιώσαντος Παύλου Ψωμιάδη, εγγυήτριας των ομολόγων τους, βρέθηκαν με άνευ καμίας αξίας χαρτιά στα χέρια τους.
Το Α1 Πολιτικό Τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου με την υπ΄αριθμ. 1228/2019 απόφασή του απέρριψε το αίτημα αναίρεσης εφετειακής απόφασης που δικαίωνε 13 επενδυτές και υποχρέωνε την Τράπεζα ALPHA BANK η οποία διαχειριζόταν το χαρτοφυλάκιο τους, να τους αποζημιώσει. Κατά τους δικαστές τα στελέχη της Τράπεζας φέρουν ευθύνη καθώς δεν ενημέρωσαν τους καταναλωτές για το ρίσκο της επένδυσής τους
Η απόφαση
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται μεταξύ άλλων στην απόφαση:
«…Οι ενάγοντες, πελάτες της πρώτης εναγομένης τράπεζας, κατόπιν προτροπής στελεχών των εναγομένων εταιριών, στα οποία απευθύνθηκαν, προκειμένου να τους αναθέσουν το χειρισμό της επένδυσης των αποταμιεύσεών τους, στα πλαίσια ισάριθμων συμβάσεων παροχής επενδυτικών συμβουλών και λήψης/εκτέλεσης εντολών, κατέστησαν κύριοι ομολογιακών τίτλων με την ονομασία «ASPIS FINANCE PLS» και κωδικό 1 SIN…Το ως άνω επίδικο ομόλογο είχε εκδοθεί στις 10/2/2005, με την εγγύηση της τράπεζας με την επωνυμία «ASPIS BANK ΑΕ» (μετέπειτα «Τ-ΒAΝΚ ΑΤΕ») από τη θυγατρική αυτής «ASPIS FINANCE PLC», η οποία είχε συσταθεί, μόνον, προς το σκοπό έκδοσης του ομολόγου. Το συνολικό ποσό της έκδοσης ανήλθε σε 50.000.000 ευρώ. Το ομόλογο εισήλθε προς διαπραγμάτευση στο χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου, ενώ το τοκομερίδιό του πληρωνόταν κάθε τρίμηνο με βάση το τρίμηνο επιτόκιο Euribor συν περιθώριο 1,35% μέχρι και τον Φεβρουάριο του έτους 2010 και ύστερα, σε περίπτωση μη ανάκλησης, προσαυξημένο κατά 1,30%. Προερχόταν από δευτερογενή αγορά και ήταν ομόλογο μειωμένης εξασφάλισης. Η διαβάθμιση από το Διεθνή Οίκο Αξιολόγησης FΙTCH ήταν ΒΒ, που σύμφωνα με τον ίδιο Οίκο Αξιολόγησης καταδεικνύει μέτριες προοπτικές επιβίωσης.
Τα ανωτέρω στοιχεία δεν γνωστοποιήθηκαν στους ενάγοντες πριν την αγορά του ομολόγου, ούτε αναγράφονται στα προαναφερόμενα «αποδεικτικά εντολής συναλλαγής», τα οποία ήταν και τα μόνα έγγραφα, που τους παραδόθηκαν. Ακόμα, αποδείχθηκε ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, το ομόλογο είχε καθοδική πορεία και υπήρξε υποβάθμιση του …Εξάλλου, στην αρχική σελίδα του ενημερωτικού σημειώματος για την έκδοση του εν λόγω ομολογιακού δανείου, αναφέρεται ότι η έκδοση είναι με την «αμετάκλητη εγγύηση» της ASPIS BANK και διευκρινίζεται ότι η εγγύηση αυτή αναφέρεται στην μειωμένης διασφάλισης εγγύηση. Αυτό σημαίνει ότι οι κάτοχοι ομολογιών εκδόσεως της ASPIS FINANCE θα ικανοποιούνταν, μόνον, εφόσον ικανοποιούνταν πλήρως οι προηγούμενοι τη τάξει πιστωτές της εγγυήτριας ASPIS BANK, δηλαδή μετά τους πιστωτές της εγγυήτριας με διασφάλιση και μετά τους λοιπούς πιστωτές μειωμένης διασφάλισης που δεν κατατάσσονταν, όπως οι συγκεκριμένες ομολογίες. Σε περίπτωση δηλ. πτώχευσης, εκκαθάρισης κλπ. η Τράπεζα θα ικανοποιούσε πρώτα όλους τους λοιπούς πιστωτές της και έπειτα τους πιστωτές της ASPIS FINANCE. Καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα, οι ενάγοντες ελάμβαναν μηνιαίως από τις εναγόμενες, υπό τον κοινό τίτλο «ALPHA PRIVATE ΒΑΝΚ», τη μηνιαία αποτίμηση του χαρτοφυλακίου, στην οποία αναγραφόταν η κατηγορία επένδυσης, η εκάστοτε αποτίμηση της, η αριθμητική και ποσοστιαία μεταβολή της τιμής του ομολόγου, η αναλυτική κίνηση του τηρουμένου επενδυτικού λογαριασμού και οι τόκοι.
Ακολούθως, με την από 28/12/2011 επιστολή της πρώτης εναγομένης προς τους ενάγοντες, ενημέρωσε αυτούς ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. 25/1/17-12-2011 απόφασης της επιτροπής πιστωτικών και ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδας, ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εγγυήτριας του ομολόγου «Τ- ΒΑΝΚ ΑΤΕ» (πρώην ASPIS BANK), η οποία τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, ότι η ικανοποίηση των αξιώσεών τους από το ανωτέρω ομόλογο θα εξαρτηθεί από την πορεία και τα αποτελέσματα της ειδικής εκκαθάρισης της εν λόγω εταιρίας και ότι ο ειδικός εκκαθαριστής καλούσε τους πιστωτές να αναγγείλουν εγγράφως τις απαιτήσεις τους μέχρι 10/2/2012. Επίσης, με βάση την με αρ. 26/17-12-2011 (ΦΕΚ Β 2856/17-12-2011) απόφαση της ίδιας επιτροπής, το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού της ως άνω εγγυήτριας του ομολόγου τράπεζας, μεταβιβάστηκε στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΤΕ», το οποίο κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τ – BANK ΑΤΕ». Στα μεταβιβαζόμενο στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονταν οι υποχρεώσεις μειωμένης διασφάλισης, αφού οι δανειστές μειωμένης εξασφάλισης ικανοποιούνται από το προϊόν της εκκαθάρισης, μετά την ικανοποίηση των ενέγγυων πιστωτών. Σύμφωνα με την από 11/10/2012 έγγραφη δήλωση των συνεκκαθαριστών της εκδότριας, οι πιστωτές μειωμένης διασφάλισης έπονται στη σειρά ικανοποίησης από όλους τους πιστωτές μη μειωμένης διασφάλισης για τους σκοπούς της εκκαθάρισης. Στην ανωτέρω έγγραφη δήλωση γίνεται ρητή αναφορά ότι αναμένεται ότι οι πιστωτές μη μειωμένης διασφάλισης θα ικανοποιηθούν πλήρως, σε αντίθεση με τους μειωμένης διασφάλισης. Η ίδια η εκδότρια τράπεζα, δια των εκκαθαριστών της. δηλώνει ότι λόγω της θέσης σε εκκαθάριση τόσο αυτής, όσο και της εγγυήτριας του τίτλου, η ικανοποίηση των κατόχων των ομολόγων έχει καταστεί περιορισμένη, αν όχι αδύνατη. Ενόψει του γεγονότος ότι. βάσει της υπ’ αριθμ. 26/1/17-12-2011 απόφασης, άρθρο 2, στοιχ. Β’, στα μεταβιβαζόμενα στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο περιουσιακά στοιχεία δεν περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της ASPIS BANK από το ομολογιακό δάνειο μειωμένης εξασφάλισης, εκδόσεως της ASPIS FINANCE PLC, για κεφάλαιο ύψους 50 εκατ. ευρώ, αλλά και του ότι από την προσκομιζόμενη σε επίσημη μετάφραση από 11/10/2012 δήλωση των συνεκκαθαριστών της εκδότριας αυτής εταιρίας, προκύπτει το απίθανο της εξόφλησης των μειωμένης εξασφάλισης πιστωτών, που έπονται στην τάξη όλων των πιστωτών μη μειωμένης εξασφάλισης, πλήρως καταδεικνύεται ότι από τη θέση σε ειδική εκκαθάριση της εκδότριας και της εγγυήτριας του ενδίκου ομολόγου εταιρίας, δεν υφίσταται διότι έχει αναιρεθεί, η σχέση αντιστοιχίας μεταξύ του κεφαλαίου που έχει επενδυθεί εκ μέρους των εναγόντων και της αξίας όσων τίτλων περιλαμβάνονται στην περιουσία τους, η οποία είναι μηδενική. Έτσι, λόγω της εκμηδένισης της αξίας του ομολόγου, οι ενάγοντες υπέστησαν ζημία, ίση με τα ως άνω χρηματικά ποσά που διέθεσαν για την αγορά τους έκαστος εξ αυτών, η οποία έχει συντελεστεί και άρα είναι παρούσα, απορριπτόμενου, ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού ισχυρισμού των εναγόμενων ότι επίκειται η απόληψη των χρημάτων των εναγόντων από τη διαδικασία αναγγελίας αυτών στη διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης της Τ – BANK. Περαιτέρω, αποδεικνύεται, ότι οι ενάγοντες, κατά τον χρόνο σύναψης των ως άνω συμβάσεων εξακολουθούσαν να υποβάλλονται στους ίδιους εκτεταμένους περιορισμούς, οι οποίοι στην ηλικία τους και ανάλογα του μορφωτικού επιπέδου που είχαν (ως αναφέρονται ανωτέρω), αποτελούν πλέον σταθερά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τους. Οι περιορισμοί αυτοί αναγόμενοι στο επίπεδο της εκπαίδευσης των εναγόντων και στο περιεχόμενο των εμπειριών τους, προκαλούν στην συγκεκριμένη περίπτωση την εκ μέρους των τελευταίων αναμενόμενη εκδήλωση της αδυναμίας αυτών, να αντιληφθούν την ιδιότητα του ομολόγου και την βαθμίδα επενδυτικού κινδύνου αυτού. Σε κάθε περίπτωση, εάν οι εναγόμενες δια των προστηθέντων υπαλλήλων τους, είχαν δώσει εγγράφως στους ενάγοντες το ανωτέρω ενημερωτικό δελτίο της εκδότριας του ομολόγου, μεταφρασμένο στην Ελληνική γλώσσα και είχαν επιχειρήσει προφορικώς να τους αναπτύξουν τις δυσνόητες για τον μέσο άνθρωπο έννοιες αυτού, και να τους εξηγήσουν το περιεχόμενο της συναλλακτικής σχέσης, που περιγράφεται στο έγγραφο αυτό, είναι βέβαιο ότι αυτοί θα είχαν αρνηθεί να επιχειρήσουν την προτεινόμενη σε αυτούς τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, προεχόντως. διότι δεν θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν, ώστε να ελέγξουν, την μορφή και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης πολύπλοκης συναλλακτικής σχέσης. Κατά μείζονα λόγο, οι ενάγοντες θα είχαν απορρίψει την επένδυση αυτή. σε περίπτωση που είχαν πληροφορηθεί ότι η διάθεση του εν-λόγου ομολόγου απαγορευόταν στην Ελλάδα και άτι η εναγομένη δεν αναλαμβάνει οποιαδήποτε ευθύνη έναντι των ιδίων σε σχέση με το επενδυόμενο κεφάλαιο, διότι στην συγκεκριμένη συμβατική σχέση η αντισυμβαλλόμενη – εκδότρια ήταν μία εταιρία εδρεύουσα στο Λονδίνο. Με τα δεδομένα αυτά, κρίνεται βάσιμος ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι οι εναγόμενες παρέλειψαν, όπως είχαν υποχρέωση, να ενημερώσουν σχετικά με τα ανωτέρω αναφερόμενα χαρακτηριστικά της επένδυσης, την οποία τους υπέδειξαν να επιχειρήσουν, με συνέπεια οι συγκεκριμένοι διάδικοι να μην έχουν κατανοήσει, τουλάχιστον, τους κινδύνους να υποστούν απώλεια του κεφαλαίου, οι οποίοι, όπως αποδεικνύεται, βασίμως συνδεόταν με μίας τέτοιας μορφής επιλογή εκ μέρους τους. Η συμπεριφορά αυτή των εναγομένων, η οποία εκδηλώθηκε έναντι των εναγόντων, συνισταμένη στην αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης των εναγόντων – πελατών τους. σχετικά με την ασφάλεια του κεφαλαίου τους, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα των κανόνων των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, σε συνδυασμό με το Ν. 2396/1996. φέρνει την τράπεζα σε υπαίτια θέση έναντι των πελατών της, ακριβώς εξαιτίας της πλημμελούς εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της από τις συναφθείσες συμβάσεις, κατά τα εκτιθέμενα και στην νομική σκέψη της παρούσας.
Λόγω των ως άνω παραλείψεων των εναγόμενων, οι ενάγοντες πίστευαν πεπλανημένα ότι η επένδυση τους ήταν εξασφαλισμένη, τουλάχιστον, ως προς το κεφάλαιο, ενώ ο κίνδυνος, που αναλάμβαναν ήταν, μόνον, ως προς την απόδοση, επένδυση, που ήταν η μόνη, άλλωστε, συμβατή με το «συντηρητικό» προφίλ, στο οποίο κατηγοροποιήθηκαν οι πρώτος, δεύτερη, δέκατος τρίτος και δέκατη τέταρτη των εναγόντων, αλλά και ζήτησαν ρητά οι λοιποί ενάγοντες. Βέβαια, ο πρώτος ενάγων τυγχάνει συνταξιούχος πολιτικός μηχανικός, ο ένατος δάσκαλος, η δέκατη φαρμακοποιός, πλην, όμως, παρά το μορφωτικά τους επίπεδο, δεν ήταν γνώστες των χρηματοοικονομικών επενδύσεων, ούτε προσδίδουν σε αυτούς τέτοιες ιδιαίτερες γνώσεις, σχετικά με χρηματιστηριακές συναλλαγές, οι αγορές από αυτούς των έτερων ομολόγων, που τηρούσαν στο χαρτοφυλάκιο τους, ως προαναφέρθηκε, καθότι αυτές είχαν γίνει μέσα στο επίδικο χρονικό διάστημα και μέσα στο ίδιο πλαίσιο εκδήλωσης ενδιαφέροντος προς επένδυση του κεφαλαίου, που διέθεταν, γεγονός που δεν στοιχειοθετεί μακροχρόνια ενασχόληση με τα χρηματοοικονομικά, ώστε να τους προσδώσει την απαιτούμενη εμπειρία περί αυτών. Αλλωστε, τα άλλα ομόλογα στα οποία είχαν επενδύσει, δεν φέρονται να είχαν τα στοιχεία επικινδυνότητας και μειωμένης ασφάλειας, ως το επίδικο. Οι ενάγοντες, λοιπόν, υπάγονται στην έννοια του καταναλωτή και πρέπει να τύχουν της προστασίας του ν. 2251/1994, καθότι δεν υπερβαίνουν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή, αφού δεν αποδείχθηκε ότι ασχολούνταν συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας ούτε είχαν ιδιαίτερες γνώσεις από τέτοιου είδους συναλλαγές…Επιπλέον, n συγκεκριμένη υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων συνδέεται αιτιωδώς προς την επελθούσα ζημία της περιουσίας των εναγόντων, αφού. όπως αποδεικνύεται, αυτή προκλήθηκε, διότι η επένδυση επιχειρήθηκε, χωρίς να έχει προηγηθεί η παροχή προς τους τελευταίους της ενημέρωσης, που ήταν αναγκαία, ώστε να κατανοήσουν την μορφή και το περιεχόμενο και να αποφασίσουν οι ίδιοι, εάν θα επιλέξουν την προτεινόμενη προς αυτούς τοποθέτηση του κεφαλαίου τους, αναλαμβάνοντας, μέσω της επιλογής τους, όσους κινδύνους συνδέονται με την τελευταία…»