Η μετάβαση από τον πολιτικώς ενάγοντα στη νέα μορφή διαδίκου του Ποινικού Κώδικα
Ο παλαιός θεσμός του «πολιτικώς ενάγοντα», ως διαδίκου της επ’ ακροατηρίω ποινικής διαδικασίας, αντικαταστάθηκε πλέον με τις νέες εισαχθείσες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, σε παριστάμενου για την υποστήριξη της κατηγορίας, άνευ ποσού πλέον (εν αντιθέσει με το παλαιό θεσμό).
Πρόσωπα που δικαιούνται να παρασταθούν ως διάδικοι για την υποστήριξη της κατηγορίας, είναι οι δικαιούμενοι κατά τον Αστικό Κώδικα σε αποζημίωση ή αποκατάσταση από το έγκλημα, λόγω ηθικής βλάβης, ή ψυχικής οδύνης, ακόμα και όταν, το πρόσωπο που υποχρεούται να καταβάλλει την αποζημίωση είναι τρίτο, διάφορο από τη ποινική διαδικασία. Επομένως σε χαρακτηριστικές περιπτώσεις δικονομικού εγγυητή (πχ. ασφαλιστική εταιρεία), ο θιγόμενος και δικαιούμενος αποζημίωσης παρίσταται προς υποστήριξη της κατηγορίας, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ο υπόχρεος προς καταβολή είναι τρίτος. Αν ο θιγόμενος αποβιώσει, δικαιούμενα πρόσωπα είναι οι κληρονόμοι του. Οι ανήλικοι, εξακολουθούν να παρίστανται μετά του νόμιμου εκπροσώπου τους.
Για το παραδεκτό της παράστασης, εκτός από τη καταβολή του παραβόλου, απαιτείται χρονικά η δήλωση της άσκησης του δικαιώματος έως και την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο. Επίσης, υποχρεωτικά πλέον η δήλωση θα πρέπει να κατατίθεται γραπτώς με έγγραφη δήλωση ή να προκύπτει μέσω άλλου εγγράφου που επισυνάπτεται στη δικογραφία κατά την προδικασία (πχ. Εξέταση μηνυτή), ενώ κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, η δήλωση καταχωρίζεται στα πρακτικά της δίκης. Κατά την κατάθεση της δήλωσης και σε περίπτωση ενεργής πληρεξουσιότητας επισυνάπτεται και το έγγραφο πληρεξουσιότητος προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο, ενσωματωμένο δηλαδή επί του ιδίου κειμένου, με μορφή γενικής ή ειδικής εξουσιοδότησης, πάντα όμως κατά τα οριζόμενα στο ΚΠΔ άρθρο 42 παρ. 2, εδαφ. β’ και γ.
Η δήλωση περιέχει υποχρεωτικά και τους λόγους, στους οποίους στηρίζεται η αξίωση του θιγόμενου, και για τους οποίους θεωρεί ότι υπέστην ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από το εν λόγω αδίκημα. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος είναι αυτόματα και αντίκλητος του παριστάμενου για την υποστήριξη της κατηγορίας, ή μπορεί ο τελευταίος να διορίσει και άλλον.
Με την εισαγωγή των λόγων για την υποστήριξη της κατηγορίας, εισάγεται ανταλλαγή επιχειρηματολογίας μεταξύ του ύποπτου ή του κατηγορούμενου και του παριστάμενου για την υποστήριξη της κατηγορίας, μέσω του θεσμού των αντιρρήσεων για την σχετική δήλωση του παριστάμενου. Ωστόσο, οι αντιρρήσεις αυτές, προβάλλονται πολύ πρίν φθάσει η υπόθεση στο ακροατήριο, πρίν από την έκδοση οριστικού βουλεύματος από το συμβούλιο. Αποβολή του υποστηρίσαντα τη κατηγορία προβλέπεται αυτεπαγγέλτως, και στη προδικασία σε οποιοδήποτε στάδιο από το συμβούλιο με ή χωρίς πρόταση του εισαγγελέα. Ωστόσο εάν αποβληθεί ο ανωτέρω από τη προδικασία, αυτό δεν τον κωλύει να εισαγάγει εκ νέου τη δήλωσή του στην επ΄ακροατηρίω διαδικασία. Με το τρόπο αυτό παρέχεται δυνατότητα άσκησης αυτοτελούς δηλώσεως παρά τη τυχόν προταιρέα αποβολή του από τη προδικασία, με την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο. Τυχόν αποβολή του παριστάμενου δεν επιφέρει ακυρότητες σε διενεργηθείσες εως εκείνη τη στιγμή διαδικαστικές πράξεις.
Με την εισαγωγή του νέου ποινικού κώδικα απαγκιστρώνεται ετει περαιτέρω η αστική αξίωση του θιγόμενου (πράγμα που θα απασχολήσει εάν το επιθυμεί τα πολιτικά δικαστήρια για την εξασφάλιση μιας αποζημίωσης), και παρίσταται μόνο έχων συμφέρον να εκφράσει τα επιχειρήματά του προς υποστήριξη της κατηγορίας, άνευ πλέον δυνατότητας δήλωσης ποσού άσκησης του δικαιώματός του. Αυτό επίσης σημαίνει, ότι αν για τον οποιοδήποτε λόγο, δεν μπορεί ο θιγόμενος να ασκήσει αγωγή λόγω απόσβεσης του δικαιώματός του αστικά, δεν του αφαιρείται το δικαίωμα ωστόσο να υποστηρίξει τη κατηγορία στα ποινικά. Εξακολουθεί ο κώδικας να επιτρέπει παραίτηση από τη πολιτική αγωγή, αλλά μόνο με ρητή δήλωση και τήρηση των διατυπώσεων του 83 και 84 ΚΠΔ. Αυτό που καταργήθηκε πλέον ως δυνατότητα, και νοείται αμφιλεγόμενο, είναι η δυνατότητα του εισαγγελέα να παρασταθεί για την υποστήριξη της κατηγορίας αυτεπαγγέλτως για άτομα που πάσχουν εμφανώς από ψυχική ασθένεια, αλλά δεν έχουν νόμιμο αντιπρόσωπο, για τον οποίο θα απαιτούνταν η κίνηση της θέσης τους σε δικαστική συμπαράσταση, κατά τα οριζόμενα στον ΑΚ. Η αφαίρεση τέτοιας δυνατότητας, αποδυναμώνει αισθητά την υποστήριξη των ευπαθών ομάδων από την αρχή της εισαγγελίας.
Η μετατροπή του απλού θιγόμενου σε διαδίκου, αφ’ ής αρχής της δηλώσεώς του παρέχει φυσικά όλα εκείνα τα πλεονεκτήματα που παρέχει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.
Α) το δικαίωμα παράστασης με συνήγορο σε κάθε ανακριτική πράξη, όπως και κατ΄εξαίρεσιν στη παράσταση επί εξέτασης μάρτυρα μόνο επί κλήσης του ανακριτή όταν αυτός κρίνει πιθανώς αδύνατη τη κατάθεση μάρτυρα στο ακροατήριο.
Β) το δικαίωμα της πρόσβασης στη δικογραφία ,το οποίο ενεργοποιείται από τη στιγμή που ο ύποπτος κληθεί σε παροχή εξηγήσεων ή επί της κλησης σε απολογία ή ακόμα και με το ένταλμα σύλληψης ή βίαιης προσαγωγής του κατηγορούμενου.
Πολύ ορθά και ΕΙΔΙΚΑ για τα ανήλικα θύματα προσβολής γενετήσιας ελευθερίας, έχουν τα παραπάνω δικαιώματα και ας μη καθίστανται διάδικοι, κατ΄εξαίρεσιν, ενώ για λόγους προστασίας τους, αυτά έχουν δικαίωμα ενημέρωσης για την εκτέλεση ποινών προσωρινής ή οριστικής απόλυσης του καταδικασθέντος, αλλά και τις τυχόν άδειες εξόδου τους από τα καταστήματα κράτησης. Με το τρόπο αυτό καθίσταται η προστασία της παιδικής ηλικίας απαραίτητη, ακόμα και αν δεν υπάρχει στα πρόσωπα αυτά η ιδιότητα του διαδίκου.