Με την υπ’ αριθμ. 710/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου (Τμήμα Β2) παρέχονται διευκρινίσεις σχετικά με τους παράγοντες που εξετάζονται για τον χαρακτηρισμό σύμβασης ως εξηρτημένης εργασίαςς, σύμφωνα με το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως ως εξηρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών εναπόκειται στο δικαστήριο, το οποίο μετ’ αξιολόγηση των αποδεικνυομένων πραγματικών περιστατικών προσδίδει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό, χωρίς να δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό, τον οποίον έδωσαν οι συμβαλλόμενοι στην σύμβαση.
ο αναγκαίος για την ύπαρξη σχέσης εξηρτημένης εργασίας βαθμός προσωπικής εξαρτήσεως προκύπτει από την συνολική εκτίμηση όλων των συνθηκών της εξεταζομένης περιπτώσεως και εξαρτάται από τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης δραστηριότητας.
Συνεκτιμάται το περιεχόμενο της συμβάσεως, αλλά αποφασιστική σημασία έχουν οι συνθήκες, υπό τις οποίες παρέχεται η εργασία, οι οποίες δυνατόν να αποκλίνουν από τους συνωμολογημένους όρους.
Επίσης συνεκτιμώνται ως σχετικές ενδείξεις και άλλα κατά περίπτωση στοιχεία, όπως ο τρόπος της αμοιβής, η ασφάλιση σε ασφαλιστικό οργανισμό, η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η δυνατότης του εργαζομένου να παρέχει τις υπηρεσίες του και σε άλλον εργοδότη κλπ.
Απόσπασμα της απόφασης
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 648 παρ. 1 ΑΚ και 6 Ν. 765/1943, ο οποίος έχει κυρωθεί με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρηθεί εν ισχύι συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 38 ΕισΝΑΚ, κατά τις οποίες αντιστοίχως, “Με τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλει το συμφωνημένο μισθό” και “Δια του όρου “μισθωτός” νοούνται τα φυσικά πρόσωπα άτινα παρέχουσι εις έτερον φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον οιασδήποτε φύσεως εξηρτημένην εργασίαν έναντι αμοιβής.
Ως αμοιβή θεωρείται πάσα παροχή χορηγουμένη εις τον μισθωτόν (αμοιβή εις χρήμα ή εις είδος, φιλοδωρήματα κλπ) ανεξαρτήτως του τρόπου καθορισμού ταύτης (αμοιβή καθοριζομένη βάσει του αποτελέσματος της εργασίας ανεξαρτήτως χρόνου εργασίας – αμοιβή κατ’ αποκοπήν)”, συνάγεται ότι σύμβαση εξηρτημένης εργασίας υφίσταται, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσης εργασίας και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, ο οποίος δικαιούται να δίδει δεσμευτικές εντολές και οδηγίες προς τον εργαζόμενο και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας, ενώ, εάν ελλείπει το στοιχείο της εξαρτήσεως, υφίσταται σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών.
Οι ειδικοί κανόνες του εργατικού δικαίου, όπως οι περί αποζημιώσεως απολύσεως, χορηγήσεως αδείας, επιδομάτων εορτών κλπ, ως έχοντες θεσπισθεί εν όψει της ανάγκης μείζονος προστασίας, την οποία έχουν κατά τεκμήριο οι παρέχοντες εξηρτημένη εργασία, έχουν εφαρμογή μόνον επί συμβάσεων εξηρτημένης εργασίας ή άλλων συμβάσεων υποκρυπτουσών σχέση εξηρτημένης εργασίας, και όχι και επί συμβάσεων ανεξαρτήτων υπηρεσιών.
Ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως ως εξηρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών εναπόκειται στο δικαστήριο, το οποίο μετ’ αξιολόγηση των αποδεικνυομένων πραγματικών περιστατικών προσδίδει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό, χωρίς να δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό, τον οποίον έδωσαν οι συμβαλλόμενοι στην σύμβαση.
Ο αναγκαίος δε προς ύπαρξη σχέσεως εξηρτημένης εργασίας βαθμός προσωπικής εξαρτήσεως προκύπτει από την συνολική εκτίμηση όλων των συνθηκών της εξεταζομένης περιπτώσεως και εξαρτάται από τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης δραστηριότητος. Συνεκτιμάται το περιεχόμενο της συμβάσεως, αλλά αποφασιστική σημασία έχουν οι συνθήκες, υπό τις οποίες παρέχεται η εργασία, οι οποίες δυνατόν να αποκλίνουν από τους συνωμολογημένους όρους.
Επίσης συνεκτιμώνται ως σχετικές ενδείξεις και άλλα κατά περίπτωση στοιχεία, όπως ο τρόπος της αμοιβής, η ασφάλιση σε ασφαλιστικό οργανισμό, η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η δυνατότης του εργαζομένου να παρέχει τις υπηρεσίες του και σε άλλον εργοδότη κλπ.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση 710/2019 στο areiospagos.gr