Μετά τη λήξη της δίκης σε πρώτο βαθμό για την υπόθεση των «μαύρων ταμείων» της Siemens –πληρωμές που σχετίζονται με την υπογραφή και την υλοποίηση της σύμβασης 8002 μεταξύ ΟΤΕ και της γερμανικής εταιρείας– παραμένουν ανοιχτές ορισμένες αστικές αξιώσεις, για τις οποίες θα πρέπει να επιληφθούν τα πολιτικά δικαστήρια. Συγκεκριμένα:
• Το εφετείο της Αθήνας, όπου δικάστηκαν οι κατηγορούμενοι που σχετίζονται με τις τηλεπικοινωνίες, παρέπεμψε τις αστικές αξιώσεις του ελληνικού Δημοσίου και του ΟΤΕ στα πολιτικά δικαστήρια. Τόσο το Δημόσιο όσο και ο Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών μπορούν να ζητήσουν αποζημιώσεις από κατηγορουμένους που καταδικάστηκαν. Ωστόσο, είναι αμφίβολο αν το Δημόσιο μπορεί να στραφεί απευθείας κατά της γερμανικής εταιρείας ως νομικού προσώπου, αφού με τη συμφωνία του 2012 έχει ζητήσει και έχει λάβει αποζημίωση που έπρεπε να εκταμιευθεί σε διάρκεια πενταετίας – όπως και έγινε. Στη συμφωνία προβλεπόταν ρητά ότι η ελληνική πλευρά δεν θα μπορεί να ζητήσει αποζημιώσεις ή να επιβάλει πρόστιμα εξαιτίας της πολιτικής των «μαύρων ταμείων», αλλά τα ζητήματα των διαφορών του ΟΤΕ και του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη (C4I) θα παραμείνουν ανοιχτά στα αστικά δικαστήρια της Γερμανίας και στο διαιτητικό δικαστήριο στο Παρίσι, όπου επίσης προβλεπόταν ότι το ποινικό μέρος της υπόθεσης στην Αθήνα δεν επηρεάζεται.
• Το ελληνικό Δημόσιο έχασε τη διαιτησία για το C4I καταβάλλοντας 52 εκατ. ευρώ στη Saic, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν τρεις διαφορετικές ποινικές διαδικασίες για το σύστημα ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων.
• O OTE κατέθεσε το καλοκαίρι του 2008 αγωγή κατά της Siemens σε δικαστήριο του Μονάχου, υποστηρίζοντας ότι ζημιώθηκε κατά 57 εκατ. ευρώ από τη χρήση των «μαύρων ταμείων». Η αγωγή απορρίφθηκε ως «αόριστη».
Το 1992, ο Στέφανος Μάνος, τότε υπουργός Εθνικής Οικονομίας, καθιέρωσε τη «ρήτρα διασφάλισης τιμών», σύμφωνα με την οποία, εάν οι «εθνικοί προμηθευτές» Intracom, Siemens είχαν δώσει υψηλότερη τιμή στην ανάθεση του 1988 από ό,τι στον πρώτο διαγωνισμό, θα έπρεπε να επιστρέψουν στον ΟΤΕ τη διαφορά. Οι δύο εταιρείες υπολόγισαν τη διαφορά σε 1,5 δισ. δραχμές από κοινού. Η διοίκηση του ΟΤΕ δεν αποδέχθηκε τον υπολογισμό και αποφάσισε να «βρει το δίκιο της» στα δικαστήρια. Στην αγωγή κατά της Siemens, ο ΟΤΕ υπολόγιζε τις ζημιές του σε 5,5 δισ. δραχμές (11 εκατ. ευρώ). Τελικά, ο Αρειος Πάγος απέρριψε την αγωγή του ΟΤΕ ως αόριστη –η αντίστοιχη αγωγή κατά της δεύτερης προμηθεύτριας εταιρείας είχε προχωρήσει με πολύ πιο αργούς ρυθμούς–, με αποτέλεσμα, το 2017, να καταθέσει νέα αγωγή, με την οποία ζητεί 28 εκατ., αυτή τη φορά υπολογίζοντας και τη διαφορά από τα επιτόκια δανεισμού από τις δύο προμηθεύτριες εταιρείες, που ήταν κατά 15 μονάδες χαμηλότερα από το 32% με το οποίο δανειζόταν ο ΟΤΕ. Να σημειωθεί πως οι διαφορές θα παρέχονταν σε δωρεάν υλικό (excess material).
Ταυτόχρονα, όμως, η Siemens κερδίζει τις δικές της απαιτήσεις από ανεξόφλητα τιμολόγια του ΟΤΕ, παραιτείται από τους τόκους υπερημερίας και ο ΟΤΕ της δίνει 32 εκατ. από υλικό που έχει πάρει (σ.σ.: το δικαστήριο είχε επιδικάσει στη γερμανική εταιρεία 4,4 εκατ., άμεσα εκτελεστά). Ο ΟΤΕ κρατάει, επίσης, εγγυητικές επιστολές για τη συμφωνία 8002, ύψους 6,7 εκατ. ευρώ (σ.σ.: τα χρόνια της διαχείρισης του σκανδάλου των «μαύρων ταμείων», ο ΟΤΕ προέβαινε σε καταπτώσεις εγγυητικών ύψους 19 εκατ. ευρώ, καταπτώσεις που η Siemens θεωρούσε καταχρηστικές).
Κεντρικό ρόλο στην ποινική υπόθεση της Siemens έπαιξαν τρεις ρήτρες, που, ενώ είχαν περιληφθεί και στις δύο προγραμματικές συμφωνίες, με Siemens και Intracom, το δικαστήριο δέχθηκε –χωρίς να μπορεί να το αποδείξει, πάντα–, ότι δεν εφαρμόστηκαν έτσι ώστε ο ΟΤΕ να αγοράζει στις πιο συμφέρουσες τιμές. Φάνηκε, ωστόσο, ότι μια ρήτρα για την αναπροσαρμογή των τιμών ενόσω η Ελλάδα είχε δραχμή αντί για ευρώ, δεν επιδιώχθηκε, από την πλευρά των προμηθευτών, να εφαρμόζεται πάντα.