Με κόστος δανεισμού που κυμαίνεται, από τα μέσα του 2018, σε ιστορικά χαμηλές τιμές, δανείζουν οι τράπεζες τις επιχειρήσεις. Μάλιστα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με το κόστος δανεισμού των νοικοκυριών, το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων βελτιώνεται σε σύγκριση με τα ισχύοντα στις άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης.
Το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΤτΕ που αφορούν στο δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2019, το μέσο πραγματικό επιτόκιο τραπεζικής χρηματοδότησης για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις διαμορφώθηκε σε 3,5% το 2019, έναντι 3,3% το 2018 και μέσης τιμής 5,3% κατά τα έτη 2011-2017. Ειδικότερα:
-Το μεσοσταθμικό επιτόκιο στα δάνεια καθορισμένης διάρκειας διαμορφώθηκε σε 3,8% κατά μέσο όρο το δεκάμηνο Ιανουαρίου- Οκτωβρίου 2019, έναντι 3,9% το 2018 και μέσης τιμής 5,4% κατά τα έτη 2011-2017.
-Αντίστοιχα, το επιτόκιο των πιστώσεων χωρίς καθορισμένη διάρκεια, οι οποίες περιλαμβάνουν τους αλληλόχρεους λογαριασμούς και τις υπεραναλήψεις από λογαριασμούς όψεως, μειώθηκε σε 4,9% κατά μέσο όρο την υπό εξέταση περίοδο (μ.ο. 2018: 5,2%, μ.ο. 2011-2017: 6,7%).
-Μεταξύ των επιμέρους κατηγοριών, αξιόλογες μειώσεις επιτοκίου παρατηρήθηκαν στα δάνεια ποσού άνω των 250.000 και έως 1 εκατ. ευρώ (τα οποία αντιπροσωπεύουν το 12% της συνολικής ετήσιας ακαθάριστης ροής τραπεζικής χρηματοδότησης προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις για το 2019) και στα δάνεια προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ενώ στα δάνεια μεγάλου ύψους οι μειώσεις δεν ήταν τόσο μεγάλες). Στις εν λόγω κατηγορίες, ευνοϊκή επίδραση στο κόστος δανεισμού ασκήθηκε από τα προγράμματα του ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (πρώην ΕΤΕΑΝ). Οι εκταμιεύσεις επιχειρηματικών δανείων που συνδέονται με τα χρηματοδοτικά εργαλεία των ανωτέρω αναπτυξιακών φορέων υπερέβησαν το πρώτο εξάμηνο του 2019 τα 660 εκατ. ευρώ, ποσό που ισοδυναμεί περίπου με το 44% της ακαθάριστης ροής νέων δανείων τακτής λήξης προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις και με το 19% της ακαθάριστης ροής νέων δανείων τακτής λήξης προς το σύνολο των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων για το εξάμηνο αυτό. Αν και το μεγαλύτερο μερίδιο των εν λόγω εκταμιεύσεων (περίπου 60%) αφορούσε προγράμματα με προνομιακούς όρους υπέρ των δανειοληπτών όσον αφορά τις απαιτούμενες εξασφαλίσεις, ένα σημαντικό ποσοστό (40%) σχετίζεται με δάνεια όπου το όφελος για την πιστούχο επιχείρηση είναι η μείωση στο ονομαστικό επιτόκιο δανεισμού.
Το κόστος δανεισμού για τα νοικοκυριά
Σε αντίθεση με το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων, τόσο στα καταναλωτικά όσο και στα στεγαστικά δάνεια τα μεσοσταθμικά επιτόκια διαμορφώθηκαν κατά μέσο όρο το 2019 σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με το 2018. Ειδικότερα:
-Tο επιτόκιο καταναλωτικών δανείων καθορισμένης διάρκειας, που παραμένουν η σημαντικότερη κατηγορία τραπεζικής πίστης καθορισμένης διάρκειας προς τα νοικοκυριά σε όρους ακαθάριστων ροών (59% της ετήσιας ακαθάριστης ροής νέων δανείων προς τα νοικοκυριά για τη διαθέσιμη περίοδο του 2019), ανήλθε σε 9,4% κατά μέσο όρο το δεκάμηνο του τρέχοντος έτους (μ.ο. 2018: 9,1%, μ.ο. 2015-2017: 8,5%).
-Αντίστοιχα, το επιτόκιο των στεγαστικών δανείων αυξήθηκε σε 3,2% κατά μέσο όρο την ίδια περίοδο (μ.ο. 2018: 3,0%, μ.ο. 2015-2017: 2,7%).
-Στα δάνεια μη καθορισμένης διάρκειας, που περιλαμβάνουν τις πιστωτικές κάρτες (62% του μέσου υπολοίπου για το 2019), τα ανοικτά δάνεια (23% του μέσου υπολοίπου για το 2019) και τις υπεραναλήψεις από λογαριασμούς όψεως (15% του μέσου υπολοίπου για το 2019), το μεσοσταθμικό επιτόκιο παρέμεινε αμετάβλητο στο 14,5% κατά μέσο όρο τη διαθέσιμη περίοδο του 2019. Το πραγματικό επιτόκιο για τα νοικοκυριά αυξήθηκε σε 4,7%, από 4,3% το 2018 (2011-2017: 4,8%).
Πορεία κόστους δανεισμού σε σχέση με Ευρωζώνη
Σε σύγκριση με τα λοιπά κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ, η ΤτΕ διαπιστώνει ότι, κατά τα τελευταία χρόνια, οι όροι χρηματοδότησης έχουν βελτιωθεί για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα κάπως περισσότερο. Η απόκλιση στο μεσοσταθμικό κόστος δανεισμού μεταξύ Ελλάδας και ζώνης του ευρώ μειώθηκε σε 242 μονάδες βάσης κατά μέσο όρο το 2019, περίπου όσο και το 2018, έναντι 300 μ.β. κατά μέσο όρο την περίοδο 2011-2017. Αντίθετα, οι όροι τραπεζικής χρηματοδότησης επιδεινώθηκαν συγκριτικά περισσότερο για τα νοικοκυριά.
Η απόκλιση στο μεσοσταθμικό κόστος δανεισμού των νοικοκυριών για τη λήψη στεγαστικού δανείου διευρύνθηκε την επισκοπούμενη περίοδο του 2019 σε 150 μ.β. (2011-2017: 32 μ.β., 2018: 117 μ.β.), που συνιστά τη μέγιστη τιμή από το 2003, οπότε άρχισαν να δημοσιεύονται εναρμονισμένες χρονολογικές σειρές επιτοκίων μεταξύ των κρατών-μελών.