Εισήγηση για μια σημαντική αλλαγή στους φορολογικούς ελέγχους έχει γίνει από τις υπηρεσίες της φορολογικής διοίκησης στο υπουργείο Οικονομικών. Πρόκειται για πρόταση που αλλάζει άρδην το τοπίο των φορολογικών ελέγχων, καθώς αυτοί θα κλείνουν πολύ γρηγορότερα σε σχέση με ό,τι ισχύει σήμερα και τελικά με μεγαλύτερο εισπρακτικό όφελος για το δημόσιο ταμείο. Η πρόταση συνίσταται στο να δίνεται, υπό προϋποθέσεις, η δυνατότητα στον ελεγχόμενο να κλείσει τη φορολογική υπόθεση για την οποία του έγινε φορολογικός έλεγχος καταβάλλοντας άμεσα το 50% των φόρων, κύριων και πρόσθετων, που του έχουν επιβληθεί, παραιτούμενος παράλληλα από οποιοδήποτε δικαίωμα προσφυγής στη Δικαιοσύνη για την αμφισβήτηση των ελέγχων.
Η πρόταση έχει προκύψει από το γεγονός ότι χιλιάδες φορολογικές υποθέσεις καταλήγουν στα διοικητικά δικαστήρια, πολλές από αυτές ανατρέπονται και τελικά το Δημόσιο υποχρεώνεται να επιστρέψει στους ελεγχόμενους σημαντικά ποσά, και μάλιστα εντόκως!
Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις ελέγχων που έγιναν σε μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες, με βάση το αρχικό αποτέλεσμα του φορολογικού ελέγχου, κατέβαλαν το 50%, αλλά στη συνέχεια δικαιώθηκαν στα διοικητικά δικαστήρια και το Δημόσιο υποχρεώθηκε να τους τα επιστρέψει, καταβάλλοντας και τον νόμιμο τόκο.
Όπως σημειώνουν έμπειρα στελέχη της φορολογικής διοίκησης, σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων που τελικά ακυρώθηκε δικαστικά το αποτέλεσμα του φορολογικού ελέγχου οι ελεγχόμενοι θα επέλεγαν να καταβάλουν άμεσα ένα σημαντικό ποσοστό πρόσθετου φόρου και να κλείσουν μια και καλή την υπόθεση, χωρίς να ταλαιπωρούνται και να καθυστερούν με προσφυγές στη Δικαιοσύνη.
Μάλιστα, σύμφωνα με την πρόταση που έχει υποβληθεί, η αρμόδια υπηρεσία θα επιλέγει αν θα δίνει τη δυνατότητα στον ελεγχόμενο να κάνει χρήση αυτής της επιλογής ανάλογα με το πόσο “δεμένη” είναι η υπόθεση. Αν θεωρεί ότι οι πιθανότητες να “πέσει” η υπόθεση στα δικαστήρια είναι μικρές, τότε δεν θα δίνει αυτήν τη δυνατότητα στον ελεγχόμενο, αλλά θα περιμένει την ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας.
Τι ισχύει
Σύμφωνα με ό,τι ισχύει σήμερα, όταν ολοκληρώνεται ένας φορολογικός έλεγχος, ο ελεγχόμενος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει το αποτέλεσμά του. Το πρώτο βήμα για αυτό είναι να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να καταβάλει το 50% του πρόσθετου φόρου που του επιβλήθηκε ή να ζητήσει την αναστολή καταβολής του επικαλούμενος αδυναμία. Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών θα πρέπει να αποφανθεί επί της ενδικοφανούς προσφυγής το αργότερο εντός 120 ημερών από την υποβολή της. Αν δεν το κάνει, τότε η προσφυγή θεωρείται ότι έχει απορριφθεί σιωπηρώς.
Η υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής είναι προϋπόθεση για να προσφύγει ο ελεγχόμενος στη συνέχεια στα διοικητικά δικαστήρια. Αν η ενδικοφανής προσφυγή απορριφθεί ή γίνει μερικώς δεκτή και αυτό δεν ικανοποιεί τον ελεγχόμενο, τότε ο τελευταίος, όπως αναφέρθηκε, έχει δικαίωμα να προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια και να επιχειρήσει τη μερική ή και ολική διαγραφή των πρόσθετων φόρων και προστίμων που του έχουν επιβληθεί. Στην περίπτωση που το καταφέρει, τότε το Δημόσιο του επιστρέφει το ποσό που έχει καταβάλει, και μάλιστα εντόκως, με την έντοκη περίοδο να ξεκινά από την ημερομηνία άσκησης της προσφυγής με την οποία αμφισβητείται η επιβολή του φόρου μετά τον φορολογικό έλεγχο. Το ετήσιο επιτόκιο διαμορφώνεται περίπου στο 6%.
Με βάση την πρόταση που έχει υποβληθεί στο υπουργείο Οικονομικών, ο ελεγχόμενος θα έχει το δικαίωμα, υπό προϋποθέσεις, να κλείσει την υπόθεση καταβάλλοντας αμέσως το 50% των φόρων και προστίμων που του επιβλήθηκαν, αλλά παράλληλα παραιτούμενος από κάθε δικαίωμα προσφυγών και αμφισβητήσεων του ελέγχου.
Αποτελέσματα προσφυγών
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων που αφορούν τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, σημαντικός αριθμός προσφυγών των φορολογούμενων γίνεται δεκτός, που σημαίνει ότι υπάρχει πρόβλημα ποιότητας των ελέγχων.
Από τη σύστασή της το 2013 υποβλήθηκαν στη ΔΕΔ 53.122 ενδικοφανείς προσφυγές. Οι υποθέσεις προσφυγών που έκλεισαν ανέρχονται στις 51.040. Από τις υποθέσεις που έκλεισαν, οι 10.564 ήταν προσφυγές που έγιναν αποδεκτές, είτε συνολικά είτε εν μέρει, από τη ΔΕΔ. Δηλαδή πρόκειται για υποθέσεις με τις οποίες δικαιώθηκαν οι φορολογούμενοι. Ουσιαστικά, το αξιοσημείωτα υψηλό ποσοστό του 21% (μία στις πέντε) έγινε αποδεκτό από τη ΔΕΔ, που στην πραγματικότητα έκρινε ότι η φορολογική διοίκηση δεν έκανε καλά τη δουλειά της. Επίσης, θα πρέπει να τονιστεί ότι οι περισσότεροι φορολογούμενοι οι οποίοι δεν δικαιώνονται στη ΔΕΔ ή δικαιώνονται μερικώς προσφεύγουν στη συνέχεια στα διοικητικά δικαστήρια και δικαιώνονται.
Η ενδικοφανής προσφυγή πρέπει να αναφέρει:
– Τα ακριβή στοιχεία του υπόχρεου.
– Την προσβαλλόμενη πράξη.
– Τους λόγους, τους ισχυρισμούς και τα έγγραφα στα οποία ο υπόχρεος βασίζει το αίτημά του.
– Τη διεύθυνση στην οποία θα πραγματοποιούνται οι κοινοποιήσεις των αποφάσεων, των πράξεων και των λοιπών εγγράφων της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, τη διεύθυνση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τα εν γένει στοιχεία επικοινωνίας του υπόχρεου.