Παρατηρείται η ύπαρξη ανακριβών δημοσιευμάτων για το θέμα που έχει προκύψει και αφορά σε υποθέσεις μη δηλωθέντων αναδρομικών εισοδημάτων του έτους 2013
Καθώς παρατηρείται η ύπαρξη ανακριβών δημοσιευμάτων για το θέμα που έχει προκύψει και αφορά σε υποθέσεις μη δηλωθέντων αναδρομικών εισοδημάτων του έτους 2013, θέλουμε να επισημάνουμε τα ακόλουθα.
Όπως ήδη έχουμε αναφερθεί, μέσω εξαιρετικά επείγουσας εγκυκλίου που στάλθηκε στα μέσα Δεκεμβρίου (17.12) από την Α.Α.Δ.Ε. προς όλες τις Δ.Ο.Υ. της χώρας, δόθηκαν οδηγίες για την αντιμετώπιση υποθέσεων μη δηλωμένων αναδρομικών του έτους 2013.
Από στοιχεία που διαθέτει ήδη η ανεξάρτητη Αρχή από τα αρχεία βεβαιώσεων αποδοχών – συντάξεων τα οποία υπέβαλλαν ηλεκτρονικά οι φορείς, εντοπίστηκε πλήθος φορολογουμένων που εισέπραξαν το έτος 2013 αναδρομικά μισθών ή συντάξεων προηγούμενων ετών, οι οποίοι δεν υπέβαλαν τις σχετικές δηλώσεις, δηλαδή, τα εισοδήματα αυτά δεν συμπεριλήφθηκαν στη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2014 των υπόχρεων (είτε σε αρχική ή σε τροποποιητική δήλωση).
Με τον εντοπισμό αυτών των περιπτώσεων και ενόψει της επικείμενης παραγραφής της χρήσης 2013 (οικονομικού έτους 2014) στις 31.12.2019, παρασχέθηκαν οι σχετικές οδηγίες χειρισμού.
Τονίζουμε πως στις εν λόγω περιπτώσεις, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθ. 34 του Κ.Φ.Δ. που αφορούν στην έκδοση διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου και βάσει των οποίων, η Φορολογική Διοίκηση έχει τη δυνατότητα να προβεί, μετά από έλεγχο, σε έκδοση πράξης διόρθωσης οποιουδήποτε προηγούμενου άμεσου, διοικητικού, εκτιμώμενου ή προληπτικού προσδιορισμού φόρου, εφόσον από τον έλεγχο διαπιστωθεί αιτιολογημένα ότι ο προηγούμενος προσδιορισμός φόρου, ήταν ανακριβής ή εσφαλμένος. Διορθωτικός προσδιορισμός του φόρου που εκδίδεται κατόπιν πλήρους φορολογικού ελέγχου και υπόκειται σε μεταγενέστερη διόρθωση, μόνο στην περίπτωση που προκύψουν νέα στοιχεία, όπως αυτά ορίζονται στην παρ. 5 του άρθρου 25 του ίδιου κώδικα («νέο στοιχείο» νοείται κάθε στοιχείο, το οποίο δεν θα μπορούσε να είναι γνωστό στη Φορολογική Διοίκηση κατά τον αρχικό φορολογικό έλεγχο).
Για τις υποθέσεις αυτές η Φορολογική Διοίκηση έχει τη δυνατότητα, βάσει των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 32 του Κ.Φ.Δ., να εκδίδει πράξεις διοικητικού προσδιορισμού του φόρου, οι οποίες εκδίδονται όχι μόνο με βάση στοιχεία που τυχόν έχουν παρασχεθεί από τον ίδιο τον φορολογούμενο μέσω δήλωσής του, αλλά και βάσει κάθε άλλου στοιχείου που έχει στη διάθεσή της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τέτοια στοιχεία είναι και αυτά που έχουν περιέλθει σε γνώση της μέσω των βεβαιώσεων αποδοχών που έχουν σταλεί ηλεκτρονικά από ασφαλιστικούς οργανισμούς, εργοδότες, κ.λπ. Υπενθυμίζουμε πως σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 72 του Κ.Φ.Δ., για φορολογικές δηλώσεις που υποβάλλονται μετά την 1.1.2014, ανεξάρτητα από τη χρήση, την περίοδο, τη φορολογική υπόθεση ή υποχρέωση την οποία αφορούν, διενεργείται άμεσος προσδιορισμός του φόρου ή εκδίδεται πράξη διοικητικού προσδιορισμού του φόρου, κατά περίπτωση. Κατ’ επέκταση, δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 28 του ίδιου κώδικα, για την υποχρέωση της Φορολογικής Διοίκησης να κοινοποιεί στο φορολογούμενο εγγράφως και πλήρως αιτιολογημένα, σημειώματος διαπιστώσεων με τα αποτελέσματα του φορολογικού ελέγχου και τον προσωρινό διορθωτικό προσδιορισμό φόρου και τη δυνατότητα του φορολογουμένου να διατυπώσει εγγράφως τις απόψεις του σχετικά με τον προσωρινό διορθωτικό προσδιορισμό φόρου εντός 20 ημερών από την κοινοποίηση της έγγραφης γνωστοποίησης, γεγονός που θα σήμαινε πως, για να μην υπάρξει περίπτωση παραγραφής, η κοινοποίηση θα έπρεπε να λάβει χώρα μέχρι τις 11.12.2019.
Έτσι, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει έως το τέλος του έτους, είτε να εκκαθαρίσουν τυχόν υποβληθείσες αλλά μη εκκαθαρισθείσες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, ή να προβούν στην έκδοση πράξεων διοικητικού προσδιορισμού του φόρου.
Επιπρόσθετα, για κάθε πράξη προσδιορισμού του φόρου, βάσει των διατάξεων των παρ. 18 και 19 του άρθρου 72 του ίδιου κώδικα, εκδίδεται και πράξη επιβολής προστίμου κατά περίπτωση.
Οι πράξεις διοικητικού προσδιορισμού του φόρου και επιβολής προστίμου, κοινοποιούνται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 5 του ίδιου κώδικα και γνωστοποιούνται στον φορολογούμενο τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε ο διοικητικός προσδιορισμός του φόρου, που στην προκειμένη περίπτωση, είναι τα αρχεία που διαθέτει και τηρεί η υπηρεσία (βεβαιώσεις αποδοχών που έχουν αποσταλεί από τους διάφορους φορείς).
Τα παραπάνω ισχύουν και για τις περιπτώσεις που οι υπόχρεοι φορολογούμενοι δεν έχουν υποβάλλει αρχική δήλωση φορολογίας εισοδήματος, με οίκοθεν υποβολή.
Σε κάθε περίπτωση, κατά της πράξης προσδιορισμού του φόρου και της πράξης επιβολής προστίμου, ο φορολογούμενος έχει τη δυνατότητα άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής εντός προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίησή τους.
———————————————-* Δείτε σχετικά με το θέμα και την καταγγελία της ΠΟΕ-ΔΟΥ και το ενημερωτικό σημείωμα της συνάντησης της εκτελεστικής της επιτροπής με τον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. και υπηρεσιακούς παράγοντες.
* Θυμίσουμε ότι βάσει των διατάξεων της παρ. δ’ της παρ. 4 του άρθρου 45 του ν. 2238/1994 ίσχυαν τα ακόλουθα:
«4. Δεν θεωρείται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και δεν υπόκειται σε φόρο: […]
[…] δ) Ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) από τις κάθε είδους καθαρές αποδοχές, πρόσθετες αμοιβές, αποζημιώσεις και συντάξεις που καταβάλλονται αναδρομικά, σε έτος μεταγενέστερο από το έτος στο οποίο ανάγονται, σε μισθωτούς ή συνταξιούχους με βάση νόμο, δικαστική απόφαση ή συλλογική σύμβαση, καθώς και από δεδουλευμένες καθαρές αποδοχές που εισπράττει καθυστερημένα ο δικαιούχος, σε έτος μεταγενέστερο από το έτος στο οποίο ανάγονται, λόγω έκδηλης οικονομικής αδυναμίας του εργοδότη του και εφόσον έγινε επίσχεση της εργασίας από τους μισθωτούς ή αν ο εργοδότης κηρύχτηκε σε κατάσταση πτώχευσης. […]».
Συνεπώς, στις ανωτέρω περιπτώσεις που αφορούν στη χρήση 2013, μένει να φορολογηθεί ποσοστό 80% επί των αναδρομικών, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό 20% αναγράφεται στους κωδ. 781-782 αντίστοιχα του εντύπου Ε1 και όχι στους κωδ. 659-660, διότι για το ποσό που δεν θεωρείται εισόδημα δεν οφείλεται ειδική εισφορά αλληλεγγύης.