Δικαστήριο ΕΕ: Είναι επιτρεπτή η τοποθέτηση καμερών σε κοινόχρηστους χώρους κτιρίου διαμερισμάτων με βάση το έννομο συμφέρον;
Γεώργιος Π. Κανέλλος
Μία ενδιαφέρουσα απόφαση αναφορικά με τη λειτουργία συστήματος βιντεοπαρακολούθησης σε κοινόχρηστους χώρους πολυκατοικίας εξέδωσε το Δικαστήριο ΕΕ.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι το δίκαιο της ΕΕ δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που επιτρέπει την εγκατάσταση τέτοιου συστήματος με σκοπό τη φύλαξη και την προστασία των προσώπων και των περιουσιακών στοιχείων, χωρίς τη συγκατάθεση των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα, εφόσον η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται μέσω του επίμαχου συστήματος βιντεοπαρακολούθησης πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, στοιχείο στʹ της οδηγίας 95/46/ΕΚ (έννομο συμφέρον).
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει, κατ’ ουσίαν, ο υπεύθυνος της επεξεργασίας των δεδομένων όταν προβαίνει στην εγκατάσταση τέτοιου συστήματος βιντεοπαρακολούθησης, ήτοι η προστασία των περιουσιακών στοιχείων, της υγείας και της ζωής των συνιδιοκτητών ενός κτιρίου, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «έννομο συμφέρον» κατά την έννοια του άρθρου 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 95/46/ΕΚ.
Ιστορικό της υπόθεσης
Ο TK κατοικεί σε διαμέρισμα του οποίου είναι κύριος και το οποίο βρίσκεται στο κτίριο M5A. Κατόπιν αιτήσεως ορισμένων συνιδιοκτητών του εν λόγω κτιρίου, η ένωση των συνιδιοκτητών έλαβε, κατά τη γενική συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στις 7 Απριλίου 2016, απόφαση με την οποία εγκρίθηκε η εγκατάσταση καμερών βιντεοπαρακολούθησης.
Σε εκτέλεση της αποφάσεως αυτής, τρεις κάμερες βιντεοπαρακολούθησης τοποθετήθηκαν σε κοινόχρηστους χώρους του κτιρίου M5A. Η πρώτη κάμερα ήταν προσανατολισμένη προς την πρόσοψη του κτιρίου, ενώ η δεύτερη και η τρίτη κάμερα είχαν τοποθετηθεί, αντιστοίχως, εντός του προθαλάμου του ισογείου και εντός του ανελκυστήρα του κτιρίου.
Ο TK αντιτάχθηκε στην εγκατάσταση του ως άνω συστήματος βιντεοπαρακολούθησης, με το αιτιολογικό ότι συνιστούσε προσβολή του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής.
Διαπιστώνοντας ότι το σύστημα εξακολουθούσε να λειτουργεί παρά τις ενέργειες στις οποίες ο ίδιος είχε επανειλημμένως προβεί και την έγγραφη αναγνώριση εκ μέρους της συνέλευσης των συνιδιοκτητών του παράνομου χαρακτήρα του συστήματος βιντεοπαρακολούθησης που είχε τοποθετηθεί, ο TK άσκησε αγωγή ενώπιον του Tribunalul Bucureşti (πρωτοδικείο Βουκουρεστίου, Ρουμανία – αιτούν δικαστήριο) ζητώντας να διαταχθεί η εν λόγω συνέλευση να αφαιρέσει τις τρεις κάμερες και να τις θέσει οριστικά εκτός λειτουργίας, επ’ απειλή χρηματικής ποινής.
Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο TK υποστήριξε ότι το επίμαχο σύστημα βιντεοπαρακολούθησης παραβίαζε το πρωτογενές και παράγωγο δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, προσέβαλε το δικαίωμά του στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, καθώς και το εθνικό δίκαιο σχετικά με το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. Επισήμανε, εξάλλου, ότι η συνέλευση των συνιδιοκτητών ενεργούσε ως υπεύθυνος της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα χωρίς να έχει ακολουθήσει τη διαδικασία καταχωρίσεως που προέβλεπε προς τούτο ο νόμος.
Η συνέλευση των συνιδιοκτητών ανέφερε ότι η απόφαση για την εγκατάσταση συστήματος βιντεοπαρακολούθησης είχε ληφθεί προκειμένου να ελέγχονται όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα οι κινήσεις εντός του κτιρίου, λόγω του ότι ο ανελκυστήρας είχε υποστεί επανειλημμένως βανδαλισμούς και ότι πολλά διαμερίσματα καθώς και οι κοινόχρηστοι χώροι είχαν αποτελέσει στόχο διαρρήξεων και κλοπών.
Η συνέλευση των συνιδιοκτητών διευκρίνισε, επίσης, ότι άλλα μέτρα τα οποία η συνέλευση είχε προηγουμένως λάβει, ήτοι η εγκατάσταση ενός συστήματος για την είσοδο στο κτίριο με ενδοεπικοινωνία και μαγνητική κάρτα, δεν είχαν εμποδίσει την κατ’ επανάληψη διάπραξη αδικημάτων της ίδιας φύσεως.
Η συνέλευση των συνιδιοκτητών διαβίβασε επιπλέον στον TK το πρακτικό που είχε συντάξει με την εταιρία η οποία είχε εγκαταστήσει τις κάμερες του συστήματος βιντεοπαρακολούθησης, επισημαίνοντας ότι στις 21 Οκτωβρίου 2016 είχε πραγματοποιηθεί διαγραφή των αρχείων και αποσύνδεση του σκληρού δίσκου του συστήματος, ότι το σύστημα είχε τεθεί εκτός λειτουργίας και ότι οι αποθηκευμένες εικόνες είχαν διαγραφεί.
Η συνέλευση των συνιδιοκτητών κοινοποίησε επίσης στον ΤΚ ένα άλλο πρακτικό, με ημερομηνία 18 Μαΐου 2017, από το οποίο προκύπτει ότι είχε πραγματοποιηθεί απεγκατάσταση των τριών καμερών βιντεοπαρακολούθησης. Στο πρακτικό αυτό διευκρινιζόταν ότι η συνέλευση των συνιδιοκτητών είχε στο μεταξύ ολοκληρώσει τη διαδικασία που θα επέτρεπε την καταχώρισή της ως υπεύθυνης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Ο TK επισήμανε, ωστόσο, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι οι τρεις κάμερες βιντεοπαρακολούθησης εξακολουθούσαν να είναι εγκατεστημένες στο κτίριο.
Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι το άρθρο 5 του ρουμανικού νόμου 677/2001 προβλέπει γενικώς ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η καταγραφή εικόνων μέσω συστήματος βιντεοπαρακολούθησης, μπορεί να πραγματοποιείται μόνον εφόσον το πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα έχει παράσχει τη ρητή και αδιαμφισβήτητη συγκατάθεσή του. Ωστόσο, η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου προβλέπει μια σειρά εξαιρέσεων από τον κανόνα αυτόν, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται εκείνη κατά την οποία η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απαραίτητη για την προστασία της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της υγείας του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα ή άλλου προσώπου το οποίο εκτίθεται σε απειλές. Η απόφαση 52/2012 της Autoritate Națională de Supraveghere a Prelucrării Datelor cu caracter Personal (εθνική εποπτική αρχή της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, Ρουμανία, ή αλλιώς ANSPDCP) προβλέπει εξαίρεση της ίδιας φύσεως.
Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη που καθιερώνει την αρχή κατά την οποία μεταξύ του επιδιωκόμενου με την επέμβαση στην άσκηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των πολιτών σκοπού και των χρησιμοποιούμενων μέσων πρέπει να υφίσταται σχέση αναλογικότητας.
Πάντως, κατά το αιτούν δικαστήριο, το επίδικο σύστημα βιντεοπαρακολούθησης δεν φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε με τρόπο ή με σκοπό ο οποίος να υπερβαίνει τον δεδηλωμένο στόχο της συνέλευσης των συνιδιοκτητών, ήτοι την προστασία της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της υγείας των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα, δηλαδή των συνιδιοκτητών του κτιρίου εντός του οποίου εγκαταστάθηκε το σύστημα αυτό.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunalul Bucureşti (πρωτοδικείο Βουκουρεστίου, Ρουμανία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να ζητήσει, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και το άρθρο 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 95/46/ΕΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικές διατάξεις που επιτρέπουν την εγκατάσταση συστήματος βιντεοπαρακολούθησης, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη σύστημα, το οποίο έχει τοποθετηθεί στους κοινόχρηστους χώρους κτιρίου διαμερισμάτων, για την προστασία εννόμων συμφερόντων που συνίστανται στη φύλαξη και την προστασία των προσώπων και των περιουσιακών στοιχείων, χωρίς τη συγκατάθεση των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, ότι , ένα σύστημα βιντεοπαρακολούθησης με κάμερα πρέπει να χαρακτηρίζεται ως αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46/ΕΚ, οσάκις το μέσο που χρησιμοποιήθηκε επιτρέπει την καταγραφή και αποθήκευση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως οι εικόνες, τα οποία καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό της ταυτότητας των φυσικών προσώπων. Στο δε αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν το επίμαχο στην κύρια δίκη σύστημα εμφανίζει τέτοια χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι το άρθρο 7 της οδηγίας 95/46/ΕΚ περιλαμβάνει εξαντλητικό και περιοριστικό κατάλογο των περιπτώσεων στις οποίες η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη. Επομένως, για να μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να εμπίπτει σε μία από τις έξι περιπτώσεις που προβλέπει το εν λόγω άρθρο.
Επιπλέον, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, το άρθρο 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 95/46/ΕΚ δεν απαιτεί τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου. Η συγκατάθεση αυτή περιλαμβάνεται, ωστόσο, μεταξύ των προϋποθέσεων από τις οποίες εξαρτάται η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο άρθρο 7, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας και μόνον.
Προσθέτει δε ότι εν προκειμένω, ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει, κατ’ ουσίαν, ο υπεύθυνος της επεξεργασίας των δεδομένων όταν προβαίνει στην εγκατάσταση ενός συστήματος βιντεοπαρακολούθησης όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, ήτοι η προστασία των περιουσιακών στοιχείων, της υγείας και της ζωής των συνιδιοκτητών ενός κτιρίου, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «έννομο συμφέρον» κατά την έννοια του άρθρου 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Επομένως, η πρώτη προϋπόθεση που θέτει η διάταξη αυτή σχετικά με την επιδίωξη εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του υπευθύνου της επεξεργασίας ή του τρίτου ή των τρίτων στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα πληρούται καταρχήν.
Εντούτοις, σύμφωνα με το Δικαστήριο, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η πρώτη από τις προϋποθέσεις του ως άνω άρθρου 7, στοιχείο στʹ, έχει την έννοια ότι το συμφέρον που επιδιώκει ο εν λόγω υπεύθυνος πρέπει, αφενός, να είναι «αποδεδειγμένο» και, αφετέρου, να είναι «γεγενημένο και ενεστώς κατά τον χρόνο της επεξεργασίας». Συναφώς, το Δικαστήριο απαντά ότι σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η σχετική με την ύπαρξη γεγενημένου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος προϋπόθεση φαίνεται εν πάση περιπτώσει να πληρούται, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, πριν από τη θέση σε λειτουργία του συστήματος βιντεοπαρακολούθησης, είχαν λάβει χώρα κλοπές, διαρρήξεις και πράξεις βανδαλισμού, τούτο δε παρά την εγκατάσταση, στον προθάλαμο της εισόδου του κτιρίου, ενός ασφαλούς συστήματος αποτελούμενου από ενδοεπικοινωνία και μαγνητική κάρτα.
Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 95/46/ΕΚ, σχετικά με την αναγκαιότητα προσφυγής σε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου εννόμου συμφέροντος, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η προϋπόθεση αυτή επιβάλλει στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν το έννομο συμφέρον της επεξεργασίας των δεδομένων που υπηρετεί η επίμαχη στην κύρια δίκη βιντεοπαρακολούθηση και το οποίο συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στην κατοχύρωση της ασφάλειας των προσώπων και των περιουσιακών στοιχείων και στην αποτροπή της τελέσεως αδικημάτων, θα μπορούσε εύλογα να επιτευχθεί κατά τρόπο εξίσου αποτελεσματικό με άλλα μέσα τα οποία θίγουν λιγότερο τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα, ιδίως τα δικαιώματα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη.
Ειδικότερα, ως προς την υπόθεση εν προκειμένω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη του τα στοιχεία που προκύπτουν από την ενώπιον του δικογραφία, συμπεραίνει ότι οι απαιτήσεις σχετικά με τον αναλογικό χαρακτήρα της επίμαχης στην κύρια δίκη επεξεργασίας δεδομένων φαίνεται να ελήφθησαν υπόψη. Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι αρχικώς επελέγησαν εναλλακτικά μέτρα συνιστάμενα στην εγκατάσταση ενός ασφαλούς συστήματος, το οποίο τοποθετήθηκε στην είσοδο του ακινήτου και το οποίο αποτελούνταν από ενδοεπικοινωνία και μαγνητική κάρτα, πλην όμως αυτά αποδείχθηκαν ανεπαρκή. Επιπλέον, η επίμαχη συσκευή βιντεοπαρακολούθησης περιορίζεται μόνο στα κοινόχρηστα μέρη της συνιδιοκτησίας και στις οδούς προσβάσεως σε αυτήν.
Ωστόσο, κατά το Δικαστήριο, η αναλογικότητα της επεξεργασίας των δεδομένων μέσω συσκευής βιντεοπαρακολούθησης πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων ρυθμίσεων για την εγκατάσταση και λειτουργία της συσκευής αυτής, οι οποίες πρέπει να περιορίζουν τις επιπτώσεις επί των δικαιωμάτων και ελευθεριών των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την αποτελεσματικότητα του επίμαχου συστήματος βιντεοπαρακολούθησης.
Τέλος, όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 95/46/ΕΚ, σχετικά με την ύπαρξη θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του προσώπου το οποίο αφορά η προστασία των δεδομένων που υπερισχύουν του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος της επεξεργασίας των δεδομένων ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει εν προκειμένω τη νομολογία του σύμφωνα με την οποία ότι η εκτίμηση της προϋποθέσεως αυτής απαιτεί στάθμιση των επίμαχων δικαιωμάτων και συμφερόντων σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της οικείας ειδικής περιπτώσεως, στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα των δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου που απορρέουν από τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη.
Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει επίσης ότι, προκειμένου να γίνει η στάθμιση αυτή, είναι δυνατόν να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η σοβαρότητα της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο αφορά η εν λόγω επεξεργασία ενδέχεται να ποικίλλει ανάλογα με το εάν τα επίμαχα δεδομένα περιλαμβάνονται ήδη σε προσβάσιμες στο κοινό πηγές.
Το Δικαστήριο συνεχίζει υπογραμμίζοντας ότι, το κριτήριο που σχετίζεται με τη σοβαρότητα της προσβολής των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της κατά περίπτωση σταθμίσεως ή εξισορροπήσεως η οποία επιβάλλεται από το άρθρο 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει ιδίως να ληφθεί υπόψη η φύση των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, ειδικότερα, ο τυχόν ευαίσθητος χαρακτήρας των δεδομένων, καθώς και η φύση και οι συγκεκριμένες λεπτομέρειες της επεξεργασίας τους, ιδίως ο αριθμός των προσώπων που έχουν πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα και οι λεπτομέρειες προσβάσεως σε αυτά.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ομοίως κρίσιμες για τη στάθμιση είναι οι εύλογες προσδοκίες του προσώπου στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν δεν θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας, όταν, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, το πρόσωπο αυτό δεν μπορεί ευλόγως να αναμένει τη μεταγενέστερη επεξεργασία τους.
Το Δικαστήριο καταλήγει ότι τα στοιχεία αυτά πρέπει να σταθμισθούν με τη σημασία, για το σύνολο των συνιδιοκτητών του οικείου κτιρίου, του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει εν προκειμένω το επίμαχο σύστημα βιντεοπαρακολούθησης, καθόσον το σύστημα αυτό αποσκοπεί κατ’ ουσίαν στη διασφάλιση της προστασίας των αγαθών, της υγείας και της ζωής των συνιδιοκτητών.
Εκ των ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και το άρθρο 7, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 95/46/ΕΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνικές διατάξεις που επιτρέπουν την εγκατάσταση συστήματος βιντεοπαρακολούθησης, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη σύστημα, το οποίο έχει τοποθετηθεί στους κοινόχρηστους χώρους κτιρίου διαμερισμάτων, για την προστασία εννόμων συμφερόντων που συνίστανται στη φύλαξη και την προστασία των προσώπων και των περιουσιακών στοιχείων, χωρίς τη συγκατάθεση των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα, εφόσον η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται μέσω του επίμαχου συστήματος βιντεοπαρακολούθησης πληροί τις προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου 7, στοιχείο στʹ, πράγμα το οποίο στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA