Με τροπολογία της τελευταίας στιγμής που εντάχθηκε στο νέο νόμο για τη διαμεσολάβηση
Με τροπολογία της τελευταίας στιγμής, η οποία εντάχθηκε και ψηφίστηκε στο Νόμο 4640/2019 για τη διαμεσολάβηση, καταργούνται οι περιορισμοί της νομοθεσίας περί τηλεπικοινωνιακού απορρήτου κατά τις έρευνες των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος (άρθρο 34 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας).
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, η οποία δεν έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της Βουλής, με τη νέα διάταξη «εκλογικεύεται δικονομικώς η δυνατότητα πρόσβασης των εισαγγελικών λειτουργών κατά τον ίδιο δικονομικό τρόπο στα απόρρητα κάθε μορφής πλην του επαγγελματικού, στο πλαίσιο τόσο του άρθρου 19 όσο και του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, τα οποία ρυθμίζουν το απόρρητο των επικοινωνιών και την αρχή της αναλογικότητας.
Προϋπόθεση για την ισχύ της διάταξης αυτή, είναι αφενός να αποτυπώνεται στο περιεχόμενο του υλικού που προκύπτει από την εισαγγελική έρευνα η αντικειμενική υπόσταση του κακουργημάτων, π.χ. των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας, του εκβιασμού ,κλπ. ».
Διαβάστε επίσης: Ποινικός Κώδικας και Κώδικας Ποινικής Δικονομίας: Επικαιροποιημένοι συγκριτικοί πίνακες (Νοέμβριος 2019)
Υπενθυμίζεται ότι με τον πρόσφατο νόμο 4637/2019 (άρθρο 14) επανήλθε η διάταξη για τη χρήση μη νομίμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων στα οικονομικά εγκλήματα.
Εκεί ορίζεται ότι στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον το αποδεικτικό μέσο αφορά πληροφορίες ή στοιχεία, στα οποία οι ανωτέρω εισαγγελείς έχουν δικαίωμα πρόσβασης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ. 1 και 36 παρ. 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 177 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία.
Η νέα διάταξη του άρθρου 34 παρ. 1 ΚΠΔ έχει (πλέον) ως εξής:
Οι εισαγγελικοί λειτουργοί της παρ. 1 του άρθρου 33 έχουν, εφόσον τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο που είναι χρήσιμο για την άσκηση του έργου τους, μη υποκείμενοι στους περιορισμούς της νομοθεσίας περί φορολογικού, τραπεζικού, χρηματιστηριακού και κάθε άλλου απορρήτου, με την εξαίρεση του δικηγορικού (άρθρο 39 παρ. 1 του ν. 4194/2013), καθώς και σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με ισχύοντες κανόνες ιχνηλασιμότητας. Eιδικώς η πρόσβαση σε κάθε πληροφορία ή στοιχείο του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου (ν. 2225/1994) επιτρέπεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αποτυπώνεται και τεκμηριώνεται η αντικειμενική υπόσταση κακουργήματος.