Μια δεκαετία συνεχούς ανόδου, σε αντίθεση με την τάση στα υπόλοιπα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατέγραψε η φορολόγηση των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, με τον πραγματικό φορολογικό συντελεστή να αυξάνεται σχεδόν κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες, μεταξύ 2008 και 2018, έναντι μείωσης κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα για το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ των 28.
Το παραπάνω γεγονός καταγράφει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, επιβεβαιώνοντας ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι από τις πιο επιβαρυμένες φορολογικά μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Ο ανώτατος ονομαστικός (statutory) φορολογικός συντελεστής εισοδήματος νομικών προσώπων το 2019 ήταν 28%, έναντι μόλις 21,7% κατά μέσο όρο στις χώρες της ΕΕ-28. Ομοίως, ο πραγματικός (effective) φορολογικός συντελεστής, που παρέχει μια ακριβέστερη εικόνα του φορολογικού βάρους, ανήλθε το 2018 σε 27,6%, σχεδόν 8 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος από τον αντίστοιχο συντελεστή (19,8%) για το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ-28. Σχεδόν παντού στην Ευρώπη, από το 2014, καταγράφεται μείωση των ονομαστικών και επομένως και των πραγματικών συντελεστών, η οποία έγινε περισσότερο έντονη την τελευταία διετία. Στην Ελλάδα, αντίθετα, η φορολογία επιχειρήσεων την ίδια περίοδο ακολούθησε αυξητική πορεία.
Σημειώνεται ότι παρά τη μείωση κατά μία ποσοστιαία μονάδα, σε 28% το 2019, η Ελλάδα κατατάσσεται στην ομάδα των έξι ευρωπαϊκών χωρών με τον υψηλότερο ονομαστικό εταιρικό φορολογικό συντελεστή (μαζί με τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Βέλγιο, τη Μάλτα και την Πορτογαλία). Μάλιστα, το 2018 η φορολογική επιβάρυνση ήταν 7,8 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερη στην Ελλάδα (27,6%) σε σχέση με τη μέση επιβάρυνση στην ΕΕ-28 (19,8%) και η τέταρτη υψηλότερη.
Όπως επισημαίνει η ΤτΕ, με δεδομένη τη μείωση του φορολογικού βάρους των επιχειρήσεων που καταγράφεται διεθνώς τα τελευταία χρόνια, η υψηλότερη φορολόγηση των κερδών των ελληνικών επιχειρήσεων επιδρά ανασταλτικά στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας. Αυξάνει το κόστος συσσώρευσης φυσικού κεφαλαίου, αποδυναμώνει το επενδυτικό ενδιαφέρον, μειώνει την παραγωγικότητα του κεφαλαίου και τη συνολική παραγωγικότητα, καθιστά τις επιχειρήσεις λιγότερο ανταγωνιστικές και θέτει σε κίνδυνο την οικονομική τους βιωσιμότητα.
Η ΤτΕ σημειώνει ότι η φορολογική μεταρρύθμιση, με κύριο χαρακτηριστικό τη μείωση του φορολογικού βάρους, έχει αναπτυξιακή διάσταση. Στην κατεύθυνση αυτή, ο Κρατικός Προϋπολογισμός 2020 προβλέπει σειρά αναπτυξιακών και κοινωνικών παρεμβάσεων συνολικού ύψους 1,18 δισ. ευρώ, που αφορούν την οικογένεια και την υπογεννητικότητα, τα φυσικά πρόσωπα, τις επιχειρήσεις και την οικοδομική δραστηριότητα. Ειδικότερα για τις επιχειρήσεις, προβλέπεται μείωση του ονομαστικού συντελεστή φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων από 28% σε 24% για τα κέρδη του 2019 και μείωση κατά 50% (από 10% σε 5%) του συντελεστή φόρου στα μερίσματα που θα διανεμηθούν το 2020.
Τα έσοδα από τη φορολογία στα κέρδη των επιχειρήσεων
Όπως καταγράφεται στην Έκθεση της ΤτΕ σχετικά με τα έσοδα από τη φορολογία στα κέρδη των επιχειρήσεων ως ποσοστό τόσο των συνολικών φορολογικών εσόδων όσο και του ΑΕΠ, μετά τα υψηλά ποσοστά που καταγράφηκαν το 2000, η φορολογία εταιρικών κερδών ακολούθησε πτωτική πορεία, αν και βραδεία μέχρι το 2010. Αυτή έγινε ιδιαίτερα έντονη το 2012 και 2013, ενώ από το 2014 αντιστράφηκε σε ανοδική. Σύμφωνα με την ΤτΕ, η αυξητική πορεία που καταγράφηκε τα επόμενα έτη μέχρι το 2017 οφείλεται περισσότερο στη μεγάλη αύξηση του εταιρικού φορολογικού συντελεστή, ιδίως από το 2015, και λιγότερο στο ρυθμό ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας, όπως προκύπτει από τα χαμηλά ποσοστά πληθωρισμού και την ασθενική συνολική ενεργό ζήτηση.
Συγκρίνοντας την πορεία των αντίστοιχων δεικτών στις χώρες της ΕΕ-28 κατά την ίδια περίοδο, παρατηρείται ότι, στην Ελλάδα, παρά τον υψηλό συντελεστή, τα φορολογικά έσοδα υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ειδικότερα, στα χρόνια πριν από την κρίση, τα φορολογικά έσοδα κατέγραψαν πτωτική πορεία, ενώ τα χρόνια της ύφεσης και ιδιαίτερα μετά το 2014 ακολούθησαν αυξητική πορεία, η οποία όμως φαίνεται να αντιστράφηκε το 2017, ως αποτέλεσμα των ισχνών ρυθμών ανάπτυξης, των μειωμένων κερδών, αλλά και της φορολογικής κόπωσης. Μάλιστα, μεταξύ 2007 και 2017, παρά τους υψηλούς συντελεστές, τα έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων ως ποσοστό των συνολικών φορολογικών εσόδων μειώθηκαν κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Γιατί είναι προτεραιότητα η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων
Η υπέρμετρα υψηλή φορολόγηση των ελληνικών επιχειρήσεων τα τελευταία χρόνια είχε ως συνέπεια την αναστολή λειτουργίας πολλών από αυτές, καθώς και τη μεταφορά της φορολογικής τους έδρας, ή ακόμη και της παραγωγικής τους δραστηριότητας, σε άλλες χώρες με ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση. Σε συνδυασμό μάλιστα με τη χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και τους ασθενικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, η υψηλή φορολόγηση των ελληνικών επιχειρήσεων λειτούργησε ως τροχοπέδη στην προσπάθεια οικονομικής ανασυγκρότησης, αλλά και στην αύξηση των δημόσιων εσόδων από φόρους.
Όπως επισημαίνει η ΤτΕ, έχει αποδειχθεί ότι τα χαρακτηριστικά του φορολογικού συστήματος, δηλαδή το ύψος του φορολογικού συντελεστή, ο βαθμός προοδευτικότητας και το εύρος της φορολογικής βάσης, επηρεάζουν τα κίνητρα προς επένδυση και κατά συνέπεια τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας. Ειδικότερα, ο φόρος εταιριών επηρεάζει το ρυθμό συσσώρευσης κεφαλαίου και συνεπώς και το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ. Δεδομένου ότι οι αποφάσεις για ανάληψη επενδυτικών σχεδίων εξαρτώνται από το κόστος και την προσδοκώμενη απόδοση της επένδυσης, μια αύξηση του εταιρικού φορολογικού συντελεστή επιδρά αρνητικά στην κερδοφορία της επένδυσης, αφού μειώνει την απόδοσή της μετά την αφαίρεση του φόρου. Το μέγεθος της αρνητικής επίδρασης εξαρτάται από το βαθμό εξωστρέφειας της οικονομίας: όσο περισσότερο εξωστρεφής είναι η οικονομία, τόσο μεγαλύτερη η αρνητική επίδραση από την αύξηση του φόρου.
Η υψηλότερη φορολογία επιδρά επίσης αρνητικά στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, αφού μειώνει την επενδυτική ανταγωνιστικότητα της χώρας. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η μείωση της συνολικής παραγωγικότητας, αφού η μεγάλη φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων:
• προκαλεί στρεβλώσεις στις σχετικές τιμές των παραγωγικών συντελεστών, καθώς και στις χρηματοδοτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων, οι οποίες τείνουν να προκρίνουν την έκδοση χρέους σε σχέση με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, αφού οι πληρωμές τόκων εκπίπτουν από τα φορολογητέα κέρδη,
• ενισχύει τα κίνητρα φοροδιαφυγής και την παραοικονομία, οδηγώντας σε ανακατανομή των παραγωγικών συντελεστών σε λιγότερο αποδοτικές δραστηριότητες και προκαλώντας έτσι στρεβλώσεις τόσο στο συνολικό μέγεθος όσο και στο είδος της επένδυσης,
• αυξάνει τη δημόσια δαπάνη φορολογικής συμμόρφωσης και είσπραξης φόρων,
• εξασθενεί τα κίνητρα για επενδύσεις με ταχεία τεχνολογική απαξίωση, όπως είναι οι καινοτόμες επενδύσεις, ή για επενδύσεις που αργούν να αποδώσουν, αφού μειώνει τη μετά τους φόρους απόδοσή τους, και
• αποθαρρύνει τις ξένες άμεσες επενδύσεις και έτσι δυσχεραίνει τη μεταφορά και διάχυση τεχνογνωσίας στην εγχώρια αγορά.