Διατεθειμένος να πιέσει για αναπροσαρμογή του δημοσιονομικού πλαισίου της Ε.Ε., ώστε αυτή να μην γίνει μόνιμα μια οικονομία με ανάπτυξη 1%, φαίνεται ο νέος επίτροπος Οικονομίας, Πάολο Τζεντιλόνι. Ο Ιταλός επίτροπος δήλωσε χθες στη Φρανκφούρτη ότι επιθυμεί την έναρξη «διεξοδικού διαλόγου» για τη μεταρρύθμιση της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε., πρόθεση που παραδοσιακά αντιμετωπίζεται με έντονο σκεπτικισμό από το Βερολίνο και άλλες πρωτεύουσες του Βορρά. Η Κομισιόν και το Συμβούλιο των κρατών-μελών έχουν την εξουσία να απαιτήσουν από τα μέλη της Ενωσης, ιδιαίτερα αυτά της Ευρωζώνης, να μειώσουν το δημοσιονομικό τους έλλειμμα, ακόμη και να αλλάξουν το προσχέδιο του προϋπολογισμού τους. Ωστόσο, δεν έχουν την εξουσία να απαιτήσουν από τα κράτη-μέλη να χαλαρώσουν τη δημοσιονομική πολιτική τους, είπε χθες ο κ. Τζεντιλόνι, καλώντας τα κράτη-μέλη να συντονίσουν πιο αποτελεσματικά την εν λόγω πολιτική τους. Η ΕΚΤ, αλλά και το ΔΝΤ, απευθύνει εδώ και πολύ καιρό έκκληση για χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής των κρατών-μελών, επισημαίνοντας ότι η νομισματική πολιτική έχει εξαντλήσει τα όριά της. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα δημοσιεύσει επισκόπηση του δημοσιονομικού πλαισίου της Ενωσης στις αρχές του επόμενου έτους και ο κ. Τζεντιλόνι θέλει να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία. Θεωρητικά οι συνθήκες είναι με το μέρος του.
Η Κομισιόν προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης της Ευρωζώνης το 2020 και το 2021 μόλις 1,2%, ενώ το 2019 η ανάπτυξη αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,1%. Ο επίτροπος υποστήριξε χθες πως η επίδειξη δημοσιονομικής υπευθυνότητας από τα κράτη-μέλη με υψηλό δημόσιο χρέος θα πρέπει να συνοδεύεται από την άσκηση περισσότερο επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής από τα κράτη-μέλη με χαμηλό δημόσιο χρέος. Ζήτησε αποτελεσματικότερο συντονισμό της δημοσιονομικής πολιτικής σε επίπεδο Ευρωζώνης, επιμένοντας ότι αυτό δεν σημαίνει χαλαρότερη δημοσιονομική εποπτεία των κρατών-μελών. Ωστόσο, παρά την επιβράδυνση της οικονομίας της Ε.Ε., τόσο ο κ. Τζεντιλόνι όσο και συνολικά η Κομισιόν αντιλαμβάνονται ότι από πολιτικής άποψης η αλλαγή των κανόνων προκειμένου να είναι ευκολότερη η άσκηση πιο επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής θα απαιτήσει, στην καλύτερη περίπτωση, χρόνια επίπονων διαπραγματεύσεων σε επίπεδο Eurogroup. Οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης διαφωνούν έντονα για το κατά πόσον υπάρχει όντως ανάγκη για χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής. Στη Γερμανία, η οικονομία της οποίας είναι σχεδόν στάσιμη από τα μέσα του 2018, οι Χριστιανοδημοκράτες της καγκελαρίου Αγκελα Μέρκελ επιμένουν ότι δεν υπάρχει λόγος για υιοθέτηση δέσμης μέτρων ενίσχυσης της οικονομίας.Remaining Time-0:29FullscreenMute
Η λογική της δημοσιονομικής πειθαρχίας έχει εμποτίσει και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Είναι ενδεικτικές οι συστάσεις που εξέδωσε η Κομισιόν προς τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης την περασμένη Τρίτη. «Σε κράτη-μέλη της Ευρωζώνης με έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και υψηλό εξωτερικό χρέος, (συστήνεται) να επιδιώξουν μεταρρυθμίσεις, ώστε να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα και να μειώσουν το εξωτερικό χρέος». Στα κράτη-μέλη με μεγάλο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (πρωτίστως Γερμανία και Ολλανδία) συστήνεται «να ενισχύσουν τις συνθήκες που υποστηρίζουν την αύξηση των μισθών… και να εφαρμόσουν μέτρα που θα ενισχύσουν τις δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις». Τι θα έπρεπε να κάνουν τα κράτη-μέλη στην περίπτωση περαιτέρω επιβράδυνσης; «Να εφαρμόσουν υποστηρικτική δημοσιονομική στάση συνολικά», ενώ θα εξακολουθούν να εφαρμόζουν τους δημοσιονομικούς κανόνες. Οπως το συνόψισε τετριμμένα ο επίτροπος για το ευρώ, Βάλντις Ντομπρόβσκις, «καλώ τις χώρες με δημοσιονομικό περιθώριο να ενισχύσουν τις επενδύσεις και αυτές με υψηλό επίπεδο χρέους να το μειώσουν».
Μηχανισμός για καταθέσεις
Η περιπέτεια της ολοκλήρωσης της λεγόμενης τραπεζικής ένωσης της Ευρωζώνης με την υιοθέτηση του τρίτου πυλώνα, δηλαδή της κοινής εγγύησης τραπεζικών καταθέσεων, που περιλάμβανε το αρχικό σχέδιο του 2013, αποτελεί ένδειξη του πόσο φιλόδοξη είναι η πρόθεση του κ. Τζεντιλόνι.
Στις αρχές Νοεμβρίου, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Ολαφ Σολτς, είχε προτείνει μέσω άρθρου του στους Financial Times τη δημιουργία μηχανισμού εγγύησης τραπεζικών καταθέσεων, ο οποίος, στην περίπτωση που εξαντληθούν τα εθνικά ταμεία, θα μπορούσε να δανείζει τα κράτη-μέλη, σε αντάλλαγμα για σειρά όρων που έθεσε. Ο πλέον αμφιλεγόμενος ήταν αυτός σύμφωνα με τον οποίο οι κανονιστικές αρχές θα πρέπει να αναγνωρίζουν ότι τα κρατικά ομόλογα ενέχουν ρίσκο και συνεπώς οι τράπεζες δεν θα μπορούν να τα διακρατούν ελεύθερα, όπως κάνουν μέχρι σήμερα. Ειδικά αυτός ο όρος, που θα ανάγκαζε πολλές τράπεζες στον Νότο της Ευρωζώνης είτε να πουλήσουν κρατικά ομόλογα είτε να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους, προκάλεσε αντιπαράθεση μεταξύ Βερολίνου και Ρώμης. «Πρέπει συλλογικά να διαβούμε αυτές τις κόκκινες γραμμές που έχουν προκαλέσει αδιέξοδο στην ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης.
Πρέπει να αναλάβουμε τώρα δράση, ώστε να έχουμε ολοκληρώσει την ΟΝΕ μέχρι το τέλος της εντολής μου», είπε χθες ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων. Ο μηχανισμός εγγύησης καταθέσεων θα ενίσχυε σημαντικά την Ευρωζώνη, δίνοντας τέλος στην απειλή για μαζικές αναλήψεις καταθέσεων, που μπορεί να οδηγήσουν τράπεζες στη χρεοκοπία.