Τον περιέφεραν από νοσοκομείο σε νοσοκομείο ενώ είχε ανεύρυσμαΗ βαριά ιατρική αμέλεια που επέδειξε γιατρός δημόσιου νοσοκομείου στοίχισε τελικά τη ζωή σε έναν 65χρονο άνδρα. Ο ασθενής περιφέρονταν για τρεις ημέρες από νοσοκομείο σε νοσοκομείο χωρίς να χειρουργείται, παρά το γεγονός ότι διαγνώστηκε με ανεύρυσμα, με αποτέλεσμα η κωλυσιεργία αυτή να επιφέρει τελικά τον θάνατό του.
Για την υπόθεση καταδικάσθηκε σε δεύτερο βαθμό – Τριμελές Πλημμελειοδικείου Αθηνών – καρδιοχειρουργός και μάλιστα επιμελητής δημόσιου νοσοκομείου σε ποινή φυλάκισης 15 μηνών με τριετή αναστολή. Ο εν λόγω λειτουργός του Ιπποκράτη κρίθηκε ένοχος από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και ο Άρειος Πάγος επικύρωσε με την καταδίκη του, κρίνοντας ότι η καταδικαστική απόφαση που εκδόθηκε σε βάρος του από το Εφετείο, φέρει την απαιτούμενη από το νόμο και το Σύνταγμα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Το χρονικό των αβλεψιών και των ιατρικών σφαλμάτων που οδήγησαν, εν τέλει, στον θάνατο τον άτυχο άνδρα, περιγράφεται στην πολυσέλιδη δικαστική απόφαση που εξέδωσε για την υπόθεση το Ζ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου (1213/2019).
Όπως προκύπτει, ο 65χρονος άντρας διακομίσθηκε από Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών χειρουργικού τμήματος στο αντίστοιχο καρδιολογικό τμήμα το βράδυ της 27ης Ιουνίου του 2011. Ο ασθενής, που είχε βεβαρημένο ιστορικό (μυοκαρδιοπάθεια, κολπική μαρμαρυγή και εγκεφαλικό επεισόδιο), εξετάστηκε αμέσως από δυο γιατρούς και υπεβλήθη σε εξετάσεις αλλά αξονική τομογραφία, η οποία έδειξε ότι είχε ανεύρυσμα θωρακικής αορτής μέγιστης διαμέτρου 5,9 εκατοστών! Κρίθηκε, δε, αναγκαία η άμεση χειρουργική εκτίμηση και αντιμετώπιση του περιστατικού καθώς η κάθε ώρα καθυστέρησης αύξανε τον κίνδυνο για τη ζωή του κατά 1% -2%. Δηλαδή, όσο περνούσε ο χρόνος μειώνονταν οι πιθανότητες επιβίωσης του 65χρονου.
Οι γιατροί που παρακολούθησαν αρχικά τον ασθενή θορυβήθηκαν από την εικόνα του και μια εξ αυτών, καρδιολόγος στην ειδικότητα, επικοινώνησε με τον καταδικασθέντα πλέον συνάδελφο της, εφημερεύοντα επιμελητή Α, καρδιοχειρουργικής κλινικής δημόσιου νοσοκομείου, το οποίο διαθέτει την κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή και το εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό για να αντιμετωπίσει καρδιοχειρουργικά περιστατικά.
Ωστόσο, όπως αναφέρεται στη δικαστική απόφαση, ο καταδικασθείς γιατρός χωρίς να δει τον ασθενή και τις εξετάσεις του ήταν δύσπιστος σχετικά με το αποτέλεσμα της αξονικής την εκτίμηση της οποίας αμφισβήτησε. Επέμεινε μάλιστα παρά τις ανησυχίες της συναδέλφου του, «ότι το περιστατικό έπρεπε να αντιμετωπιστεί με συντηρητική αγωγή και παρακολούθηση».
Τελικά, λόγω της διαφωνίας, τη διαχείριση του περιστατικού την επιλήφθηκε το ΕΚΕΠΥ και ο ασθενής, με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ διακομίσθηκε σε εφημερεύουσα καρδιοχειρουργική κλινική.
Τελικά, έπειτα από περίπου τρία 24ωρα περιφοράς του ασθενούς σε διάφορες κλινικές και με την υγεία του να βαίνει συνεχώς επιδεινούμενη, ο άτυχος άνδρας χειρουργήθηκε σε άλλο δημόσιο νοσοκομείο. Όπως, όμως αναφέρεται στην απόφαση του δικαστηρίου, «η φθίνουσα πορεία της υγείας του δεν ήταν δυνατό να ανακοπεί και έτσι εκείνος κατέληξε πρωινές ώρες της 30ης-6-2011 με αναφερόμενη αιτία θανάτου καρδιοαναπνευστική ανακοπή σε έδαφος οξύ διαχωρισμού τύπου Α, ρήξη ανιούσας αορτής, αιμοπερικάρδιο».
«Θα τον πάμε πίσω»
Στην απόφαση εμπεριέχεται μαρτυρική κατάθεσή, σύμφωνα με την οποία ο καταδικασθείς γιατρός βλέποντας τις εξετάσεις του άτυχου άνδρα, είπε «ότι όπως τον στείλανε σε μας θα τον πάμε πίσω».
Ακόμη, σύμφωνα με το δικαστήριο αποδείχθηκε ότι ο εγκαλούμενος γιατρός «δεν δέχθηκε τον ασθενή, ο οποίος μπορούσε και απαιτείτο να νοσηλευθεί στο νοσοκομείο, το οποίο διέθετε τόσο καρδιοχειρουργικό όσο και καρδιολογικό τμήμα με εξειδικευμένο προσωπικό». Η εισαγωγή και παραμονή του άτυχου άνδρα «εκεί ήταν επιβεβλημένη και ενδεδειγμένη σε κάθε περίπτωση, καθώς, εκτός του ότι απαιτείτο η άμεση χειρουργική αντιμετώπιση, αφενός μεν θα αποφευγόταν η ταλαιπωρία του με την επαναμετακίνηση με ασθενοφόρο και αφετέρου μπορούσε η οιαδήποτε επιδείνωση να αντιμετωπισθεί άμεσα και αποτελεσματικά από τους αρμόδιους καρδιοχειρουργούς».
Ενώπιον της Δικαιοσύνης, ο καταδικασθείς γιατρός υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι ο ασθενής είχε βεβαρυμμένο ιατρικό ιστορικό αλλά δεν υπήρχε δυνατότητα νοσηλείας του στο καρδιοχειρουργικό τμήμα του, λόγω έλλειψης κλινών.
Το δικαστήριο απέρριψε τους παραπάνω ισχυρισμούς του κατηγορουμένου και έκρινε «ότι το περιστατικό ήταν «επιπεπλεγμένο και επείγον σε κάθε περίπτωση» και «απαιτούσε άμεση αντιμετώπιση και πάντως δεν αποτελούσε κατάσταση που δεν ενέπνεε ανησυχία για την ζωή του ασθενούς».
Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση, «αν ο κατηγορούμενος είχε προβεί στα δέοντα, ο κίνδυνος για το έννομο αγαθό της ζωής, αν δεν εξέλιπε εντελώς θα ελαχιστοποιούνταν, με αποτέλεσμα να πιθανολογείται σφόδρα σε βαθμό που αγγίζει τη βεβαιότητα ότι ο θάνατος του ασθενούς θα αποτρεπόταν».