Άρειος Πάγος 942/2019
Απαιτητή καθίσταται η αποζημίωση, επί καταγγελίας χωρίς προειδοποίηση, την ημέρα της καταγγελίας, οπότε η προθεσμία συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 241 ΑΚ αρχίζει την επομένη της καταγγελίας, ενώ, εάν η αποζημίωση καταβάλλεται τμηματικώς, η προθεσμία ως προς εκάστη δόση αρχίζει την επομένη της ημέρας, κατά την οποία εκάστη δόση καθίσταται απαιτητή
(Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Επειδή, από την διάταξη του άρθρου 5παρ. 3 του ν. 3198/1955, όπως έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 2 παρ.4 του ν. 2556/1997, προκύπτει ότι η καταγγελία της σχέσεως εργασίας θεωρείται έγκυρη, εφ’ όσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλομένη αποζημίωση. Η εν λόγω αποζημίωση καθορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 2112/1920 και του άρθρου 3 του ν. 2112/1920, επί καταγγελίας χωρίς προειδοποίηση, προκειμένου περί υπαλλήλου συμπληρώσαντος υπηρεσία 25 όχι όμως και 26 ετών στον καταγγέλλοντα εργοδότη, στις τακτικές αποδοχές 21 μηνών. Κατά την διάταξη του άρθρου 74 παρ. 3 Ν. 3863/2010, του οποίου η ισχύς συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 76 ιδίου νόμου άρχισε από της δημοσιεύσεως αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ. Α’ 115/15 Ιουλίου 2010), εάν η οφειλομένη αποζημίωση υπερβαίνει τις αποδοχές δύο μηνών, οι αποδοχές δύο μηνών καταβάλλονται κατά την απόλυση, το υπόλοιπο δε καταβάλλεται κατά διμηνιαίες δόσεις, αποδοχών δύο μηνών εκάστη, εκτός εάν το υπολειπόμενο ποσό προς εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Αφ’ ετέρου, από την διάταξη του άρθρου 6παρ. 2 του ν. 3198/1955 ορίζεται ότι πάσα αξίωση μισθωτού περί καταβολής ή συμπληρώσεως της αποζημιώσεως του ν. 2112/1920 τυγχάνει απαράδεκτη, εάν η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί εντός εξαμήνου, αφ’ ότου η αποζημίωση κατέστη απαιτητή. Απαιτητή καθίσταται η αποζημίωση, επί καταγγελίας χωρίς προειδοποίηση, την ημέρα της καταγγελίας, οπότε η προθεσμία συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 241 ΑΚ αρχίζει την επομένη της καταγγελίας, ενώ, εάν η αποζημίωση καταβάλλεται τμηματικώς, η προθεσμία ως προς εκάστη δόση αρχίζει την επομένη της ημέρας, κατά την οποία εκάστη δόση καθίσταται απαιτητή. Η ως άνω προθεσμία του άρθρου 6παρ. 2 του ν. 3198/1955 ως αποσβεστική λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπ’ όψιν από το δικαστήριο συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 280 ΑΚ.
Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 260 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται αναλόγως και επί της αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 3198/1955 συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 279 ΑΚ, η εν λόγω προθεσμία διακόπτεται με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο αναγνώριση της αξιώσεως από τον υπόχρεο, οπότε η νέα προθεσμία συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 241 και 270 παρ. 1 ΑΚ αρχίζει από την επομένη της ημέρας της αναγνωρίσεως ή, προκειμένου περί των αξιώσεων του άρθρου 250 ΑΚ, από του τέλους του έτους, κατά το οποίο συνέπεσε η αναγνώριση.
Στην υπόθεση
Εν προκειμένω, από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο εδέχθη ότι η αντένσταση περί διακοπής της προθεσμίας λόγω της αναγνωρίσεως της αξιώσεως των αναιρεσειόντων δια της καταβολής από το αναιρεσίβλητο του ποσού των 1000 ευρώ την 17η Ιουνίου 2011 αλυσιτελώς προβάλλεται, αφού δεν έλαβε χώρα κατά την διαδρομή του χρόνου της προθεσμίας αλλά μετά την συμπλήρωση αυτής, και απέρριψε τον σχετικό λόγο της εφέσεως των αναιρεσειόντων κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο είχε απορρίψει σιγή τον εν λόγω ισχυρισμό. Με την εν λόγω κρίση το Μονομελές Εφετείο ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και δεν εκήρυξε παρά τον νόμο απαράδεκτο, καθ’ όσον ο ως άνω ισχυρισμός, εν όψει της κατά τα ανωτέρω ημερομηνίας επιδόσεως της αγωγής, 12 Οκτωβρίου 2012, προεβλήθη αλυσιτελώς, αφού συμφώνως προς τα ανωτέρω την επομένη της γενομένης αναγνωρίσεως άρχισε νέα αποσβεστική προθεσμία, η οποία συνεπληρώθη κατά μήνα Δεκέμβριο 2011, χωρίς όμως να έχει ασκηθεί η αγωγή εντός της εν λόγω νέας προθεσμίας.
Αριθμός 942/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου και Λουκά Μόρφη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 13 Νοεμβρίου 2018, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Π. Κ. του Κ., κατοίκου … και 2)Σ. Π. του Α., κατοίκου … οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ……., με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: υπό εκκαθάριση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στη …. και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/9/2012 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λευκάδος. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 114/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 116/2014 του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 13/12/2017 αίτησή τους και τους από 8/10/2018 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ. 2, 498 παρ. 1, 568 παρ. 1, 2, 4 και 576 παρ. 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, εάν κατά την συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απολείπεται ο αντίδικος του επιμεληθέντος της συζητήσεως διαδίκου, εξετάζει ο Άρειος Πάγος εάν ο εν λόγω διάδικος έχει κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως, οπότε, εάν προκύπτει νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση, προβαίνει στην συζήτηση εν απουσία αυτού.
Εν προκειμένω, από την υπ’ αριθμόν 4038/5 Σεπτεμβρίου 2018 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελητρίας του Πρωτοδικείου Λευκάδος Ε. Μ. προκύπτει ότι αντίγραφο της υπό κρίση από 13ης Δεκεμβρίου 2017 αιτήσεως αναιρέσεως μετά της πράξεως της Προέδρου του Τμήματος περί ορισμού δικασίμου της αναφερομένης στην αρχή της παρούσης και κλήσεως προς συζήτηση έχει νομίμως και εμπροθέσμως κατά τις διατάξεις των άρθρων 122 επ., 498, 499 και 568 ΚΠολΔ επιδοθεί επιμελεία των αναιρεσειόντων στο αναιρεσίβλητο, καλούμενο να παραστεί κατά την συζήτηση της υποθέσεως. Κατά την εν λόγω δικάσιμο δεν παρέστη το αναιρεσίβλητο, ούτε είχε κατατεθεί κατά τα άρθρα 573 παρ. 1 και 242 παρ. 2 ΚΠολΔ δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, συνεπώς η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να χωρήσει εν απουσία αυτού. Επειδή, με την υπό κρίση από 13ης Δεκεμβρίου 2017 αίτηση και το από 8ης Οκτωβρίου 2018 δικόγραφο προσθέτων λόγων διώκεται η αναίρεση της υπ’ αριθμόν 116/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Αρχικώς οι αναιρεσείοντες, Π. Κ. του Κ. και Σ. Π. του Α., άσκησαν κατά του αναιρεσιβλήτου την από 18ης Σεπτεμβρίου 2012 αγωγή, με την οποία, επικαλούμενοι ότι διετέλεσαν υπάλληλοι αυτού, ο πρώτος, από της 1ης Νοεμβρίου 1984, και ο δεύτερος, από της 16ης Δεκεμβρίου 1985, μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 2009 και της 31ης Δεκεμβρίου 2010 αντιστοίχως, οπότε το αναιρεσίβλητο κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας αυτών, εζήτησαν την επιδίκαση αποζημιώσεως απολύσεως βάσει των διατάξεων του Ν. 2112/1920, ο δε δεύτερος αναιρεσείων εζήτησε την επιδίκαση και του μισθού αυτού του μηνός Οκτωβρίου 2010. Επί της αγωγής αυτής εξεδόθη η υπ’ αριθμόν 114/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λευκάδος, με την οποία απερρίφθη το αίτημα επιδικάσεως αποζημιώσεως απολύσεως ως απαράδεκτο λόγω παρόδου της αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 2 Ν. 3198/1955, ενώ έγινε δεκτό το αίτημα του δευτέρου αναιρεσείοντος περί επιδικάσεως του μισθού αυτού του μηνός Οκτωβρίου 2010. Κατά της εν λόγω αποφάσεως οι αναιρεσείοντες άσκησαν την από 25ης Ιουνίου 2017 έφεση, με την οποία προσέβαλαν την απόρριψη του αιτήματος επιδικάσεως αποζημιώσεως απολύσεως, εξεδόθη δε αντιμωλία των διαδίκων η προαναφερομένη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, με την οποία απερρίφθη η έφεση, εν συνεχεία δε οι αναιρεσείοντες άσκησαν την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και τους προσθέτους λόγους. Η εν λόγω αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι έχουν ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 552, 553, 556, 558, 564, 566 και 569 ΚΠολΔ.
Συνεπώς, πρέπει κατά την διάταξη του άρθρου 577 παρ. 3 ιδίου Κώδικος να εξετασθούν οι λόγοι αναιρέσεως ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο αυτών.
Επειδή, από την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955, όπως έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 2 παρ.4 Ν. 2556/1997, προκύπτει ότι η καταγγελία της σχέσεως εργασίας θεωρείται έγκυρη, εφ’ όσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλομένη αποζημίωση. Η εν λόγω αποζημίωση καθορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 Ν. 2112/1920, επί καταγγελίας χωρίς προειδοποίηση, προκειμένου περί υπαλλήλου συμπληρώσαντος υπηρεσία 25 όχι όμως και 26 ετών στον καταγγέλλοντα εργοδότη, στις τακτικές αποδοχές 21 μηνών. Κατά την διάταξη του άρθρου 74 παρ. 3 Ν. 3863/2010, του οποίου η ισχύς συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 76 ιδίου νόμου άρχισε από της δημοσιεύσεως αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ. Α’ 115/15 Ιουλίου 2010), εάν η οφειλομένη αποζημίωση υπερβαίνει τις αποδοχές δύο μηνών, οι αποδοχές δύο μηνών καταβάλλονται κατά την απόλυση, το υπόλοιπο δε καταβάλλεται κατά διμηνιαίες δόσεις, αποδοχών δύο μηνών εκάστη, εκτός εάν το υπολειπόμενο ποσό προς εξόφληση του συνόλου της αποζημιώσεως είναι μικρότερο. Αφ’ ετέρου, από την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 Ν. 3198/1955 ορίζεται ότι πάσα αξίωση μισθωτού περί καταβολής ή συμπληρώσεως της αποζημιώσεως του Ν. 2112/1920 τυγχάνει απαράδεκτη, εάν η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί εντός εξαμήνου, αφ’ ότου η αποζημίωση κατέστη απαιτητή. Απαιτητή καθίσταται η αποζημίωση, επί καταγγελίας χωρίς προειδοποίηση, την ημέρα της καταγγελίας, οπότε η προθεσμία συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 241 ΑΚ αρχίζει την επομένη της καταγγελίας, ενώ, εάν η αποζημίωση καταβάλλεται τμηματικώς, η προθεσμία ως προς εκάστη δόση αρχίζει την επομένη της ημέρας, κατά την οποία εκάστη δόση καθίσταται απαιτητή. Η ως άνω προθεσμία του άρθρου 6παρ. 2 του ν. 3198/1955 ως αποσβεστική λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπ’ όψιν από το δικαστήριο συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 280 ΑΚ. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται εάν έχει παραβιασθεί κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αντιθέτως, εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις, ως επίσης εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένως, η δε παραβίαση γίνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη υπαγωγή.
Εν προκειμένω, από την κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο εδέχθη ότι ο δεύτερος αναιρεσείων διετέλεσε υπάλληλος του αναιρεσιβλήτου από της 16ης Δεκεμβρίου 1985 μέχρι της 30ής Δεκεμβρίου 2010, οπότε το αναιρεσίβλητο κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας αυτού, και ότι η ένδικη από 18ης Σεπτεμβρίου 2012 αγωγή είχε επιδοθεί στο αναιρεσίβλητο την 12η Οκτωβρίου 2012, εν συνεχεία δε έκρινε ότι η αξίωση του δευτέρου αναιρεσείοντος περί καταβολής αποζημιώσεως είχε υποπέσει στην προαναφερομένη αποσβεστική προθεσμία, διότι η εν λόγω αγωγή είχε ασκηθεί μετά την πάροδο εξαμήνου από της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του δευτέρου αναιρεσείοντος, και απέρριψε τον σχετικό λόγο της εφέσεως αυτού, κατ’ επικύρωση της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο είχε κρίνει ομοίως. Με την εν λόγω κρίση το Μονομελές Εφετείο παρεβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 του ν. 3198/1955 και 74 παρ. 3 του ν. 3863/2010, αφού ο δεύτερος αναιρεσείων εδικαιούτο βάσει του χρόνου απασχολήσεως αυτού στο αναιρεσίβλητο, ο οποίος είχε υπερβεί τα είκοσι πέντε έτη, όχι όμως και τα είκοσι έξι, ως αποζημίωση απολύσεως τις τακτικές αποδοχές 21 μηνών, οι οποίες συμφώνως προς την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 74 παρ. 3 Ν. 3863/2010, ήσαν καταβλητέες κατά διμηνιαίες δόσεις αποδοχών δύο μηνών εκάστη κατά τις εξής ημερομηνίες: 30 Δεκεμβρίου 2010, 28 Φεβρουαρίου 2011, 30 Απριλίου 2011, 30 Ιουνίου 2011, 31 Αυγούστου 2011, 31 Οκτωβρίου 2011, 31 Δεκεμβρίου 2011, 28 Φεβρουαρίου 2012, 30 Απριλίου 2012 και 30 Ιουνίου 2012 ως και κατά μία δόση αποδοχών ενός μηνός καταβλητέα την 31η Αυγούστου 2012, οπότε, εν όψει της κατά τα ανωτέρω ημερομηνίας επιδόσεως της αγωγής, είχαν υποπέσει στην προαναφερομένη αποσβεστική προθεσμία οι καταβλητέες μέχρι και της 28ης Φεβρουαρίου 2012 δόσεις, όχι όμως και οι υπολειπόμενες από της 30ής Απριλίου 2012 και εντεύθεν δόσεις, συνολικών αποδοχών πέντε μηνών.
Συνεπώς, ο σχετικός λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δια του οποίου προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια της παραβιάσεως των εν λόγω διατάξεων, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 255 εδ. β’ ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται αναλόγως και επί της αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6παρ. 2 του ν. 3198/1955 οι υπολειπόμενες από της 30ής Απριλίου 2012 και εντεύθεν δόσεις, συνολικών αποδοχών πέντε μηνών, ως και κατά το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, καθ’ ο μέρος ενέχεται ο δεύτερος αναιρεσείων βάσει της διατάξεως του άρθρου 180 παρ. 1 ΚΠολΔ, και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλον Δικαστή εκτός του εκδώσαντος την εν λόγω απόφαση.
Επειδή, συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ πρέπει να καταδικασθεί το αναιρεσίβλητο ως ηττώμενο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του δευτέρου αναιρεσείοντος, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος αυτού, ως ορίζεται στο διατακτικό λαμβανομένου υπ’ όψιν και ότι έχει καταθέσει ο δεύτερος αναιρεσείων κοινές προτάσεις, αίτηση και προσθέτους λόγους με τον πρώτο αναιρεσείοντα. Έξοδα εις βάρος του πρώτου αναιρεσείοντος δεν επιδικάζονται λόγω της ερημοδικίας του αναιρεσιβλήτου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13ης Δεκεμβρίου 2017 αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ’ αριθμόν 116/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος ως προς τον αναιρεσείοντα Π. Κ. του Κ..
Αναιρεί την ως άνω απόφαση ως προς τον αναιρεσείοντα Σ. Π. του Α., καθ’ ο μέρος αναφέρεται στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, συντιθεμένου από άλλον Δικαστή εκτός του εκδώσαντος την εν λόγω απόφαση. Και
Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος Σ. Π. του Α. ποσού δύο χιλιάδων (2000) ευρώ.-
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 31 Μαΐου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 29 Ιουλίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ