Με απόφαση που εξέδωσε το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου απορρίφθηκε η αίτηση του πρώην διευθυντή της Αγροτικής Τράπεζας Καρπάθου Α. Τ. του Λ. για την αναστολή της ποινής ισόβιας κάθειρξης και 8 ετών, που του επέβαλε το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων.
Ο κατηγορούμενος έχει κριθεί ένοχος υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας από διαχειριστή ξένης περιουσίας εις βάρος του δημοσίου, ποσού που υπερβαίνει τα 146.735,14 ευρώ κατ’ εξακολούθηση και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα.
Η πρώτη αίτηση αναστολής της ποινής του εξετάστηκε την 23η Σεπτεμβρίου 2019 και απορρίφθηκε, ενώ στην νέα αίτησή του, ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι το δικαστήριο δεν του έδωσε την δυνατότητα να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του.
Θυμίζουμε ότι ποινή κάθειρξης 7 ετών με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα υπό τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα έχει επιβληθεί στον πρώην συνέταιρό του Γ. Μ. του Γ., που κρίθηκε ένοχος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα και αθώος άμεσης συνέργειας στην υπεξαίρεση που αποδίδεται στον πρώτο.
Το δικαστήριο είχε κρίνει εξάλλου αθώους, ελλείψει δόλου, τους Ε. Γ. του Γ., Β. -Μ. Γ. του Ε., Λ. Γ. του Ε., Μ. Π. του Ι., Ν. Χ. του Γ., M. Χ. του Γ., Μ. Γ. του Γ. και K. Γ. του Κ. που κατηγορήθηκαν για παράβαση του νόμου για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων με τις επιβαρυντικές μάλιστα διατάξεις του νόμου 1608/50 περί καταχραστών δημοσίου χρήματος καθώς η τράπεζα είχε δημόσιο χαρακτήρα.
Όπως απεκάλυψε η “δημοκρατική”, ο πρώην διευθυντής της τράπεζας έχοντας αποκτήσει την πλήρη εμπιστοσύνη των πελατών της φέρεται να έπεισε 59 εξ’ αυτών να τοποθετήσουν τα χρήματά τους σε πράξεις Repos, ήτοι σε διάθεση τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου με συμφωνία επαναφοράς, προκειμένου να επιτύχουν υψηλότερα επιτόκια έναντι της τοποθέτησής τους σε καταθέσεις ταμιευτηρίου ή προθεσμίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, που έχουν προκύψει, υπεξαίρεσε το ποσό των 5.775.080 ευρώ με τη χρήση πλαστών αποδεικτικών πράξεων Repos, ενώ υπάρχουν ενδείξεις για διενέργεια αντικανονικών πράξεων και στον τομέα των χορηγητικών προϊόντων αλλά και ενδείξεις για τη διενέργεια αντικανονικών πράξεων και επί ασφαλιστικών εργασιών της Αγροτικής Ασφαλιστικής μετά από διαμαρτυρία πελάτη.
Πολλά από τα χρήματα που υπεξαίρεσε φέρονται να διατέθηκαν στην ξενοδοχειακή εταιρεία “ΦΩKIAΣ AE” στην οποία ήταν μέτοχος αλλά και στην “AΓPOTOKTHNOTPOΦIKH AE”.
Θυμίζουμε ότι ο συναίτερός του, απολογούμενος, επέρριψε τις ευθύνες για το σκάνδαλο αποκλειστικά στον πρώην διευθυντή, επισημαίνοντας ότι είχε αναλάβει εν λευκώ την οικονομική διαχείριση της ξενοδοχειακής εταιρείας στην οποία ήταν συνέταιροι αλλά και της αγροτοκτηνοτροφικής εταιρείας.
Τόνισε εξάλλου ότι το μόνο επιβαρυντικό εις βάρος του στοιχείο είναι η κατάθεση του συνεταίρου του, που κατηγορείται και που έχει ήδη ομολογήσει την τέλεση της κακουργηματικής πράξης, που του αποδίδεται, τονίζοντας ότι παρότι γνώριζε για τις καταθέσεις δεν μπορούσε να γνωρίζει την προέλευσή τους.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο σε βάρος του πρωταγωνιστή του σκανδάλου, με πρόθεση απέσπασε τμηματικά από το ταμείο της τράπεζας χρηματικά ποσά από 59 πελάτες και συνέτασσε τα σχετικά έντυπα σύμβασης εξώνησης δικαιωμάτων επί τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, που υπογράφονταν από τους αντίστοιχους πελάτες και τον ίδιο ως διευθυντή, παρέχοντας στην όλη πράξη στοιχεία εγκυρότητας και νομιμοφάνειας.
Τις συμβάσεις ουδέποτε καταχώρησε στα μηχανογραφικά συστήματα και στα λογιστικά βιβλία της τράπεζας. Τα ποσά των repos ύψους 5.775.080 ευρώ, ουδέποτε καταχώρησε μηχανογραφικά στα συστήματα και στα λογιστικά βιβλία της τράπεζας με συνέπεια οι πράξεις να είναι καθ’ ολοκληρία ανυπόστατες αλλά τα παρακράτησε με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση χρησιμοποιώντας τα για προσωπικές του ανάγκες, στο πρόσωπο του δε συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, καθώς εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος και το αντικείμενο του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
Επιπλέον, κατηγορείται ότι μετέτρεψε ή μεταβίβασε περιουσία εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα με σκοπό την απόκρυψη ή την συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του.