AΠ 146/2019 (ποιν.): Αποχώρηση του κατηγορούμενου από την πρωτοβάθμια δίκη- Για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης ενδίκων μέσων κατά της απόφασης δεν είναι αναγκαία η επίδοση της απόφασης στον κατηγορούμενο. Είναι επιτρεπτή η άσκηση του ενδίκου μέσου και μετά την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεώς του, αν συνέτρεξε λόγος ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος. «Κατά το άρθρο 344 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., η αποχώρηση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης δεν κωλύει καθόλου την πρόοδο της διαδικασίας. Επιτρέπεται, όμως, στο συνήγορο του αποχωρήσαντος κατά τη διάρκεια της δίκης κατηγορουμένου να παραστεί αντί γι’ αυτόν, ενώ σε δίκες για κακούργημα ο πρόεδρος πρέπει πάντοτε να διορίσει στον κατηγορούμενο που αποχώρησε για οποιονδήποτε λόγο συνήγορο για να παρίσταται αντί γι’ αυτόν στη δίκη, αν αποχώρησε και ο συνήγορός του που είχε αρχικά διοριστεί. Εκ τούτου προκύπτει, ότι, αν αποχωρήσει από το ακροατήριο μετά την έναρξη της διαδικασίας ο κατηγορούμενος δεν κωλύεται η πρόοδος της διαδικασίας και η δίκη συνεχίζεται ως άρχισε, δηλαδή σαν να ήταν συνεχώς παρών ο κατηγορούμενος, η δε μετά την αποχώρησή του εκδιδόμενη απόφαση θεωρείται ότι απαγγέλθηκε παρόντος αυτού. Έτσι, στην περίπτωση της αποχωρήσεως του κατηγορουμένου από τη δίκη που διεξάγεται στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, για την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά της αποφάσεως, η οποία (προθεσμία), σύμφωνα με το άρθρο 473 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., είναι, εκτός εξαιρέσεων για τις οποίες δεν πρόκειται εν προκειμένω, δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως, δεν είναι αναγκαία η επίδοση της αποφάσεως στον κατηγορούμενο. Εξάλλου, από τη γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία κανείς δεν μπορεί να υποχρεωθεί στα αδύνατα, συνάγεται ότι είναι επιτρεπτή η άσκηση του ενδίκου μέσου και μετά την πάροδο της προθεσμίας ασκήσεώς του, αν συνέτρεξε λόγος ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, αλλά, στην περίπτωση αυτή, όπως προκύπτει από το άρθρο 474 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο πρέπει να αναφέρει στη δήλωση της ασκήσεώς του το λόγο που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή του και τα αποδεικτικά μέσα που αποδεικνύουν το λόγο αυτό, γιατί, διαφορετικά, το ένδικο μέσο απορρίπτεται, ως απαράδεκτο. Τέλος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ., υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή, όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι’ αυτό κατά το νόμο όροι. Στην πρώτη περίπτωση, που το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, που παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας (Ολομ. Α.Π. 3/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας της αιτήσεως αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, με την υπ’ αριθ. 5196/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καταδικάστηκε, σε πρώτο βαθμό, για ψευδή καταμήνυση κατ’ εξακολούθηση σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, για συκοφαντική δυσφήμηση κατ’ εξακολούθηση σε φυλάκιση ενός (1) έτους, καθώς και σε φυλάκιση ενός (1) έτους για κάθε μία από τρεις (3) ηθικές αυτουργίες σε ψευδορκία μάρτυρα κατ’εξακολούθηση και κατά συρροή που περιγράφονται στην ανωτέρω απόφαση και συνολικά σε ποινή φυλακίσεως (2 έτη + 6 μήνες + 6 μήνες + 6 μήνες + 6 μήνες) τεσσάρων (4) ετών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Η απόφαση αυτή, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των πρακτικών της, εκδόθηκε στις 8-6-2017 σαν να ήταν παρών ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, αφού αυτός, στην ανωτέρω δίκη, που αφορούσε πλημμελήματα και που δεν ήταν υποχρεωτικός ο διορισμός συνηγόρου από το Δικαστήριο, αποχώρησε οικειοθελώς κατά τη διάρκεια της συνεδριάσεως. Επομένως, για την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως δεν απαιτείτο επίδοση της αποφάσεως που εκδόθηκε μετά την αποχώρησή του, αφού αυτός θεωρείτο κατά το νόμο παρών στην δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Κατά της αποφάσεως αυτής, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε, με δήλωση του εξουσιοδοτημένου προς τούτο πληρεξουσίου δικηγόρου του Στυλιανού Πάσχου, ενώπιον της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, μετά την πάροδο της ανωτέρω δεκαήμερης προθεσμίας από τη δημοσίευση της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την από 12-2-2018 υπ’ αριθ. 165/2018 έφεσή του, χωρίς στην έκθεση αυτής να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε την ανωτέρω έφεση, ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, δεχόμενο, εκτός άλλων, σε σχέση με τον τότε πρώτο των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσείοντα, κατά λέξη, τα εξής: “Στην προκειμένη περίπτωση από την ανάγνωση των πρακτικών της εκκαλουμένης υπ’ αριθ. 5196/2017 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, προκύπτει ότι η κρινόμενη υπόθεση είχε ορισθεί για να εκδικασθεί κατά τη δικάσιμο της 7-6-2017. Κατά την ως άνω δικάσιμο ο πρώτος των κατηγορουμένων ζήτησε την αναβολή της υπόθεσης λόγω κωλύματος του συνηγόρου του Στυλιανού Πάσχου (Α.Μ.Δ.Σ.Θ 5395). Αφού απορρίφθηκε το αίτημα της αναβολής το Δικαστήριο διέκοψε την εκδίκαση της υπόθεσης για τη δικάσιμο της 8-6-2017. Κατά την εν λόγω δικάσιμο ο δεύτερος των κατηγορουμένων δεν εμφανίσθηκε. Κατόπιν τούτου, το Δικαστήριο διέταξε την εκδίκαση της υπόθεσης με ωσεί παρόντα τον δεύτερο κατηγορούμενο. Ο πρώτος των κατηγορουμένων δήλωσε ότι διορίζει ως συνηγόρους υπεράσπισης του τούς δικηγόρους Στυλιανό Πάσχο (Α.Μ.Δ.Σ.Θ 5395) και Ιωάννη Νισύριο (Α.Μ.Δ.Σ.Θ 2029) και ζήτησε εκ νέου την αναβολή της υπόθεσης λόγω κωλύματος αμφοτέρων των συνηγόρων. Αφού απορρίφθηκε και πάλι το υποβληθέν αίτημα αναβολής της υπόθεσης και διατάχθηκε η πρόοδος της δίκης, ο πρώτος των κατηγορουμένων δήλωσε ότι θα αποχωρήσει από το Δικαστήριο. Μετά ταύτα, το Δικαστήριο διέταξε την εκδίκαση της υπόθεσης με ωσεί παρόντα τον πρώτο κατηγορούμενο. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι αμφότεροι οι πρώτος και δεύτερος των κατηγορουμένων εκδικάσθηκαν ωσεί παρόντες, η δε μετά την αποχώρησή τους εκδοθείσα απόφαση, θεωρείται ότι απαγγέλθηκε παρόντων των κατηγορουμένων. Έτσι στην περίπτωση αυτή, για την έναρξη της προθεσμίας ασκήσεως του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε, δεν ήταν αναγκαία η επίδοσή της στους κατηγορουμένους, η οποία προθεσμία άρχισε με την έκδοση της απόφασης, ήτοι στις 8-6-2017. Στην προκειμένη περίπτωση, ο μεν πρώτος των κατηγορουμένων άσκησε την με αριθμό 165 έφεσή του στις 12-02-2018, ενώ ο δεύτερος κατηγορουμένων άσκησε τη με αριθμό 267 έφεση στις 08-03-2018, ήτοι μετά την πάροδο της δεκαήμερης προθεσμίας από την επομένη της έκδοσης της απόφασης. Στις ασκηθείσες δε εφέσεις δεν αναφέρουν τον λόγο της εκπρόθεσμης άσκησης αυτών.
Συνεπώς, οι εφέσεις ασκήθηκαν από τους εκκαλούντες εκπροθέσμως και, ως εκ τούτου, σύμφωνα με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες και να επιβληθούν σ’ αυτούς τα έξοδα της παρούσας δίκης”. Με τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, ορθώς και με την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία έκρινε, ότι η έφεση του αναιρεσείοντος και τότε πρώτου κατηγορουμένου κατά της 5196/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης ασκήθηκε εκπροθέσμως, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η προθεσμία της εφέσεως είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης αποφάσεως και όχι από την επίδοσή της, καθόσον ο εκκαλών – αναιρεσείων, ο οποίος, μετά την απόρριψη και του δεύτερου αιτήματος αναβολής της δίκης, αποχώρησε διαρκούσης της δίκης, θεωρείται παρών και δεν απαιτείτο και επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, η δε προθεσμία για την άσκηση εφέσεως από μέρους του, αφού η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε θεωρουμένου ως παρόντος τούτου στις 8-6-2017, έληγε στις 18-6-2017, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης αναφέρει με πληρότητα στο αιτιολογικό της το χρόνο εκδόσεως και δημοσιεύσεως της εκκαλούμενης πρωτόδικης αποφάσεως και το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως, καθώς και ότι στην έφεση, όπως άλλωστε προκύπτει και από την επισκόπησή της, δεν εκτίθενται λόγοι ανωτέρας βίας, οι οποίοι να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκησή της. Κατά συνέπεια, ορθά και πλήρως αιτιολογημένα το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της, οπότε δεν υπέπεσε σε υπέρβαση εξουσίας με την απόρριψη της εφέσεως ως απαράδεκτης και την μη έρευνά της κατ’ ουσίαν, ο δε μοναδικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας, είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, αφού ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως είναι αβάσιμος, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση, να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί αυτός και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας, που παραστάθηκε (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.), σύμφωνα με το διατακτικό». (areiospagos.gr)