Απόφαση 1037 / 2019 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Σπουδαίο λόγο κατά την έννοια του ρθρου 672 ΑΚ για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, συνιστούν τα περιστατικά, τα οποία αντικειμενικώς κρινόμενα καθιστούν βάσει των ιδιαιτέρων περιστάσεων εκάστης συγκεκριμένης περιπτώσεως, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, μη ανεκτή από τον εργοδότη ή τον εργαζόμενο την περαιτέρω συνέχιση της συμβάσεως μέχρι της συμφωνηθείσης λήξεως αυτής.
Η απουσία του εργαζομένου επί σχετικώς μακρό χρόνο λόγω ασθενείας, εφ’ όσον δημιουργεί δυσχέρεια στην περαιτέρω ομαλή λειτουργία της επιχειρήσεως, δύναται να αποτελέσει σπουδαίο λόγο καταγγελίας. Η έννοια του σπουδαίου λόγου είναι νομική και ως εκ τούτου η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη ή μη σπουδαίου λόγου, και δη εάν τα περιστατικά, τα οποία το δικαστήριο της ουσίας εδέχθη ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν ή όχι την έννοια του σπουδαίου λόγου, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ.
Η σύμβαση εργασίας παύει αυτοδικαίως, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε. Σύμβαση εργασίας που η διάρκειά της δεν ορίστηκε ούτε και συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας, λύνεται ύστερα από καταγγελία καθενός από τα μέρη” και “Καθένα από τα μέρη έχει δικαίωμα σε κάθε περίπτωση να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο, χωρίς να τηρήσει προθεσμία.
Το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί με συμφωνία”, συνάγεται ότι σύμβαση ωρισμένου χρόνου, η οποία λήγει με την πάροδο ωρισμένου χρονικού σημείου, χωρίς να απαιτείται προς τούτο καταγγελία ή προειδοποίηση, υφίσταται και όταν από τον κανονισμό ή οργανισμό λειτουργίας της επιχειρήσεως του εργοδότη προβλέπεται η αποχώρηση του μισθωτού λόγω συμπληρώσεως ωρισμένου ορίου ηλικίας, οπότε η σύμβαση δύναται να λυθεί προ της συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας του μισθωτού μόνον ένεκα σπουδαίου λόγου δια καταγγελίας ενός των μερών, εάν όμως αναγνωρίζεται και δικαίωμα του εργοδότη ή του μισθωτού ή αμφοτέρων να καταγγείλουν ελευθέρως την σύμβαση και προ του χρόνου συμπληρώσεως από τον μισθωτό του ορίου ηλικίας χωρίς την συνδρομή σπουδαίου λόγου, η σύμβαση, ως εξαρτωμένη από γεγονός μέλλον και αβέβαιο, τελεί υπό διαλυτική αίρεση.
Μόνη η ύπαρξη της διαλυτικής αιρέσεως δεν μεταλλάσσει την σύμβαση από ωρισμένου χρόνου σε αορίστου, αλλά απαιτείται προς τούτο να πληρωθεί η αίρεση, οπότε πλέον η σύμβαση μεθίσταται αυτοδικαίως σε αορίστου χρόνου και τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των ν. 2112/1920 και ν. 3198/1955 ως προς την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως, οι οποίες αφορούν μόνον συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.
Η εξάρτηση της συμβάσεως από την διαλυτική αίρεση αφορά αποκλειστικώς το ενδεχόμενο καταγγελίας αυτής χωρίς την επίκληση σπουδαίου λόγου, όχι δε και το ενδεχόμενο καταγγελίας ένεκα σπουδαίου λόγου, η οποία προβλεπομένη κατά τα ανωτέρω από την διάταξη του άρθρου 672 ΑΚ δεν αλλοιώνει τον χαρακτήρα της συμβάσεως, εκ τούτου, η πλήρωση της αιρέσεως προκαλείται μόνον εάν καταγγελθεί η σύμβαση χωρίς την συνδρομή σπουδαίου λόγου, ενώ, εάν καταγγελθεί ένεκα σπουδαίου λόγου, δεν επέρχεται πλήρωση της αιρέσεως και δεν μεταβάλλεται η σύμβαση ως προς τον χαρακτήρα αυτής από ωρισμένου χρόνου σε αορίστου, οπότε και δεν οφείλεται αποζημίωση.
Αδεια αναψυχής : Oι μισθωτοί δικαιούνται αδείας αναψυχής μετ’ αποδοχών καθ’ έκαστο ημερολογιακό έτος, κατά την οποία λαμβάνουν τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούντο υπό πλήρη απασχόληση κατά τον αντίστοιχο χρόνο, πλέον του επιδόματος αδείας, ενώ, εάν δεν χορηγηθεί η άδεια εντός του οικείου ημερολογιακού έτους, η σχετική αξίωση δεν μεταφέρεται στο επόμενο έτος αλλά μετατρέπεται σε χρηματική και ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον μισθωτό ως αποζημίωση τις αποδοχές της αδείας και επί πλέον, εάν, παρά την υποβολή σχετικού αιτήματος αυτού, αρνηθεί υπαιτίως την χορήγηση της αδείας, και προσαύξηση 100% ως αστική ποινή επί των αποδοχών της αδείας.
Εάν εκ λόγων αφορώντων τον μισθωτό δεν καθίσταται εφικτή η χορήγηση αυτουσίας της αδείας αναψυχής, ως συμβαίνει επί αναρρωτικής αδείας αυτού διαρκούσης καθ’ όλο το ημερολογιακό έτος ή κατά το υπολειπόμενο διάστημα μέχρι τέλους του έτους, η αξίωση του μισθωτού η οποία, ομοίως, δεν μεταφέρεται στο επόμενο έτος, δεν μετατρέπεται εν τούτοις σε χρηματική, αφού υφίσταται αντικειμενική αδυναμία του εργοδότη να χορηγήσει την άδεια, προερχομένη από την πλευρά του μισθωτού (αδυναμία αποδοχής), ο οποίος καθίσταται υπερήμερος δανειστής, βάσει της διατάξεως του άρθρου 350 ΑΚ, κατά την οποία, “Ο δανειστής γίνεται υπερήμερος και με προσφορά του οφειλέτη μη πραγματική, αν δήλωσε ήδη ότι δεν δέχεται την παροχή”, η οποία δήλωση, όπως συνάγεται από την εν λόγω διάταξη, δύναται να προκύπτει και εμμέσως.
Τα ανωτέρω ισχύουν και ως προς την άδεια αναψυχής του προσωπικού της … συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 του ως άνω Κανονισμού Εργασίας της …, κατά την οποία, “Οι ετήσιες κανονικές άδειες χορηγούνται υποχρεωτικά στο Προσωπικό της Τράπεζας, το οποίο υποχρεούται να τις ζητά, κατά τα υπό της εργατικής νομοθεσίας και των οικείων Σ.Σ.Ε. οριζόμενα”.
Στην υπόθεση:
Η καταγγελία της συμβάσεως ένεκα σπουδαίου λόγου δεν επιφέρει την πλήρωση της αιρέσεως και την μετατροπή της συμβάσεως από ωρισμένου χρόνου σε αορίστου, αφ’ ετέρου ότι η … οφείλει στον αναιρεσίβλητο, ο οποίος καθ’ όλο το διάστημα από της 15ης Οκτωβρίου 2007 μέχρι του μηνός Μαρτίου 2011 ελάμβανε συνεχείς αναρρωτικές άδειες μισθοδοτούμενος κανονικώς βάσει των μηνιαίων αποδοχών του, ως αποζημίωση τις αποδοχές αδείας των ετών 2008, 2009 και 2010, καθ’ όσον η … δεν εχορήγησε στον αναιρεσίβλητο άδεια αναψυχής κατά τα προαναφερόμενα έτη, ενώ συμφώνως προς τα ανωτέρω υφίστατο αντικειμενική αδυναμία της … να χορηγήσει την άδεια, προερχομένη από την πλευρά του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος είχε καταστεί υπερήμερος δανειστής, αφού από την λήψη αναρρωτικών αδειών καθ’ όλο το επίδικο διάστημα προέκυπτε σαφής δήλωση περί αδυναμίας αυτού να αποδεχθεί την άδεια.
Αριθμός 1037/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Κοκοτίνη, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα και Λουκά Μόρφη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 9 Οκτωβρίου 2018, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… Α.Ε.” που εδρεύει στην …. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Σέργιο Σακαλή, που ανακάλεσε την από 8-10-2018 δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε αυτοπροσώπως και κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Π. Π. του Λ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευμορφία Ρήγα, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/8/2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 385/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 3900/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 20/9/2017 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, με την υπό κρίση από 20ής Σεπτεμβρίου 2017 αίτηση διώκεται η αναίρεση της υπ’ αριθμόν 3900/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Αρχικώς ο αναιρεσίβλητος Π. Π. άσκησε κατά της αναιρεσειούσης … την από 3ης Αυγούστου 2011 αγωγή, με την οποία επικαλούμενος ότι διετέλεσε υπάλληλος της εναγομένης από της 13ης Ιουνίου 1984 μέχρι της 29ης Απριλίου 2011, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας αυτού, εζήτησε την επιδίκαση αποζημιώσεως απολύσεως βάσει των διατάξεων του Ν. 2112/1920, των μισθών των μηνών Μαρτίου και Απριλίου 2011, του επιδόματος εορτής Πάσχα 2011, του επιδόματος αδείας 2011 και της αποζημιώσεως λόγω μη χορηγήσεως αδείας αναψυχής πλέον προσαυξήσεως 100% επί των αποδοχών αυτής των ετών 2008, 2009, 2010 και 2011. Επί της εν λόγω αγωγής εξεδόθη η υπ’ αριθμόν 385/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή ως προς το αίτημα επιδικάσεως αποζημιώσεως λόγω μη χορηγήσεως αδείας πλέον προσαυξήσεως 100% των ετών 2008, 2009 και 2010, και εν μέρει, ως προς το ποσόν των 38748,82 ευρώ, ως προς το αίτημα επιδικάσεως αποζημιώσεως απολύσεως, ενώ απερρίφθη κατ’ ουσίαν ως προς τα λοιπά αιτήματα αυτής. Κατά της εν λόγω αποφάσεως η … και ο Π. Π. άσκησαν τις από 24ης Ιουνίου 2015 και 18ης Σεπτεμβρίου 2015 εφέσεις αντιστοίχως, αιτιώμενοι, η …, ότι ο Π. Π. δεν εδικαιούτο αποζημιώσεως απολύσεως ούτε λήψεως αδείας, ο δε Π. Π., ότι εδικαιούτο πλήρους αποζημιώσεως απολύσεως ως και των μισθών των μηνών Μαρτίου και Απριλίου 2011, του επιδόματος εορτής Πάσχα 2011 και του επιδόματος αδείας 2011. Μετά συνεκδίκαση των εν λόγω εφέσεων εξεδόθη αντιμωλία των διαδίκων η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, με την οποία απερρίφθη κατ’ ουσίαν η έφεση της …, ενώ έγινε δεκτή η έφεση του Π. Π. κατ’ ουσίαν και μετ’ εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως έγινε δεκτή η αγωγή ως προς το αίτημα επιδικάσεως αποζημιώσεως λόγω μη χορηγήσεως αδείας πλέον προσαυξήσεως 100% των ετών 2008, 2009 και 2010, όπως και πρωτοδίκως, και εν μέρει δεκτή, ως προς το ποσόν των 77497,64 ευρώ, ως προς το αίτημα επιδικάσεως αποζημιώσεως απολύσεως, ενώ απερρίφθη και πάλιν κατ’ ουσίαν ως προς τα λοιπά αιτήματα αυτής. Εν συνεχεία η … άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, αιτουμένη να γίνει δεκτή η αίτηση, να γίνει δεκτή η έφεση αυτής και να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή του Π. Π.. Η εν λόγω αίτηση, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της, περιέχει εμμέσως πλην σαφώς και αίτημα να εξαφανισθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και να απορριφθεί η έφεση του Π. Π., καθ’όσον όπως προκύπτει από την διάταξη 566 παρ.1 ΚΠολΔ, δεν είναι ανάγκη να διατυπώνεται πανηγυρικώς ή να περιέχεται στο αιτητικό της αναιρέσεως και αίτημα αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, αλλά αρκεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο του ιστορικού και του αιτητικού αυτής (Ολ.ΑΠ 849/1981, ΑΠ 837/2003), αφού το αίτημα να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή προϋποθέτει εκτός της παραδοχής της εφέσεως της … και την προηγουμένη εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και την απόρριψη της εφέσεως του Π. Π..
Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 552, 553, 556, 558, 564 και 566 ΚΠολΔ και πρέπει κατά την διάταξη του άρθρου 577 παρ. 3 ιδίου Κώδικος να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 1, 2 εδ. α’ και 672 ΑΚ, κατά τις οποίες αντιστοίχως, “Η σύμβαση εργασίας παύει αυτοδικαίως, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε. Σύμβαση εργασίας που η διάρκειά της δεν ορίστηκε ούτε και συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας, λύνεται ύστερα από καταγγελία καθενός από τα μέρη” και “Καθένα από τα μέρη έχει δικαίωμα σε κάθε περίπτωση να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο, χωρίς να τηρήσει προθεσμία. Το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί με συμφωνία”, συνάγεται ότι σύμβαση ωρισμένου χρόνου, η οποία λήγει με την πάροδο ωρισμένου χρονικού σημείου, χωρίς να απαιτείται προς τούτο καταγγελία ή προειδοποίηση, υφίσταται και όταν από τον κανονισμό ή οργανισμό λειτουργίας της επιχειρήσεως του εργοδότη προβλέπεται η αποχώρηση του μισθωτού λόγω συμπληρώσεως ωρισμένου ορίου ηλικίας, οπότε η σύμβαση δύναται να λυθεί προ της συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας του μισθωτού μόνον ένεκα σπουδαίου λόγου δια καταγγελίας ενός των μερών, εάν όμως αναγνωρίζεται και δικαίωμα του εργοδότη ή του μισθωτού ή αμφοτέρων να καταγγείλουν ελευθέρως την σύμβαση και προ του χρόνου συμπληρώσεως από τον μισθωτό του ορίου ηλικίας χωρίς την συνδρομή σπουδαίου λόγου, η σύμβαση, ως εξαρτωμένη από γεγονός μέλλον και αβέβαιο, τελεί υπό διαλυτική αίρεση. Μόνη η ύπαρξη της διαλυτικής αιρέσεως δεν μεταλλάσσει την σύμβαση από ωρισμένου χρόνου σε αορίστου, αλλά απαιτείται προς τούτο να πληρωθεί η αίρεση, οπότε πλέον η σύμβαση μεθίσταται αυτοδικαίως σε αορίστου χρόνου και τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των Ν. 2112/1920 και 3198/1955 ως προς την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως, οι οποίες αφορούν μόνον συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Η εξάρτηση της συμβάσεως από την διαλυτική αίρεση αφορά αποκλειστικώς το ενδεχόμενο καταγγελίας αυτής χωρίς την επίκληση σπουδαίου λόγου, όχι δε και το ενδεχόμενο καταγγελίας ένεκα σπουδαίου λόγου, η οποία προβλεπομένη κατά τα ανωτέρω από την διάταξη του άρθρου 672 ΑΚ δεν αλλοιώνει τον χαρακτήρα της συμβάσεως, εκ τούτου, η πλήρωση της αιρέσεως προκαλείται μόνον εάν καταγγελθεί η σύμβαση χωρίς την συνδρομή σπουδαίου λόγου, ενώ, εάν καταγγελθεί ένεκα σπουδαίου λόγου, δεν επέρχεται πλήρωση της αιρέσεως και δεν μεταβάλλεται η σύμβαση ως προς τον χαρακτήρα αυτής από ωρισμένου χρόνου σε αορίστου, οπότε και δεν οφείλεται αποζημίωση.
Ωσαύτως, από την διάταξη του άρθρου 33 του Κανονισμού Εργασίας της …, ο οποίος έχει συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 6 και 7 παρ. 1 ν. 1876/1990 και 12 παρ. 4 περ. α’ Ν. 1767/1988, όπως η παράγραφος 4 έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 8παρ. 2 ν. 2224/1994, καταρτισθεί με την από 9ης Μαρτίου 2001 Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (πράξη καταθέσεως Υπουργείου Εργασίας υπ’ αριθμόν 5/12 Μαρτίου 2001), της οποίας οι κανονιστικοί όροι, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 1876/1990, ισχύουν υποχρεωτικώς επί των εργασιακών σχέσεων όλων των εργαζομένων της …, ορίζονται τα εξής: “Η μετά του Προσωπικού της Τράπεζας σύμβαση εργασίας λύεται: Με το θάνατο του υπαλλήλου. Με την έγγραφη παραίτηση του υπαλλήλου η οποία επιφέρει τη λύση της σύμβασης χωρίς να απαιτείται αποδοχή ή συγκατάθεση της Τράπεζας. Με καταγγελία της σύμβασης εργασίας από την Τράπεζα για σπουδαίο λόγο. Λόγω επιβολής της κατά το άρθρο 29 του παρόντος Κανονισμού ποινής της οριστικής παύσης. Αυτοδικαίως, λόγω αδικαιολόγητης ή αυθαίρετης απουσίας του υπαλλήλου, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός (1) μήνα. Σε κάθε περίπτωση η λύση επέρχεται αυτοδικαίως με τη συμπλήρωση του 58ου έτους της ηλικίας και 35 ετών συντάξιμης υπηρεσίας. Σε περίπτωση κατά την οποία ο καταλαμβανόμενος από το όριο ηλικίας των 58 ετών δεν συμπληρώνει τα 35 έτη συντάξιμης υπηρεσίας, τότε η σύμβαση δεν λύνεται και παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι τη συμπλήρωση 35 ετών συντάξιμης υπηρεσίας, με ανώτατο χρονικό όριο στην περίπτωση αυτή τη συμπλήρωση από τον υπάλληλο του 62ου έτους της ηλικίας του”.
Από την προπαρατεθείσα διάταξη προκύπτει ότι οι συμβάσεις εργασίας του προσωπικού της … είναι ωρισμένου χρόνου, εφ’ όσον προβλέπεται η λήξη αυτών με την συμπλήρωση ωρισμένου ορίου ηλικίας του εργαζομένου, και ότι προ της συμπληρώσεως του εν λόγω ορίου ηλικίας δυνατότητα καταγγελίας της συμβάσεως χωρίς την συνδρομή σπουδαίου λόγου έχει μόνον ο εργαζόμενος, ενώ η … δύναται να καταγγείλει την σύμβαση μόνον εφ’ όσον συντρέχει σπουδαίος λόγος, η εν λόγω δε καταγγελία από την … συμφώνως προς τα ανωτέρω δεν μετατρέπει την σύμβαση από ωρισμένου χρόνου σε αορίστου και δεν επάγεται υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως. Αφ’ ετέρου, σπουδαίο λόγο κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 672 ΑΚ συνιστούν τα περιστατικά, τα οποία αντικειμενικώς κρινόμενα καθιστούν βάσει των ιδιαιτέρων περιστάσεων εκάστης συγκεκριμένης περιπτώσεως, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, μη ανεκτή από τον εργοδότη ή τον εργαζόμενο την περαιτέρω συνέχιση της συμβάσεως μέχρι της συμφωνηθείσης λήξεως αυτής.
Η απουσία του εργαζομένου επί σχετικώς μακρό χρόνο λόγω ασθενείας, εφ’ όσον δημιουργεί δυσχέρεια στην περαιτέρω ομαλή λειτουργία της επιχειρήσεως, δύναται να αποτελέσει σπουδαίο λόγο καταγγελίας. Η έννοια του σπουδαίου λόγου είναι νομική και ως εκ τούτου η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την ύπαρξη ή μη σπουδαίου λόγου, και δη εάν τα περιστατικά, τα οποία το δικαστήριο της ουσίας εδέχθη ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν ή όχι την έννοια του σπουδαίου λόγου, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 εδ. α’, β’ Α.Ν. 539/1945, όπως έχει αντικατασταθεί δια του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 3302/2004, κατά τις οποίες, “α. Κάθε μισθωτός από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης, δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές κατ’ αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια εικοσιτεσσάρων (24) εργάσιμων ημερών ή αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας. β. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, να χορηγεί σε αυτόν την παραπάνω αναλογία της κανονικής άδειας. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α’. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες ή μέχρι και τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. (…)”, την διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του Α.Ν. 539/1945, “Κατά την διάρκειαν της αδείας ο μισθωτός δικαιούται των συνήθων αποδοχών, ων θα εδικαιούτο, εάν απησχολείτο παρά τη υποκειμένη επιχειρήσει κατά τον αντίστοιχον χρόνον ή των αποδοχών των τυχόν δια την περίπτωσιν καθωρισμένων δια συλλογικής συμβάσεως”, και την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. β’ Α.Ν. 539/1945, προστεθείσα δια του άρθρου 3 Ν.Δ. 3755/1957, κατά την οποία, “Επιφυλασσομένων των διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας, εργοδότης αρνούμενος την χορήγησιν εις μισθωτόν αυτού της νομίμου κατ’ έτος αδείας του, υποχρεούται όπως άμα τη λήξει του έτους καθ’ ο δικαιούται αδείας ο μισθωτός, και μετά προηγουμένην διαπίστωσιν της παραλείψεως ταύτης υπό οργάνου του Υπουργείου Εργασίας, καταβάλη εις αυτόν τας αντιστοίχους αποδοχάς των ημερών αδείας, ηυξημένας κατά 100%”, συνάγεται ότι οι μισθωτοί δικαιούνται αδείας αναψυχής μετ’ αποδοχών καθ’ έκαστο ημερολογιακό έτος, κατά την οποία λαμβάνουν τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούντο υπό πλήρη απασχόληση κατά τον αντίστοιχο χρόνο, πλέον του επιδόματος αδείας, ενώ, εάν δεν χορηγηθεί η άδεια εντός του οικείου ημερολογιακού έτους, η σχετική αξίωση δεν μεταφέρεται στο επόμενο έτος αλλά μετατρέπεται σε χρηματική και ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον μισθωτό ως αποζημίωση τις αποδοχές της αδείας και επί πλέον, εάν, παρά την υποβολή σχετικού αιτήματος αυτού, αρνηθεί υπαιτίως την χορήγηση της αδείας, και προσαύξηση 100% ως αστική ποινή επί των αποδοχών της αδείας.
Εάν όμως εκ λόγων αφορώντων τον μισθωτό δεν καθίσταται εφικτή η χορήγηση αυτουσίας της αδείας αναψυχής, ως συμβαίνει επί αναρρωτικής αδείας αυτού διαρκούσης καθ’ όλο το ημερολογιακό έτος ή κατά το υπολειπόμενο διάστημα μέχρι τέλους του έτους, η αξίωση του μισθωτού η οποία, ομοίως, δεν μεταφέρεται στο επόμενο έτος, δεν μετατρέπεται εν τούτοις σε χρηματική, αφού υφίσταται αντικειμενική αδυναμία του εργοδότη να χορηγήσει την άδεια, προερχομένη από την πλευρά του μισθωτού (αδυναμία αποδοχής), ο οποίος καθίσταται υπερήμερος δανειστής, βάσει της διατάξεως του άρθρου 350 ΑΚ, κατά την οποία, “Ο δανειστής γίνεται υπερήμερος και με προσφορά του οφειλέτη μη πραγματική, αν δήλωσε ήδη ότι δεν δέχεται την παροχή”, η οποία δήλωση, όπως συνάγεται από την εν λόγω διάταξη, δύναται να προκύπτει και εμμέσως.
Τα ανωτέρω ισχύουν και ως προς την άδεια αναψυχής του προσωπικού της … συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 19 παρ. 5 του ως άνω Κανονισμού Εργασίας της …, κατά την οποία, “Οι ετήσιες κανονικές άδειες χορηγούνται υποχρεωτικά στο Προσωπικό της Τράπεζας, το οποίο υποχρεούται να τις ζητά, κατά τα υπό της εργατικής νομοθεσίας και των οικείων Σ.Σ.Ε. οριζόμενα”.
Εξ άλλου, από την διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, κατά την οποία, με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τα δια της εφέσεως και των προσθέτων λόγων καθοριζόμενα όρια, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 520 παρ. 2 και 523 παρ. 1 ιδίου Κώδικος, συνάγεται ότι, εάν η εκκαλουμένη απόφαση περιέχει περισσότερες οριστικές διατάξεις επί αυτοτελών αιτήσεων δικαστικής προστασίας (κεφάλαια της αποφάσεως), μεταβιβάζονται στον δεύτερο βαθμό μόνον όσα εξ αυτών προσεβλήθησαν με το δικόγραφο της εφέσεως ή με τους προσθέτους λόγους ή με αντέφεση και ότι το αντικείμενο της κατ’ έφεση δίκης οριοθετείται περαιτέρω από τους λόγους της εφέσεως και της αντεφέσεως, οι οποίοι προσδιορίζουν την έκταση του ελέγχου της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ότι ωρισμένο κεφάλαιο της εκκαλουμένης αποφάσεως δεν πλήττεται με λόγο εφέσεως ή αντεφέσεως ελέγχεται αναιρετικώς μέσω του λόγου του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, κατά τον οποίον, αναίρεση επιτρέπεται, εάν το δικαστήριο παρά τον νόμο εκήρυξε ή δεν εκήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Κατά δε τον λόγο του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται εάν έχει παραβιασθεί κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αντιθέτως, εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις, ως επίσης εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένως, η δε παραβίαση γίνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη υπαγωγή. Οι ως άνω λόγοι αναιρέσεως, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 562 παρ. 4 ΚΠολΔ, εξετάζονται και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο, κατά πρόταση του εισηγητή αρεοπαγίτη. Περαιτέρω, η αναίρεση αφορά τα προσβληθέντα κεφάλαια αλλά και τα τελούντα σε σχέση ουσιαστικής συναφείας προς αυτά κατά τρόπον ώστε να μην είναι δυνατό να αποχωρισθούν, όπως είναι το κεφάλαιο περί δικαστικών εξόδων, το οποίο έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, οπότε συναναιρούνται και αυτά. Εάν η αίτηση αναιρέσεως περιλαμβάνει πλείονες λόγους και με την παραδοχή ενός λόγου εξαφανίζεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κατά το μέρος, κατά το οποίο προσβάλλεται, δεν εξετάζονται οι λοιποί λόγοι, εκτός εάν δικαιολογείται σχετικώς ειδικό έννομο συμφέρον. Από τις διατάξεις του άρθρου 580 παρ. 1 – 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, εάν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση εξ οιουδήποτε άλλου λόγου εκτός της υπερβάσεως δικαιοδοσίας και της παραβιάσεως των περί αρμοδιότητος διατάξεων, δύναται να κρατήσει την υπόθεση και να επιληφθεί της εκδικάσεως αυτής, εάν κατά την κρίση του η υπόθεση δεν χρήζει περαιτέρω διευκρινίσεως. Τούτο συμβαίνει, όταν οι δικονομικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, όσες δεν θίγονται από την αναιρετική απόφαση, δεν παρουσιάζουν κενά κωλύοντα την οριστική λύση της διαφοράς ως προς τα καταστάντα εκκρεμή μετά την αναίρεση κεφάλαια της αποφάσεως. Αφ’ ετέρου, εάν γίνει δεκτή εν όλω ή εν μέρει η έφεση και εξαφανισθεί ολικώς ή μερικώς η εκκαλουμένη απόφαση, συνεξαφανίζεται, και εάν δεν προσβάλλεται με την έφεση, και το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, επί ολικής εξαφανίσεως, ως αναγκαίο επακόλουθο της εξαφανίσεως της αποφάσεως, επί μερικής δε εξαφανίσεως, εν όψει της αναγκαιότητος ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως.
Εν προκειμένω, από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο εδέχθη τα εξής: “Ο ενάγων προσλήφθηκε στις 13-6-1984 από την εναγόμενη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ως υπάλληλος και εξελίχθηκε υπηρεσιακά μέχρι το βαθμό του Τμηματάρχη Β’. Στις 15 Οκτωβρίου 2007 και σε ηλικία 48 ετών, ασθένησε και συγκεκριμένα παρουσίασε αυτόματη υπαρραχνοειδή αιμορραγία από ρήξη ανευρύσματος εγκεφάλου. Μεταφέρθηκε στο …., όπου υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία εγκεφάλου (CT) και αγγειογραφία εγκεφάλου και στη συνέχεια στις 16-10-2007 μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Γ.Ν…… “…”, όπου υποβλήθηκε σε πλήρη εμβολισμό του ανευρύσματος της (αρ.) μέσης εγκεφαλικής και 90% απόφραξη του ανευρύσματος πρόσθιας αναστομωτικής. Νοσηλεύθηκε διασωληνωμένος στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του ιδίου νοσοκομείου για τριάντα (30) ημέρες, ήτοι από 16-10-2007 μέχρι 15-11-2007 και παρέμεινε συνολικά στο εν λόγω νοσοκομείο μέχρι και τις 28-11-2007. Στις 23-10-2007 υποβλήθηκε σε νέα αξονική τομογραφία, η οποία ανέδειξε ισχαιμική βλάβη βασικών γαγγλίων (αρ.) και στις 26-10-2007 τραχειοστομήθηκε, αφαιρέθηκε δε ο τραχειοσωλήνας στις 21-11-2007. Στις 28-11-2007 μεταφέρθηκε ως εσωτερικός ασθενής στο Κέντρο Αποθεραπείας και Αποκατάστασης “…” για εξάμηνη θεραπεία αποκατάστασης. Στις 12-4-2008 έγινε επανέλεγχος της κατάστασής του και του συνεστήθη τρίμηνη αναρρωτική άδεια. Στις 13-7-(2008) μετά από επανέλεγχο της κατάστασης της υγείας του συνεστήθη νέα τρίμηνη αναρρωτική άδεια, το ίδιο δε συνέβη και στις 13-10-2008, στις 13-1-2009 και στις 13-4-2009, ενώ με τις από 1-6-2009 και 2-6-2009 ιατρικές βεβαιώσεις του νοσοκομείου “…” και Ιατρικού ….., αντίστοιχα, βεβαιώθηκε η συνολική κατάσταση της υγείας του. Στις 13-7-2009 και μετά από τακτική εξέτασή του στο Ιατρικό Κέντρο …. οι γιατροί Μ. Κ. και Γ. Π. με την με ίδια ημερομηνία γνωμάτευσή τους μεταξύ άλλων αναφέρουν ότι “…Βρίσκεται σε θεραπεία αποκατάστασης με φυσιοθεραπείες και λογοθεραπείες λόγω της παραμένουσας ημιπάρεσης δεξιά και βαρειάς δυσφασίας και ακολουθεί αντιεπιληπτική αγωγή. Η κλινική του εικόνα καθιστά αναγκαία την αποχή από την εργασία του για έξι μήνες”. Σημειώνεται ότι ο ενάγων δια της συζύγου του ενημέρωσε την εναγόμενη για την εξέλιξη της κατάστασής του και της γνωστοποιούσε τις σχετικές ιατρικές γνωματεύσεις. Ωστόσο, η τελευταία την 1-3-2011 γνωστοποίησε στον ενάγοντα εγγράφως το γεγονός ότι οι απουσίες και οι άδειές του για λόγους υγείας έχουν υπερβεί τα σχετικά όρια της εργατικής νομοθεσίας. Ακολούθως στις 3-3-2011 με το 000250/3-3-2011 Υπηρεσιακό Σημείωμα της Διεύθυνσης Προσωπικού της εναγόμενης, που κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα, δόθηκε εντολή να περικοπούν οι αποδοχές του από 1-3-2011 και μέχρι νεωτέρων οδηγιών από το αρμόδιο Τμήμα. Έτσι, από το μήνα Μάρτιο και εντεύθεν η εναγόμενη έπαυσε την καταβολή στον ενάγοντα των μηνιαίων αποδοχών του. Από 6-3-2011 η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος επιδεινώθηκε λόγω κατάγματος κροταφικού οστού και υποσκληρίδιο αιμάτωμα, μετά από πτώση του. Το γεγονός αυτό γνωστοποιήθηκε στην εναγόμενη με την από 6-4-2011 επιστολή της συζύγου του και έκτοτε το συνολικό ποσοστό αναπηρίας του ανέρχεται σε ποσοστό 81%, σύμφωνα με την από 23-11-2011 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της Διεύθυνσης Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας του Υποκαταστήματος ΙΚΑ – ΕΤΑΜ/ΚΕΠΑ Τοπική Μονάδα Υγείας ….. Μετά από αυτά η εναγόμενη στις 29-4-2011 κοινοποίησε στον ενάγοντα την με ίδια ημερομηνία έγγραφη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του αναφέροντας ότι αυτή γίνεται “…δυνάμει των άρθρων 33 παρ. 1Γ του Κανονισμού Εργασίας της Τράπεζας και 672 του ΑΚ, για σπουδαίο λόγο στο πρόσωπό σας, συνεπεία του οποίου κατέστη αδύνατη η συνέχιση της εργασιακής σας σχέσης…”, χωρίς να του καταβληθεί αποζημίωση. Με βάση τα παραπάνω κατά την κρίση του δικαστηρίου συνέτρεχε σπουδαίος λόγος άκαιρης λύσης της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος δεδομένου ότι η κατάσταση της υγείας του από την εκδήλωση της ασθένειάς του μέχρι την καταγγελία αφενός δημιούργησε ικανές δυσχέρειες στη λειτουργία της υπηρεσίας που απασχολείτο αφετέρου δεν υπήρχε δυνατότητα να επανέλθει σ’ αυτή. Με την ως άνω καταγγελία λύθηκε πρόωρα η σχέση εργασίας του ενάγοντος καθόσον κατά την προαναφερόμενη σκέψη, σύμφωνα με τον Κανονισμό Εργασίας της εναγόμενης, έχουν προβλεφθεί περιπτώσεις πρόωρης λύσης και επομένως πληρώθηκε η διαλυτική αίρεση και η σύμβαση έγινε αορίστου χρόνου. Έτσι ο ενάγων δικαιούται να λάβει την αποζημίωση που προβλέπεται στο Ν. 2112/1920. Συγκεκριμένα αυτός, ενόψει ότι ο τελευταίος μηνιαίος μισθός του Μαρτίου 2011 ανερχόταν σε 3.019,39 ευρώ, απολύθηκε μετά 26 έτη και 10 μήνες υπηρεσίας στην εναγόμενη, δικαιούται να λάβει το ποσό των 77.497,64 ευρώ…Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται τη μειωμένη αποζημίωση του άρθρου 8 εδ α του Ν. 3198/1955, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διάταξης αυτής, αφού ο ενάγων δεν αποχώρησε από την υπηρεσία της εναγόμενης, με ή χωρίς τη συγκατάθεσή της, αλλά η σύμβασή του καταγγέλθηκε από την εργοδότριά του εναγόμενη για σπουδαίο λόγο (την αδυναμία του να εργασθεί λόγω της κατάστασης της υγείας του), όπως η ίδια ισχυρίστηκε, ο οποίος, όμως, δεν επηρεάζει την υποχρέωσή της για καταβολή της αποζημίωσης απολύσεώς του, εφόσον για το λόγο αυτό δεν βαρύνεται με υπαιτιότητα ο ενάγων (ποινικά κολάσιμη πράξη, πειθαρχικό αδίκημα κλπ)…Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αποδείχθηκε, η εναγόμενη δεν κατέβαλε στον ενάγοντα τις αποδοχές αδείας των ετών 2008, 2009 και 2010. Επομένως, αυτός δικαιούται τα αντίστοιχα ποσά και συγκεκριμένα για το έτος 2008…το ποσό των 3.019,38 ευρώ…, για το έτος 2009…το ποσό των 3.140,15 ευρώ…, για το έτος 2010…το ποσό των 3.140,15 ευρώ…Προσαύξηση 100% των άνω ποσών αδείας ο ενάγων δεν δικαιούται, καθόσον η μη χορήγηση της άδειας μέχρι το τέλος του αντιστοίχου έτους δεν οφείλεται, σύμφωνα με όσα παραπάνω αποδείχθηκαν, σε πταίσμα της εναγόμενης ούτε προέκυψε ότι ζήτησε τέτοια άδεια ο ενάγων, την οποία αυτή του αρνήθηκε.
Ωστόσο, όμως, ως προς το ύψος του ποσού των αδειών και τον τρόπο υπολογισμού του και την προσαύξηση 100% αυτού, δεν πλήττεται με λόγο έφεσης η εκκαλουμένη. Επομένως, για το κονδύλιο αυτό ο ενάγων δικαιούται να λάβει για το έτος 2008 το ποσό των 6.038,78 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 6.280,30 ευρώ και για το έτος 2010 το ποσό των 6.280,30 ευρώ…”. Υπό τις ως άνω παραδοχές, το Μονομελές Εφετείο, αφού εδέχθη την έφεση του Π. Π. και εξαφάνισε την εκκληθείσα απόφαση, εδέχθη εν μέρει την αγωγή και επιδίκασε υπέρ αυτού αποζημίωση απολύσεως και αποδοχές αδείας πλέον προσαυξήσεως 100% των ετών 2008, 2009 και 2010 συνολικού ποσού 86797,32 ευρώ. Με την εν λόγω κρίση το Μονομελές Εφετείο παρεβίασε ευθέως τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 350, 669 παρ. 1, 2 εδ. α’ και 672 ΑΚ και 2 παρ. 1 εδ. α’, β’, 3 παρ. 1 και 5 παρ. 1 εδ. β’ Α.Ν. 539/1945, αφού εδέχθη αφ’ ενός ότι η γενομένη από την … ένεκα σπουδαίου λόγου καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του αναιρεσιβλήτου επέφερε την πλήρωση της αιρέσεως, υπό την οποία ήρτητο, και την μετατροπή αυτής σε αορίστου χρόνου, με συνέπεια την υποχρέωση της … να καταβάλει αποζημίωση απολύσεως στον αναιρεσίβλητο, ενώ συμφώνως προς τα ανωτέρω η καταγγελία της συμβάσεως ένεκα σπουδαίου λόγου δεν επιφέρει την πλήρωση της αιρέσεως και την μετατροπή της συμβάσεως από ωρισμένου χρόνου σε αορίστου, αφ’ ετέρου ότι η … οφείλει στον αναιρεσίβλητο, ο οποίος καθ’ όλο το διάστημα από της 15ης Οκτωβρίου 2007 μέχρι του μηνός Μαρτίου 2011 ελάμβανε συνεχείς αναρρωτικές άδειες μισθοδοτούμενος κανονικώς βάσει των μηνιαίων αποδοχών του, ως αποζημίωση τις αποδοχές αδείας των ετών 2008, 2009 και 2010, καθ’ όσον η … δεν εχορήγησε στον αναιρεσίβλητο άδεια αναψυχής κατά τα προαναφερόμενα έτη, ενώ συμφώνως προς τα ανωτέρω υφίστατο αντικειμενική αδυναμία της … να χορηγήσει την άδεια, προερχομένη από την πλευρά του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος είχε καταστεί υπερήμερος δανειστής, αφού από την λήψη αναρρωτικών αδειών καθ’ όλο το επίδικο διάστημα προέκυπτε σαφής δήλωση περί αδυναμίας αυτού να αποδεχθεί την άδεια.Συνεπώς οι πρώτος, τρίτος και τέταρτος λόγοι της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δια των οποίων προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια της παραβιάσεως των εν λόγω διατάξεων, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Όμως, το Μονομελές Εφετείο εκήρυξε και παρά τον νόμο απαράδεκτο, αφού έκρινε εσφαλμένως ότι ως προς την επιδίκαση προσαυξήσεως 100% επί των αποδοχών αδείας δεν επλήττετο δια λόγου εφέσεως η εκκαλουμένη, παρ’ ότι ο προαναφερθείς λόγος της εφέσεως αυτής, ότι ο Π. Π. δεν εδικαιούτο λήψεως αδείας, σαφώς προσέβαλλε την επιδίκαση όχι μόνον των αποδοχών αδείας αλλά και της προσαυξήσεως επ’ αυτών, συνακολούθως δε της εν λόγω εσφαλμένης κρίσεως, συμπεριέλαβε το Μονομελές Εφετείο μεταξύ των επιδικαζομένων ποσών, χάριν της ενότητος της εκτελέσεως, και τα κονδύλια της προσαυξήσεως συνολικού ποσού 9299,68 ευρώ (3019,38 συν 3140,15 συν 3140,15), ως προς τα οποία μάλιστα είχε δεχθεί, ως εκ περισσού, ότι δεν υφίστατο πραγματική οφειλή της …, διότι ο Π. Π. δεν είχε αιτηθεί την χορήγηση των αδειών. Ιδρύεται ως εκ τούτου ο εκ του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, τον οποίον εξετάζει αυτεπαγγέλτως ο Άρειος Πάγος κατά πρόταση του εισηγητού. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, καθ’ ο μέρος απερρίφθη κατ’ ουσίαν η έφεση της … και έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν εν μέρει η έφεση του αναιρεσιβλήτου, και συνακολούθως και κατά το κεφάλαιο αυτής περί των δικαστικών εξόδων, ενώ παρέλκει κατά τα ανωτέρω η εξέταση των λοιπών λόγων της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, οι οποίοι περιέχουν αιτιάσεις ως προς τα κεφάλαια, ως προς τα οποία η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έχει κατά τα ανωτέρω αναιρεθεί δυνάμει των δεκτών γενομένων λόγων. Αφού δε η υπόθεση δεν χρήζει περαιτέρω ερεύνης, καθ’ όσον αυτά τα γενόμενα δεκτά από το Μονομελές Εφετείο πραγματικά περιστατικά είχε ακριβώς επικαλεσθεί και ο αναιρεσίβλητος προς θεμελίωση της ως άνω αγωγής του, καθ’ ο μέρος έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οι δε δικονομικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις των εκατέρωθεν εφέσεων, των οποίων μετά την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ανεβίωσε η εκκρεμοδικία, δεν παρουσιάζουν κενά κωλύοντα την οριστική λύση της διαφοράς, πρέπει να κρατηθεί και να εκδικασθεί η υπόθεση από το Τμήμα τούτο, να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι αμφότεροι οι λόγοι της εφέσεως της … περί νομικής αβασιμότητος των επιδικασθέντων πρωτοδίκως κονδυλίων της αποζημιώσεως απολύσεως και της αποζημιώσεως λόγω μη χορηγήσεως αδείας, να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση της … και να απορριφθεί κατ’ ουσίαν η έφεση του αναιρεσιβλήτου, καθ’ ο μέρος είχε γίνει δεκτή από το Μονομελές Εφετείο, και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, καθ’ ο μέρος έγινε δεκτή η αγωγή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και συνακολούθως και κατά το κεφάλαιο αυτής περί των δικαστικών εξόδων, και περαιτέρω να απορριφθεί η αγωγή κατά το εν λόγω μέρος της ως μη νόμιμη. Eπειδή, συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος ως ηττώμενος στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της … του πρώτου και του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας και της προκειμένης δίκης, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος αυτής, ως ορίζεται στο διατακτικό. Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 579 παρ. 1, 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, εάν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην προ της αναιρεθείσης αποφάσεως κατάσταση, οπότε, εάν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκουσία ή αναγκαστική εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως, διατάσσεται κατόπιν αιτήσεως του αναιρεσείοντος η επαναφορά των πραγμάτων στην προ της εκτελέσεως κατάσταση. Η αίτηση υποβάλλεται με το αναιρετήριο ή, μέχρι της προτεραίας της συζητήσεως, με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο κατατιθέμενο στη Γραμματεία του Αρείου Πάγου. Δύναται να ζητηθεί η απόδοση του επιδικασθέντος και καταβληθέντος κεφαλαίου και των τόκων επ’ αυτού ως και των επιδικασθέντων και καταβληθέντων δικαστικών εξόδων, όχι όμως και των εξόδων της αναγκαστικής εκτελέσεως, όπως τελών απογράφου, εξόδων αντιγράφων απογράφου, δικηγορικής αμοιβής συντάξεως επιταγής προς εκτέλεση κλπ, αφού, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, δύναται να διαταχθεί η απόδοση μόνον όσων χρηματικών ποσών η παροχή είχε διαταχθεί δια της αναιρεθείσης αποφάσεως και όχι και των εξόδων της εκτελέσεως αυτής, τα οποία οφείλονται όχι βάσει της εν λόγω αποφάσεως αλλά βάσει της διατάξεως του άρθρου 932 ΚΠολΔ. Εάν η εκτέλεση αφορά περισσότερα κονδύλια, πρέπει να προσδιορίζονται οι αιτίες καταβολής των επί μέρους ποσών, διότι, εάν η επαναφορά χωρήσει μόνον ως προς ωρισμένα από τα εν λόγω κονδύλια, δεν θα είναι εφικτός ο καθορισμός του ποσού, το οποίο πρέπει να επιστραφεί, οπότε η αίτηση απορρίπτεται ως αόριστη.
Εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα δια των κατατεθεισών την προτεραία της συζητήσεως προτάσεων αυτής, επικαλουμένη ότι κατέβαλε στον αναιρεσίβλητο, αντιπροσωπευόμενο από την δικηγόρο Ευμορφία Ρήγα, κατόπιν εκτελέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ποσόν των 48286,81 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο τρίτο του κεφαλαίου μετά των τόκων ως και στα τέλη απογράφου, αντίγραφα απογράφου, αμοιβή επιταγής προς πληρωμή και έξοδα επιδόσεως αυτής, αιτείται να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην προ της εκτελέσεως κατάσταση και να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος να επιστρέψει το ως άνω ποσόν. Η εν λόγω αίτηση συμφώνως προς τα ανωτέρω έχει ασκηθεί παραδεκτώς και είναι νόμιμη μόνον καθ’ ο μέρος αφορά το κονδύλιο του κεφαλαίου και δη ως προς το ποσόν των 28932,44 (86797,32/3) ευρώ, ενώ κατά τα λοιπά είναι ως προς μεν το κεφάλαιο των τόκων αόριστη, αφού δεν προκύπτει το ποσόν αυτών, ως προς δε το κονδύλιο των εξόδων εκτελέσεως μη νόμιμη και συνεπώς ως προς τα εν λόγω κονδύλια πρέπει να απορριφθεί. Η εκτέλεση της καταψηφιστικής διατάξεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αποδεικνύεται δια της προσκομιδής της από 2ας Νοεμβρίου 2017 αποδείξεως εισπράξεως της Ευμορφίας Ρήγα, από την οποία προκύπτει ότι ο αναιρεσίβλητος αντιπροσωπευόμενος από την εν λόγω δικηγόρο, έλαβε από την … το ποσόν των 48286,81 ευρώ.
Συνεπώς, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση, να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην προ της εκτελέσεως κατάσταση και να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος να καταβάλει στην … το ως άνω ποσόν των 28932,44 ευρώ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμόν 3900/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, καθ’ ο μέρος απερρίφθη κατ’ ουσίαν η έφεση της … και έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση του Π. Π. του Λ., ως και κατά το κεφάλαιο αυτής περί των δικαστικών εξόδων. Κρατεί και εκδικάζει την υπόθεση.
Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση του Π. Π., καθ’ ο μέρος έγινε δεκτή από το Μονομελές Εφετείο.
Δέχεται κατ’ ουσίαν την έφεση της ….
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμόν 385/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθ’ ο μέρος έγινε δεκτή η από 3ης Αυγούστου 2011 αγωγή του Π. Π., ως και κατά το κεφάλαιο αυτής περί των δικαστικών εξόδων.
Απορρίπτει την ως άνω αγωγή, καθ’ ο μέρος έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Δέχεται εν μέρει την αίτηση της … περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Υποχρεώνει τον Π. Π. να καταβάλει στην … το ποσόν των είκοσι οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα δύο ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (28932,44). Και
Καταδικάζει τον Π. Π. στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της … του πρώτου και του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας και της προκειμένης δίκης ποσού τριών χιλιάδων (3000) ευρώ.-
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Αυγούστου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ