Απόφαση 1063 / 2019 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Σύµβαση μαθητείας είναι η σύµβαση, κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους αναλαµβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες προς άσκηση ωρισµένου επαγγέλματος ή ωρισμένης τέχνης εμπειρικές γνώσεις. Ειδικότερες μορφές της συµβάσεως μαθητείας είναι η γνησία σύµβαση μαθητείας και η σύµβαση εξηρτημένης εργασίας μαθητευομένου. Η γνησία σύµβαση μαθητείας αποβλέπει κυρίως στην παροχή εκπαιδεύσεως και ειδικεύσεως στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται µε σκοπό την εκτέλεση παραγωγικού έργου, αλλά εξυπηρετεί τις ανάγκες της εκπαιδεύσεως και της εξοικειώσεως αυτού µε το αντικείμενο του συγκεκριμένου επαγγέλματος ή της τέχνης, ενώ στην σύμβαση εξηρτημένης εργασίας μαθητευομένου τα μέρη αποβλέπουν κυρίως στην παροχή της εργασίας έναντι αμοιβής και κατά δεύτερον λόγο στην παροχή εκπαιδεύσεως και εξειδικεύσεως. Επί της συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας μαθητευομένου εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας, ενώ επί της γνησίας συμβάσεως μαθητείας δεν εφαρμόζονται οι εν λόγω διατάξεις, αλλά αναλογικώς οι διατάξεις της συμβάσεως εργασίας του Αστικού Κώδικος.
Ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως μαθητείας ως γνησίας η συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας μαθητευομένου εναπόκειται στο δικαστήριο, το οποίο μετ’ αξιολόγηση των αποδεικνυομένων πραγματικών περιστατικών προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό, χωρίς να δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό, τον οποίον έδωσαν οι συμβαλλόμενοι στην σύμβαση, τούτο δε ισχύει και επί των εργασιακών σχέσεων του Δημοσίου και του ευρυτέρου δημοσίου τομέως (ΟλΑΠ 18/2006).
Από τις διατάξεις των άρθρων 904 παρ. 1 εδ. α’ και 908 εδ. α’ ΑΚ, κατά τις οποίες αντιστοίχως, “Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια” και “Ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε απ’ αυτό”, συνάγεται ότι επί παροχής εργασίας υπό άκυρη σύμβαση, ο εργοδότης, ως καθιστάμενος αδικαιολογήτως πλουσιώτερος, υποχρεούται στην απόδοση της ωφελείας, την οποία απεκόμισε από την εργασία του μισθωτού, συνισταμένη στην αμοιβή, την οποία αναγκαίως θα κατέβαλλε σε άλλον εργαζόμενο υπό έγκυρη σύμβαση εργασίας με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν παροχές προσιδιάζουσες αποκλειστικώς στην προσωπική κατάσταση του μισθωτού.
Αριθμός 1063/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου, Λουκά Μόρφη – Εισηγητή και Όλγα Σχετάκη-Μπονάτου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 26 Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία …………………………”, που εδρεύει στο Βόλο και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Σοφία Αποστολάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Τ. του Λ., κατοίκου …, 2)Ε. Κ. του Σ., κατοίκου …, 3)Κ. Χ. του Ε., κατοίκου …, 4)Κ. Κ. του Σ., κατοίκου …, 5)Ε. Α. του Γ., κατοίκου …, 6)Β. Χ. του Ι., κατοίκου …, 7)Κ. Μ. του Π., κατοίκου …, 8)Δ. Χ. του Φ., κατοίκου … 9)Σ. Ν. του Α., κατοίκου …, 10)Μ. Ε. του Μ., κατοίκου …, 11)Π. Μ. του Π., κατοίκου …, 12)Α. Κ. του Κ., κατοίκου …, 13)Μ. Σ. του Β., κατοίκου … 14)Τ. Σ. του Θ., κατοίκου …, 15)Μ. Κ. του Κ., κατοίκου …, 16)Α. Κ. του Α., κατοίκου …, 17)Χ. Π. του Α., κατοίκου …, 18)Ε. Τ. του Δ., κατοίκου …, 19)Κ. Π. του Σ., κατοίκου …, και 20)Α. Π. του Χ., κατοίκου …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Διονύσιο – Χαράλαμπο Καλαματιανό, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/1/2011 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και άλλου προσώπου που δεν είναι διάδικος στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 124/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 37/2018 του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον νομικό πρόσωπο με την από 13/6/2018 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
`Επειδή, με την υπό κρίση από 13ης Ιουνίου 2018 αίτηση διώκεται η αναίρεση της υπ’ αριθμόν 37/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Λαρίσης. Αρχικώς οι αναιρεσίβλητοι και η Ν. Β. του Γ. άσκησαν κατά του αναιρεσείοντος την από 3ης Ιανουαρίου 2011 αγωγή, αφορώσα εργατική διαφορά. Εξεδόθη η υπ’ αριθμόν 124/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, με την οποία εκηρύχθη κατηργημένη η δίκη ως προς την Ν. Β., απερρίφθη δε η αγωγή ως μη νόμιμη ως προς τους άλλους ενάγοντες. Κατά της εν λόγω αποφάσεως οι αναιρεσίβλητοι και η Ν. Β. άσκησαν την από 5ης Σεπτεμβρίου 2014 έφεση, εξεδόθη δε αντιμωλία των διαδίκων η προαναφερομένη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λαρίσης, με την οποία εκηρύχθη απαράδεκτη η έφεση ως προς την Ν. Β., ενώ έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν ως προς τους αναιρεσιβλήτους και μετά μερική εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν η αγωγή ως προς την επικουρική βάση αυτής. Εν συνεχεία το αναιρεσείον άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. Η εν λόγω αίτηση έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 552, 553, 556, 558, 564 και 566 ΚΠολΔ και πρέπει κατά την διάταξη του άρθρου 577 παρ. 3 ιδίου Κώδικος να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 648 παρ. 1 ΑΚ και 6 Ν. 765/1943, ο οποίος έχει κυρωθεί με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρηθεί εν ισχύι συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 38 ΕισΝΑΚ, κατά τις οποίες αντιστοίχως, “Με τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλει το συμφωνημένο μισθό” και “Δια του όρου “μισθωτός” νοούνται τα φυσικά πρόσωπα άτινα παρέχουσι εις έτερον φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον οιασδήποτε φύσεως εξηρτημένην εργασίαν έναντι αμοιβής. Ως αμοιβή θεωρείται πάσα παροχή χορηγουμένη εις τον μισθωτόν (αμοιβή εις χρήμα ή εις είδος, φιλοδωρήματα κλπ) ανεξαρτήτως του τρόπου καθορισμού ταύτης (αμοιβή καθοριζομένη βάσει του αποτελέσματος της εργασίας ανεξαρτήτως χρόνου εργασίας – αμοιβή κατ’ αποκοπήν)”, συνάγεται ότι σύμβαση εξηρτημένης εργασίας υφίσταται, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσης εργασίας και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, ο οποίος δικαιούται να δίδει δεσμευτικές εντολές και οδηγίες προς τον εργαζόμενο και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας.
Αφ’ ετέρου, σύµβαση μαθητείας είναι η σύµβαση, κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους αναλαµβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες προς άσκηση ωρισµένου επαγγέλματος ή ωρισμένης τέχνης εμπειρικές γνώσεις. Ειδικότερες μορφές της συµβάσεως μαθητείας είναι η γνησία σύµβαση μαθητείας και η σύµβαση εξηρτημένης εργασίας μαθητευομένου. Η γνησία σύµβαση μαθητείας αποβλέπει κυρίως στην παροχή εκπαιδεύσεως και ειδικεύσεως στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται µε σκοπό την εκτέλεση παραγωγικού έργου, αλλά εξυπηρετεί τις ανάγκες της εκπαιδεύσεως και της εξοικειώσεως αυτού µε το αντικείμενο του συγκεκριμένου επαγγέλματος ή της τέχνης, ενώ στην σύμβαση εξηρτημένης εργασίας μαθητευομένου τα μέρη αποβλέπουν κυρίως στην παροχή της εργασίας έναντι αμοιβής και κατά δεύτερον λόγο στην παροχή εκπαιδεύσεως και εξειδικεύσεως. Επί της συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας μαθητευομένου εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας, ενώ επί της γνησίας συμβάσεως μαθητείας δεν εφαρμόζονται οι εν λόγω διατάξεις, αλλά αναλογικώς οι διατάξεις της συμβάσεως εργασίας του Αστικού Κώδικος.
Ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως μαθητείας ως γνησίας η συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας μαθητευομένου εναπόκειται στο δικαστήριο, το οποίο μετ’ αξιολόγηση των αποδεικνυομένων πραγματικών περιστατικών προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό, χωρίς να δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό, τον οποίον έδωσαν οι συμβαλλόμενοι στην σύμβαση, τούτο δε ισχύει και επί των εργασιακών σχέσεων του Δημοσίου και του ευρυτέρου δημοσίου τομέως (ΟλΑΠ 18/2006).
Από τις διατάξεις των άρθρων 904 παρ. 1 εδ. α’ και 908 εδ. α’ ΑΚ, κατά τις οποίες αντιστοίχως, “Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια” και “Ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε απ’ αυτό”, συνάγεται ότι επί παροχής εργασίας υπό άκυρη σύμβαση, ο εργοδότης, ως καθιστάμενος αδικαιολογήτως πλουσιώτερος, υποχρεούται στην απόδοση της ωφελείας, την οποία απεκόμισε από την εργασία του μισθωτού, συνισταμένη στην αμοιβή, την οποία αναγκαίως θα κατέβαλλε σε άλλον εργαζόμενο υπό έγκυρη σύμβαση εργασίας με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν παροχές προσιδιάζουσες αποκλειστικώς στην προσωπική κατάσταση του μισθωτού.
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 1 εδ. α’ και β’ και 15 εδ. α’ και β’ Ν. 2639/1998, εκ των οποίων το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 προσετέθη δια του άρθρου 6 παρ. 8 Ν. 2956/2001, αντιστοίχως “1. Ο Ο.Α.Ε.Δ. μπορεί να αναθέτει στο Δημόσιο, σε φορείς του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων και οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης σε επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, σε Ν.Π.Ι.Δ., σε πιστοποιημένα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης, σε Α.Ε.Ι.-Τ.Ε.Ι. και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ημεδαπής ή αλλοδαπής την υλοποίηση στο θεωρητικό ή στο πρακτικό μέρος ή στο σύνολό του προγραμμάτων της Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης ανέργων. Η ανάθεση γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων εκτέλεσης έργων, προμηθειών και παροχής υπηρεσιών των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου” και “15. Ο Ο.Α.Ε.Δ. μπορεί να συνεργάζεται με φορείς της παραγράφου 1, με σκοπό την υλοποίηση προγραμμάτων απόκτησης εργατικής εμπειρίας άνεργων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και αποφοίτων Λυκείου. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ., καθορίζονται το ύψος της ημερήσιας αποζημίωσης, οι ειδικότητες σε σχέση με τις θέσεις πρακτικής άσκησης, η διάρκεια, ο αριθμός και η ηλικία των δικαιούχων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των προγραμμάτων του προηγούμενου εδαφίου”. Κατά την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. κα’ Ν. 2190/1994, η οποία προσετέθη δια του άρθρου 20 παρ. 4 Ν. 2738/1999, “Το προσωπικό που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον Ο.Α.Ε.Δ. Η πρόσληψη του ανωτέρω προσωπικού διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά”, κατά δε την διάταξη του άρθρου 32 παρ. 12 Ν. 3232/2004, ως αντικατεστάθη δια της διατάξεως του άρθρου 13 Ν. 3302/2004, “Το Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., ο Ο.Γ.Α., ο Ο.Α.Ε.Ε. και λοιποί φορείς κοινωνικής ασφάλισης, αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μπορούν να συνάπτουν, ύστερα από απόφαση του Διοικητικού τους Συμβουλίου και των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας συμβάσεις με τον Ο.Α.Ε.Δ. ή θυγατρικές εταιρείες αυτού, για τη διάθεση για ορισμένο χρόνο, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δεκαοκτώ (18) μήνες, ατόμων από τα Προγράμματα (κατάρτιση ή απόκτηση εργασιακής εμπειρίας) ανέργων του Ο.Α.Ε.Δ., για τη διεκπεραίωση εργασιών χορήγησης ασφαλιστικών παροχών όταν το τακτικό προσωπικό των Φορέων Ασφάλισης δεν επαρκεί για την έγκαιρη διεκπεραίωση των εργασιών αυτών. Η δαπάνη για την απασχόληση αυτή βαρύνει τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και καταβάλλεται στον αντισυμβαλλόμενο”, ενώ η αυτή διάταξη, ως αντικατεστάθη δια της διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 1 Ν. 3552/2007, έχει ως εξής: “Το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ο ΟΓΑ, ο ΟΑΕΕ και λοιποί Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μπορούν να συνάπτουν, ύστερα από απόφαση του Διοικητικού τους Συμβουλίου, που εγκρίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, συμβάσεις με τον ΟΑΕΔ ή θυγατρικές εταιρείες αυτού για τη διάθεση για ορισμένο χρόνο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δεκαοκτώ (18) μήνες, ατόμων από προγράμματα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ανέργων του ΟΑΕΔ σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης.
Η δαπάνη για την άσκηση αυτή βαρύνει τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και καταβάλλεται στον αντισυμβαλλόμενο. Κατ’ εξαίρεση, συμβάσεις ιδίου περιεχομένου με Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης που λήγουν από 1.1.2007 έως 31.12.2007 δύνανται να παρατείνονται για δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία λήξης τους”. Από τις ανωτέρω διατάξεις παρέπεται ότι, εάν η απασχόληση από τον οικείο δημόσιο Φορέα του προσλαμβανομένου βάσει των προπαρατιθεμένων διατάξεων εις εκτέλεση ειδικού προγράμματος του Ο.Α.Ε.Δ. προς κατάρτιση ή απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργου δεν αποβλέπει κατά κύριον λόγο στην απόκτηση εργασιακής εμπειρίας και εξειδικεύσεως αλλά στην εκτέλεση παραγωγικού έργου, υφίσταται άκυρη σύμβαση εργασίας. Ο Άρειος Πάγος με τις υπ’ αριθμούς 780/2017, 775/2017, 217/2017, 126/2015, 885/2014 αποφάσεις έχει δεχθεί ότι το Δημόσιο ή τα άλλα δημόσια νομικά πρόσωπα, ως καθιστάμενα εντεύθεν αδικαιολογήτως πλουσιώτερα, υποχρεούνται κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 904 παρ. 1 εδ. α’ και 908 εδ. α’ ΑΚ στην απόδοση της ωφελείας, την οποία απεκόμισαν από την εργασία του μισθωτού, συνισταμένη στην αμοιβή, την οποία αναγκαίως θα κατέβαλλαν σε άλλον εργαζόμενο υπό έγκυρη σύμβαση εργασίας με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν παροχές προσιδιάζουσες αποκλειστικώς στην προσωπική κατάσταση του μισθωτού, ενώ με τις υπ’ αριθμούς 1052/2018, 1049/2018, 25/2018, 1805/2017 αποφάσεις έχει δεχθεί ότι το Δημόσιο ή τα άλλα δημόσια νομικά πρόσωπα δεν καθίστανται αδικαιολογήτως πλουσιώτερα, καθ’ όσον δεν είχαν την δυνατότητα νομίμου προσλήψεως άλλου μισθωτού στην θέση του ακύρως απασχοληθέντος. Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται εάν έχει παραβιασθεί κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αντιθέτως, εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις, ως επίσης εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένως, η δε παραβίαση γίνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη υπαγωγή. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ. 2 ΚΠολΔ και 23 παρ. 2 Ν. 1756/1988, όπως η τελευταία έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 16 παρ. 1 Ν. 2331/1995, προκύπτει ότι δύναται το δικάζον την αίτηση αναιρέσεως Τμήμα να παραπέμψει ενώπιον της Πλήρους Ολομελείας ωρισμένους ή όλους τους λόγους αναιρέσεως, εάν κρίνει ότι γεννώνται ζητήματα γενικωτέρου ενδιαφέροντος ή ότι είναι αναγκαίο τούτο χάριν της ενότητος της νομολογίας.Εν προκειμένω, από την κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα εξής. Με την από 3ης Ιανουαρίου 2011 αγωγή, κατά την επικουρική βάση αυτής, οι αναιρεσίβλητοι, επικαλούμενοι ότι, παρ’ ότι προσελήφθησαν από το αναιρεσείον εις εκτέλεση ειδικού προγράμματος του Ο.Α.Ε.Δ. προς κατάρτιση και απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργων, εν τούτοις η απασχόληση αυτών δεν απέβλεψε κατά κύριον λόγο στην απόκτηση εργασιακής εμπειρίας και εξειδικεύσεως αλλά στην εκτέλεση παραγωγικού έργου, εζήτησαν να υποχρεωθεί το αναιρεσείον να αποδώσει την ωφέλεια, την οποία απεκόμισε από την εργασία εκάστου κατά τα ειδικώτερον εκτιθέμενα, συνισταμένη στην αμοιβή, την οποία αναγκαίως θα κατέβαλλε σε άλλον εργαζόμενο υπό έγκυρη σύμβαση εργασίας με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος.
Το Μονομελές Εφετείο, επιλαμβανόμενο της εφέσεως των αναιρεσιβλήτων κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο είχε απορρίψει την αγωγή ως μη νόμιμη, εδέχθη ως προς την εν λόγω επικουρική βάση τα εξής: “Καθ’ ο μέρος το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σιγή απέρριψε ως μη νόμιμη την επικουρική βάση της αγωγής, που θεμελιωνόταν, κατά τα εκτιθέμενα σ’ αυτήν, στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, δηλαδή στο ότι η σχέση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν η απλή εργασιακή σχέση, λόγω ακυρότητας της πιο πάνω σύμβασης εργασίας και ότι το εναγόμενο ωφελήθηκε, αποφεύγοντας να καταβάλει τα πιο πάνω χρηματικά ποσά σε άλλο υπάλληλο που θα ήταν υποχρεωμένο να προσλάβει για την εκτέλεση της ίδιας εργασίας, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, κατά το βάσιμο σχετικό λόγο της έφεσης.
Και τούτο διότι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, οι συμβάσεις των εναγόντων με το εναγόμενο ναι μεν έλαβαν χώρα στο πλαίσιο συγκεκριμένου προγράμματος του ΟΑΕΔ, όπου οι εξ αυτών απορρέουσες εργασιακές σχέσεις έχουν συγκεκριμένη διάρκεια, δεν είχαν όμως το χαρακτήρα της γνήσιας σύμβασης μαθητείας, εφόσον, κατά τα ιστορούμενα, κύριος σκοπός ήταν η παροχή εργασίας στο νοσοκομείο, καλύπτοντας τις ανάγκες του, όπως οι λοιποί υπάλληλοι αυτού, έναντι αμοιβής, παρεπόμενος δε η απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, είχαν δηλαδή το χαρακτήρα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, με συνέπεια…να δικαιούνται, αυτοί, συνεπεία της εξ αυτού του λόγου ακυρότητας της σύμβασης εργασίας τους, να ζητήσουν, κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού, την αμοιβή που ο εναγόμενος εργοδότης τους θα κατέβαλε σε άλλον εργαζόμενο, με τα ίδια προσόντα και ικανότητες, απασχολούμενοι με έγκυρη σύμβαση εργασίας και τις ίδιες συνθήκες”. Εν συνεχεία, το Μονομελές Εφετείο, μετά μερική εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως εδέχθη κατ’ ουσίαν την αγωγή ως προς την επικουρική εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση αυτής και υπεχρέωσε το αναιρεσείον να καταβάλει στους αναιρεσιβλήτους τα αναφερόμενα ποσά, τα οποία συνίστανται στη χρηματική αποτίμηση των παρασχεθεισών υπηρεσιών και στην δαπάνη, την οποία εξοικονόμησε το αναιρεσείον από την μη ανάθεση των ιδίων υπηρεσιών υπό έγκυρες συμβάσεις εργασίας.
Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, δεχόμενο ότι η αγωγή είναι νόμιμη ως προς την επικουρική της βάση εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού, παρεβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 904 παρ. 1 εδ. α’ και 908 εδ. α’ ΑΚ. Ως προς τον ως άνω λόγο, εκ του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, ανακύπτει, εν όψει των ανωτέρω, το ζήτημα της νομιμότητος της ως άνω εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού βάσεως της αγωγής. Το εν λόγω ζήτημα, ως αφορών σημαντικό αριθμό εκκρεμουσών υποθέσεων, είναι γενικωτέρου ενδιαφέροντος, κρίνεται δε ως εκ τούτου αναγκαίο χάριν της ενότητος της νομολογίας να αποφανθεί σχετικώς η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.Συνεπώς, συμφώνως προς τα ανωτέρω, πρέπει ο ως άνω λόγος να παραπεμφθεί ενώπιον της Πλήρους Ολομελείας του Αρείου Πάγου, να αναβληθεί δε η συζήτηση των λοιπών λόγων της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ως προς τους οποίους το Τμήμα επιφυλάσσεται.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Παραπέμπει ενώπιον της Πλήρους Ολομελείας του Αρείου Πάγου τον λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως περί παραβιάσεως των διατάξεων των άρθρων 904 παρ. 1 εδ. α’ και 908 εδ. α’ ΑΚ. Και
Αναβάλλει την συζήτηση των λοιπών λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως.-
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ