Απόφαση 1036 / 2019 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Η διάκριση του μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου εξαρτάται μόνον από το είδος της παρεχομένης εργασίας. Εργασία προσιδιάζουσα σε εργάτη θεωρείται εκείνη, η οποία προέρχεται αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγο από την καταβολή σωματικής ενεργείας, ενώ, όταν προέχει κατά κύριον λόγο το πνευματικό στοιχείο, οπότε η εργασία παρίσταται ως προϊόν πνευματικής καταβολής και προϋποθέτει ως εκ τούτου και ανάλογη κατάρτιση, εμπειρία και υπευθυνότητα, θεωρείται εργασία υπαλλήλου.
Είναι προφανές ότι οποιαδήποτε τεχνική εργασία μετέχει και του πνευματικού στοιχείου και απαιτεί την αναγκαία εμπειρία και κατάρτιση, η εκτέλεση όμως της εργασίας αυτής με ιδία ευθύνη του εκτελούντος, χωρίς την εποπτεία και τις οδηγίες άλλου, δεν χαρακτηρίζει αφ’ εαυτής κατά αναγκαία ακολουθία την εν λόγω εργασία ως εργασία υπαλλήλου, εάν δεν συντρέχει κατά προέχοντα λόγο το πνευματικό στοιχείο. Κατά πάσα περίπτωση, κριτήριο της διακρίσεως υπαλλήλου – εργάτη είναι το είδος της παρεχομένης εργασίας και όχι ο συμβατικός χαρακτηρισμός. Οι έννοιες δε του υπαλλήλου και του εργάτη είναι νομικές και ως εκ τούτου η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο ως προς την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών και την απόδοση του οικείου χαρακτηρισμού.
Στην υπόθεση
Ως προς την συνδρομή του πνευματικού στοιχείου εδέχθη το Μονομελές Εφετείο ότι “εκείνος έκρινε, αν τα παλαιά φθαρμένα βιβλιοδετημένα περιοδικά ή βιβλία, που έπρεπε να βιβλιοδετηθούν ξανά, χρειάζονταν συντήρηση, διάφορες επιδιορθώσεις δηλαδή όπως η ένωση σκισμένων σελίδων ή κομματιών ή η ενίσχυση αδύναμων σημείων ή όχι. Αυτός αποφάσιζε, ανάλογα με το μέγεθος, το βάρος και το σχήμα του βιβλίου, πόσες ραφές (3, 5, 9) συγκράτησης των χαρτονιών και πόσο πρεσάρισμα απαιτούνταν ώστε ή βιβλιοδεσία να είναι αισθητικά αποδεκτή, συμπαγής και ανθεκτική. Η πρωτοβουλία που επιδείκνυε ο ενάγων στα ως άνω στάδια της βιβλιοδεσίας ως αποτέλεσμα πνευματικής κρίσης, ήταν καθοριστικής σημασίας για την ποιότητα της βιβλιοδεσίας και το τελικό αποτέλεσμα αυτής”.
Όμως, αφ’ ενός η εκτέλεση ιδία ευθύνη τεχνικών εργασιών δεν προσδίδει κατά τα ανωτέρω αφ’ εαυτής την ιδιότητα του υπαλλήλου, εάν δεν προέχει και το πνευματικό στοιχείο, αφ’ ετέρου οι επί μέρους εργασίες, ως προς τις οποίες επεδείκνυε καθοριστικής σημασίας ως προς την ποιότητα της βιβλιοδεσίας πρωτοβουλία ο αναιρεσίβλητος, τις οποίες εδέχθη το Μονομελές Εφετείο ως αποδεικνύουσες την υπεροχή του πνευματικού στοιχείου, τεκμηριώνουν μεν την ύπαρξη του εν λόγω στοιχείου, το οποίο άλλωστε, ως προανεφέρθη, είναι αυτονόητο ότι ενυπάρχει σε οποιαδήποτε τεχνική εργασία, δεν επαρκούν όμως να θεμελιώσουν την απαιτουμένη, προκειμένου να στοιχειοθετείται η έννοια του υπαλλήλου, υπεροχή του στοιχείου τούτου κατά προέχοντα λόγο.
Δεν εξηγείται ικανοποιητικώς στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση βάσει ποίων δεδομένων οι εν λόγω επί μέρους περιγραφόμενες εργασίες, στις οποίες προέβαινε ο αναιρεσίβλητος χωρίς την καθοδήγηση τρίτου, δεν αποτελούν απλές εφαρμογές της τεχνικής της βιβλιοδεσίας, αλλά απαιτούν εξιδιασμένη εμπειρία, ούτε αναφέρεται εάν ο αναιρεσίβλητος ανελάμβανε, χωρίς την καθοδήγηση τρίτου, και την κατασκευή δια χειρός καλλιτεχνικών καλυμμάτων και καλλιτεχνικών εκτυπώσεων του τίτλου και διακοσμητικών σχεδίων εγχρώμων, χρυσών ή αργυρών, ούτε επίσης αναφέρεται το είδος των υπαρχουσών βιβλιοδετικών μηχανών, εάν ήσαν ηλεκτρονικές ή ψηφιακές ή χειροκίνητες, ούτε εάν η χρησιμοποίηση αυτών προϋπέθετε ιδία πνευματική προσπάθεια και προγραμματισμό ηλεκτρονικό ή ψηφιακό από τον αναιρεσίβλητο ή συνίστατο σε απλή ρύθμιση και χειρισμό μηχανικού μέσου.
Αριθμός 1036/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου και Λουκά Μόρφη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 15 Ιανουαρίου 2019, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μ. Δ. του Κ., κατοίκου … η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Νίκη Γεωργιάδου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Φ. Τ. του Θ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Χρυσή Στεργιοπούλου, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/6/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 759/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 72/2018 του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 28/3/2018 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, με την υπό κρίση από 28ης Μαρτίου 2017 αίτηση διώκεται η αναίρεση της υπ’ αριθμόν 72/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Αρχικώς ο αναιρεσίβλητος άσκησε κατά της αναιρεσειούσης την από 28ης Ιουνίου 2010 αγωγή, αφορώσα συμπλήρωση αποζημιώσεως απολύσεως, η οποία έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμόν 759/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Κατά της εν λόγω αποφάσεως η αναιρεσείουσα άσκησε την από 11ης Φεβρουαρίου 2015 έφεση, εξεδόθη δε αντιμωλία των διαδίκων η προαναφερομένη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, με την οποία απερρίφθη η έφεση. Εν συνεχεία, η αναιρεσείουσα άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. Η εν λόγω αίτηση έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 552, 553, 556, 558, 564 και 566 ΚΠολΔ και πρέπει κατά την διάταξη του άρθρου 577 παρ. 3 ιδίου Κώδικος να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.
Επειδή, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 ν. 2112/1920 και 3 της από 12ης Απριλίου 2006 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. (πράξη καταθέσεως 14/13 Απριλίου 2006), τα οποία αφορούν τον υπολογισμό της αποζημιώσεως απολύσεως υπαλλήλων και εργατών – εργατοτεχνιτών αντιστοίχως, το ποσόν της κατά νόμον αποζημιώσεως είναι υψηλότερο επί υπαλλήλων από ό,τι επί εργατών, ως εκ τούτου εργαζόμενος, ο οποίος απολυόμενος λαμβάνει αποζημίωση αρμόζουσα σε εργάτη, δύναται, εφ’ όσον ισχυρίζεται ότι παρείχε εργασία υπαλλήλου, να ζητήσει την επιδίκαση της διαφοράς της αποζημιώσεως. Αφ’ ετέρου, κατά την διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3514/1928, ως ετροποποιήθη και συνεπληρώθη δια του άρθρου 7 του ν. 4558/1930 και αντικατεστάθη δια του άρθρου 10 του ΝΔ 2655/1953, “Ιδιωτικός υπάλληλος κατά την έννοιαν του παρόντος Νόμου θεωρείται παν πρόσωπον κατά κύριον επάγγελμα ασχολούμενον επ’ αντιμισθία, ανεξαρτήτως τρόπου πληρωμής, εις υπηρεσίαν ιδιωτικού καταστήματος, γραφείου ή εν γένει επιχειρήσεως ή οιασδήποτε εργασίας και παρέχον εργασίαν αποκλειστικώς ή κατά κύριον χαρακτήρα μη σωματικήν”.
Κατά την αληθή έννοια της εν λόγω διατάξεως, η διάκριση του μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου εξαρτάται μόνον από το είδος της παρεχομένης εργασίας. Εργασία προσιδιάζουσα σε εργάτη θεωρείται εκείνη, η οποία προέρχεται αποκλειστικώς ή κατά κύριον λόγο από την καταβολή σωματικής ενεργείας, ενώ, όταν προέχει κατά κύριον λόγο το πνευματικό στοιχείο, οπότε η εργασία παρίσταται ως προϊόν πνευματικής καταβολής και προϋποθέτει ως εκ τούτου και ανάλογη κατάρτιση, εμπειρία και υπευθυνότητα, θεωρείται εργασία υπαλλήλου. Είναι προφανές ότι οποιαδήποτε τεχνική εργασία μετέχει και του πνευματικού στοιχείου και απαιτεί την αναγκαία εμπειρία και κατάρτιση, η εκτέλεση όμως της εργασίας αυτής με ιδία ευθύνη του εκτελούντος, χωρίς την εποπτεία και τις οδηγίες άλλου, δεν χαρακτηρίζει αφ’ εαυτής κατά αναγκαία ακολουθία την εν λόγω εργασία ως εργασία υπαλλήλου, εάν δεν συντρέχει κατά προέχοντα λόγο το πνευματικό στοιχείο. Κατά πάσα περίπτωση, κριτήριο της διακρίσεως υπαλλήλου – εργάτη είναι το είδος της παρεχομένης εργασίας και όχι ο συμβατικός χαρακτηρισμός. Οι έννοιες δε του υπαλλήλου και του εργάτη είναι νομικές και ως εκ τούτου η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο ως προς την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών και την απόδοση του οικείου χαρακτηρισμού.
Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται εάν έχει παραβιασθεί κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αντιθέτως, εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις, ως επίσης εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένως, η δε παραβίαση γίνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη υπαγωγή. Εάν το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση συντελείται ειδικότερα, εάν το δικαστήριο εφήρμοσε τον νόμο, παρ’ ότι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έκρινε ως αποδειχθέντα, δεν ήσαν επαρκή προς τούτο, ή αντιθέτως δεν εφήρμοσε τον νόμο, παρ’ ότι τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ήσαν επαρκή, ως επίσης εάν προέβη σε υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας τα περιστατικά αυτά δεν υπήγοντο. Ωσαύτως, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση συγχωρείται εάν η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως και ιδίως εάν στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες επί ζητήματος ασκούντος ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Τούτο συμβαίνει όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται παντελώς πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία, τα οποία απαιτούνται προς εφαρμογή της εφαρμοσθείσης διατάξεως του ουσιαστικού δικαίου, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους. Εξ άλλου, η αναίρεση αφορά τα προσβληθέντα κεφάλαια αλλά και τα τελούντα σε σχέση ουσιαστικής συναφείας προς αυτά κατά τρόπον ώστε να μην είναι δυνατό να αποχωρισθούν, όπως είναι το κεφάλαιο περί δικαστικών εξόδων, το οποίο έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, οπότε συναναιρούνται και αυτά. Εάν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και δια της παραδοχής ενός λόγου εξαφανίζεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κατά το μέρος, κατά το οποίο προσβάλλεται, δεν εξετάζονται οι τυχόν περιλαμβανόμενοι άλλοι λόγοι, εκτός εάν δικαιολογείται σχετικώς ειδικό έννομο συμφέρον. Εάν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση εξ οιουδήποτε άλλου λόγου εκτός της υπερβάσεως δικαιοδοσίας και της παραβιάσεως των περί αρμοδιότητος διατάξεων, δύναται συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 580 παρ. 1 – 3 ΚΠολΔ, να κρατήσει την υπόθεση και να επιληφθεί της εκδικάσεως αυτής, εάν κατά την κρίση του η υπόθεση δεν χρήζει περαιτέρω διευκρινίσεως, άλλως παραπέμπει την υπόθεση, προκειμένου να συζητηθεί σε νέα δικάσιμο, και προκειμένου περί των υπ’ αριθμ. 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγων, δύναται να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον άλλου δικαστηρίου ισοβάθμου και ομοειδούς προς το εκδώσαν την αναιρεθείσα απόφαση ή ενώπιον του ιδίου, εάν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός των εκδωσάντων την αναιρεθείσα απόφαση.
Εν προκειμένω, από την κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο εδέχθη τα εξής: “Τον Οκτώβριο του 1984, ο ενάγων συμφώνησε προφορικά με τον θείο του, Κ. Δ., και προσελήφθη στην επιχείρηση βιβλιοδεσίας που διατηρούσε ο τελευταίος, ως βοηθός εργάτη, ενώ από τον Οκτώβριο του 1985 ασφαλίστηκε και στο ΙΚΑ. Τότε στην επιχείρηση εργαζόταν ως τεχνίτης βιβλιοδέτης ο Ι. Κ., τον οποίο και βοηθούσε ο ενάγων. Αυτός δε, ως έμπειρος τεχνίτης ανέλαβε να εκπαιδεύσει τον ενάγοντα στη διαδικασία της βιβλιοδεσίας ήτοι στην παραλαβή των τευχών των περιοδικών ή των βιβλίων που χρειάζονταν δέσιμο, αν επρόκειτο δε για παλαιά βιβλιοδετημένα που είχαν φθαρεί και έπρεπε να βιβλιοδετηθούν ξανά, στο λύσιμο και στη συντήρηση αυτών, αν χρειαζόταν, διάφορες επιδιορθώσεις, όπως η ένωση σκισμένων σελίδων ή κομματιών και η ενίσχυση αδύναμων σημείων, στη στοίχιση των φύλλων, στο συμμετρικό κόψιμο αυτών, στο εξωτερικό δέσιμο του βιβλίου, στη συρραφή των φύλλων, ανάλογα με το είδος του βιβλίου, το βάρος και το μέγεθος αυτού, στην κοπή των χαρτονιών στην ειδική μηχανή, στο δέσιμο της δερμάτινης στην υπόλοιπη επιφάνεια του βιβλίου, στη συγκόλληση των εσώφυλλων και στην τοποθέτηση των διακοσμητικών γραμμάτων στη ράχη του βιβλίου. Έκτοτε, δε, και για σειρά ετών, ο ενάγων παρείχε αποκλειστικά χειρωνακτική εργασία. Με την πάροδο των ετών, όμως, ο ενάγων απέκτησε εμπειρία και ικανότητα στην βιβλιοδεσία. Έπαψε, πλέον, να είναι απλός εργάτης βιβλιοδετείου, έγινε βοηθός τεχνίτη, απασχολούμενος πλέον στην αποπεράτωση και διεκπεραίωση βιβλιοδετικών εργασιών, στο χειρισμό των βιβλιοδετικών μηχανών, στην κατασκευή δια χειρός καλλιτεχνικών καλυμμάτων και καλλιτεχνικών εκτυπώσεων του τίτλου και διακοσμητικών σχεδίων έγχρωμων, χρυσών ή αργυρών, υπό την καθοδήγηση και τις οδηγίες του τεχνίτη βιβλιοδέτη Ι. Κ.. Συνέχισε δε εργάζεται με τις ίδιες προϋποθέσεις και μετά τη συνταξιοδότηση του Κ. Δ. (το Μάρτιο του 1996), όταν η επιχείρηση μεταβιβάστηκε στην εναγόμενη κόρη του και εξαδέλφη του ενάγοντος. Μετά δε τη συνταξιοδότηση και του Ι. Κ. (2005), ο ενάγων απέκτησε ουσιαστικά την ιδιότητα του τεχνίτη βιβλιοδέτη, εκτελώντας τις προαναφερόμενες εργασίες βιβλιοδεσίας μόνος του και χωρίς την καθοδήγηση τρίτου. Στις 31-12-2009, η εναγόμενη κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, ο μηνιαίος μισθός του οποίου ανερχόταν τότε σε 1.306,50 ευρώ, καθώς η επιχείρηση αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και η εναγόμενη προτίθετο να την κλείσει. Κατέβαλε δε σ’ αυτόν αποζημίωση 8.000 ευρώ, εκτιμώντας ότι ο ενάγων εντάσσεται στην κατηγορία του εργάτη και όχι του υπαλλήλου. Αναφορικά δε με την απασχόληση του ενάγοντος στην επιχείρηση βιβλιοδεσίας της εναγόμενης, αποδείχθηκε ότι υπερτερούσε το πνευματικό από το σωματικό στοιχείο, δεδομένου ότι είχε αποκτήσει την εμπειρία να διεκπεραιώνει με επιτυχία όλη τη διαδικασία βιβλιοδεσίας, λαμβάνοντας πρωτοβουλία και αναλαμβάνοντας τη σχετική ευθύνη κατά την εκτέλεση της σχετικής εργασίας, χωρίς να χρειάζεται καθοδήγηση από τρίτο πρόσωπο. Εκείνος έκρινε, αν τα παλαιά φθαρμένα βιβλιοδετημένα περιοδικά ή βιβλία, που έπρεπε να βιβλιοδετηθούν ξανά, χρειάζονταν συντήρηση, διάφορες επιδιορθώσεις δηλαδή όπως η ένωση σκισμένων σελίδων ή κομματιών ή η ενίσχυση αδύναμων σημείων ή όχι. Αυτός αποφάσιζε, ανάλογα με το μέγεθος, το βάρος και το σχήμα του βιβλίου, πόσες ραφές (3, 5, 9) συγκράτησης των χαρτονιών και πόσο πρεσάρισμα απαιτούνταν ώστε η βιβλιοδεσία να είναι αισθητικά αποδεκτή, συμπαγής και ανθεκτική. Η πρωτοβουλία που επιδείκνυε ο ενάγων στα ως άνω στάδια της βιβλιοδεσίας ως αποτέλεσμα πνευματικής κρίσης, ήταν καθοριστικής σημασίας για την ποιότητα της βιβλιοδεσίας και το τελικό αποτέλεσμα αυτής. Χαρακτηριστικό, δε, της εμπειρίας του ενάγοντος και της ικανότητάς του να φέρει εις πέρας την βιβλιοδετική διαδικασία αποτελεί και η πρόταση που του έγινε εκ μέρους της εναγόμενης, όταν η τελευταία αποφάσισε να κλείσει την επιχείρηση λόγω οικονομικών δυσκολιών, να την αναλάβει εκείνος, καθώς η εναγόμενη γνώριζε ότι ο ενάγων θα μπορούσε να τα καταφέρει, όντας γνώστης της διαδικασίας βιβλιοδεσίας και έχοντας μεγάλη εμπειρία στο αντικείμενο αυτό. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, ο ενάγων, λόγω της μακρόχρονης απασχόλησής του με το σχετικό αντικείμενο της επιχείρησης, απέκτησε θέση ευθύνης στην επιχείρηση της εναγόμενης και εκτελούσε εργασίες για τις οποίες απαιτούνταν κατά κύριο λόγο η καταβολή πνευματικής ενέργειας. Υπό τα δεδομένα αυτά η πιο πάνω εργασία που προσέφερε ο ενάγων ήταν εργασία υπαλλήλου, αφού αυτή ήταν κατά κύριο λόγο προϊόν πνευματικού μόχθου και προϋπέθετε για την εκτέλεσή της εμπειρία, κατάρτιση και υπευθυνότητα, ανεξαρτήτως του ότι στην έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, αυτός αναφέρεται από την εναγόμενη ως εργάτης – τεχνίτης βιβλιοδέτης.
Συνεπώς, έπρεπε να του καταβληθεί αποζημίωση υπαλλήλου και όχι εργάτη”. Υπό τις ως άνω παραδοχές, επί των οποίων εστήριξε την απορριπτική της εφέσεως κρίση του το Μονομελές Εφετείο, παρεβίασε ευθέως την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 10 παρ.1 του ν. 3514/1928, αλλά και εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες επί ζητήματος ασκούντος ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, καθιστώσες ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, και εστέρησε την απόφασή του νομίμου βάσεως. Συγκεκριμένως, το Μονομελές Εφετείο εδέχθη κατά τα ανωτέρω ότι ο ενάγων προσελήφθη τον Οκτώβριο 1984 στην επιχείρηση βιβλιοδεσίας του θείου του Κ. Δ. και παρείχε έκτοτε χειρωνακτική εργασία ως βοηθός του τεχνίτη βιβλιοδέτη Ι. Κ., ο οποίος και ανέλαβε να τον εκπαιδεύσει στην διαδικασία της βιβλιοδεσίας, με την πάροδο των ετών όμως απέκτησε ικανότητα στην βιβλιοδεσία, έγινε βοηθός τεχνίτη, απασχολούμενος στην αποπεράτωση και διεκπεραίωση βιβλιοδετικών εργασιών, στον χειρισμό των βιβλιοδετικών μηχανών, στην κατασκευή δια χειρός καλλιτεχνικών καλυμμάτων και καλλιτεχνικών εκτυπώσεων του τίτλου και διακοσμητικών σχεδίων εγχρώμων, χρυσών ή αργυρών, υπό την καθοδήγηση και τις οδηγίες του Ι. Κ., μετά δε την συνταξιοδότηση αυτού, το έτος 2005, οπότε ανέλαβε την εκτέλεση των εργασιών βιβλιοδεσίας μόνος, χωρίς την καθοδήγηση τρίτου, απέκτησε ουσιαστικώς πλέον την ιδιότητα του τεχνίτη βιβλιοδέτη και η εργασία, την οποία παρείχε, προσιδίαζε σε υπάλληλο, δικαιούμενος ως εκ τούτου συμπληρώσεως της αποζημιώσεως, την οποία έλαβε, απολυθείς ως εργάτης. Ως προς την συνδρομή του πνευματικού στοιχείου εδέχθη το Μονομελές Εφετείο ότι “εκείνος έκρινε, αν τα παλαιά φθαρμένα βιβλιοδετημένα περιοδικά ή βιβλία, που έπρεπε να βιβλιοδετηθούν ξανά, χρειάζονταν συντήρηση, διάφορες επιδιορθώσεις δηλαδή όπως η ένωση σκισμένων σελίδων ή κομματιών ή η ενίσχυση αδύναμων σημείων ή όχι. Αυτός αποφάσιζε, ανάλογα με το μέγεθος, το βάρος και το σχήμα του βιβλίου, πόσες ραφές (3, 5, 9) συγκράτησης των χαρτονιών και πόσο πρεσάρισμα απαιτούνταν ώστε ή βιβλιοδεσία να είναι αισθητικά αποδεκτή, συμπαγής και ανθεκτική. Η πρωτοβουλία που επιδείκνυε ο ενάγων στα ως άνω στάδια της βιβλιοδεσίας ως αποτέλεσμα πνευματικής κρίσης, ήταν καθοριστικής σημασίας για την ποιότητα της βιβλιοδεσίας και το τελικό αποτέλεσμα αυτής”.
Όμως, αφ’ ενός η εκτέλεση ιδία ευθύνη τεχνικών εργασιών δεν προσδίδει κατά τα ανωτέρω αφ’ εαυτής την ιδιότητα του υπαλλήλου, εάν δεν προέχει και το πνευματικό στοιχείο, αφ’ ετέρου οι επί μέρους εργασίες, ως προς τις οποίες επεδείκνυε καθοριστικής σημασίας ως προς την ποιότητα της βιβλιοδεσίας πρωτοβουλία ο αναιρεσίβλητος, τις οποίες εδέχθη το Μονομελές Εφετείο ως αποδεικνύουσες την υπεροχή του πνευματικού στοιχείου, τεκμηριώνουν μεν την ύπαρξη του εν λόγω στοιχείου, το οποίο άλλωστε, ως προανεφέρθη, είναι αυτονόητο ότι ενυπάρχει σε οποιαδήποτε τεχνική εργασία, δεν επαρκούν όμως να θεμελιώσουν την απαιτουμένη, προκειμένου να στοιχειοθετείται η έννοια του υπαλλήλου, υπεροχή του στοιχείου τούτου κατά προέχοντα λόγο.
Δεν εξηγείται ικανοποιητικώς στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση βάσει ποίων δεδομένων οι εν λόγω επί μέρους περιγραφόμενες εργασίες, στις οποίες προέβαινε ο αναιρεσίβλητος χωρίς την καθοδήγηση τρίτου, δεν αποτελούν απλές εφαρμογές της τεχνικής της βιβλιοδεσίας, αλλά απαιτούν εξιδιασμένη εμπειρία, ούτε αναφέρεται εάν ο αναιρεσίβλητος ανελάμβανε, χωρίς την καθοδήγηση τρίτου, και την κατασκευή δια χειρός καλλιτεχνικών καλυμμάτων και καλλιτεχνικών εκτυπώσεων του τίτλου και διακοσμητικών σχεδίων εγχρώμων, χρυσών ή αργυρών, ούτε επίσης αναφέρεται το είδος των υπαρχουσών βιβλιοδετικών μηχανών, εάν ήσαν ηλεκτρονικές ή ψηφιακές ή χειροκίνητες, ούτε εάν η χρησιμοποίηση αυτών προϋπέθετε ιδία πνευματική προσπάθεια και προγραμματισμό ηλεκτρονικό ή ψηφιακό από τον αναιρεσίβλητο ή συνίστατο σε απλή ρύθμιση και χειρισμό μηχανικού μέσου, ούτε διασαφηνίζεται εάν από του έτους 1996 απεχώρησε ο Κ. Δ. από την επιχείρηση ή παρέμεινε και μετά την λόγω της συνταξιοδοτήσεώς του μεταβίβαση της επιχειρήσεως στην αναιρεσείουσα, ούτε εάν υφίσταντο στην εν λόγω επιχείρηση και άλλοι εργαζόμενοι και ποίο το αντικείμενο της εργασίας αυτών, ενώ το προς επίρρωση του αποδεικτικού πορίσματος διαλαμβανόμενο πραγματικό περιστατικό, ότι η αναιρεσείουσα προτιθεμένη να αποδεσμευθεί της επιχειρήσεως λόγω οικονομικών δυσκολιών προέτρεψε τον αναιρεσίβλητο να αναλάβει την εκμετάλλευση αυτής, δεν παρέχει ασφαλή βάση αξιολογήσεως της εργασίας του αναιρεσιβλήτου ως εργασίας υπαλλήλου ή εργάτη.
Επομένως, ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, δια του οποίου προσάπτονται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση οι αιτιάσεις εκ των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, της παραβιάσεως της διατάξεως του άρθρου 10 παρ.1 του ν. 3514/1928 και της ανεπαρκούς αιτιολογίας, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί καθ’ ολοκληρίαν η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλον Δικαστή εκτός του εκδώσαντος την εν λόγω απόφαση, ενώ παρέλκει κατά τα προαναφερθέντα η εξέταση των λοιπών λόγων της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως, αφού η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έχει κατά τα ανωτέρω καθ’ ολοκληρίαν αναιρεθεί δυνάμει του δεκτού γενομένου λόγου. Επειδή, συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσειούσης, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος αυτής, ως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμόν 72/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, συντιθεμένου από άλλον Δικαστή εκτός του εκδώσαντος την εν λόγω απόφαση. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσειούσης ποσού δύο χιλιάδων τριακοσίων (2300) ευρώ.-
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 19 Αυγούστου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ