Σε κατ’ αρχήν εξωδικαστικό διακανονισμό ήλθε η ευρωπαϊκή αεροναυπηγική εταιρεία της Airbus με τις γαλλικές, βρετανικές και αμερικανικές αρχές, οι οποίες την κατηγορούσαν για δωροδοκία και διαφθορά. Οι εκτιμήσεις φέρουν τον διακανονισμό από 3 έως 5 δισ. ευρώ. Η έρευνα για την υπόθεση της Αirbus διεξάγεται εδώ και τρία χρόνια και εάν ακολουθείτο η δικαστική οδός και αποδεικνυόταν ένοχη, τότε θα της απαγορευόταν η συμμετοχή σε δημόσιους διαγωνισμούς σε Ε.Ε. και ΗΠΑ. Κάτι τέτοιο θα ήταν ένας πολύ σοβαρός κλυδωνισμός για έναν όμιλο που θεωρείται κορυφαίος στη Γηραιά Ηπειρο στο πεδίο του αμυντικού εξοπλισμού και της αεροδιαστημικής.
Οι γαλλικές και οι βρετανικές αρχές είχαν θέσει στο στόχαστρό τους την ευρωπαϊκή αεροναυπηγική εταιρεία, διότι υπήρχαν υποψίες για διαφθορά αναφορικά με τις πωλήσεις τζετ πριν από δέκα και πλέον χρόνια. Στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, οι Αρχές διερευνούσαν εάν είχε όντως παραβιάσει τους κανόνες για τον έλεγχο των εξαγωγών. Επισήμως, η Airbus δεν ανέφερε το ύψος του διακανονισμού, αλλά δημοσιεύματα του Τύπου και εκτιμήσεις των αναλυτών τον φέρουν από 3 έως και 5 δισεκατομμύρια ευρώ. Η τιμή της μετοχής της Airbus, πάντως, σημείωσε χθες το μεσημέρι άνοδο 1,3%, διότι οι επενδυτές υποδέχθηκαν ευνοϊκά το κλείσιμο μιας από τις δύσκολες υποθέσεις για την εταιρεία. Δεν έχει ακόμα γίνει γνωστό εάν ο διακανονισμός με τις Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιστοιχεί μόνον στο θέμα της παραβίασης του ελέγχου εξαγωγών ή και στην ευρύτερη υπόθεση της διαφθοράς.
Το καμπανάκι χτύπησε για τους Γάλλους και τους Βρετανούς, όταν οι αναφορές της Αirbus προς τις Αρχές για την πληρωμή ενός δικτύου πωλητών της ήταν παραπλανητικές και ημιτελείς. Η βρετανική υπηρεσία οικονομικού εγκλήματος ξεκίνησε τις έρευνές της τον Αύγουστο του 2016 και μετά επτά μήνες ακολούθησε και η ομόλογη γαλλική. Σύμφωνα με έγκυρες πηγές, στο επίκεντρο της διαβόητης αυτής υπόθεσης ήταν ένα πεπαλαιωμένο σύστημα εξωτερικών πωλητών, το οποίο ελεγχόταν από μία μονάδα που έχει πλέον διαλυθεί. Στις καλύτερες εποχές του συμμετείχαν σε αυτό σχεδόν 250 πωλητές από διάφορα σημεία του κόσμου, ενώ η Αirbus τους κατέβαλε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο. Το 2014, ο τότε γενικός διευθυντής της Xάραλντ Βίλχελμ διέκοψε τις πληρωμές τρίτων, ξεκίνησε μία εις βάθος εσωτερική έρευνα στην Αirbus, ενώ ορισμένοι απλήρωτοι σύμβουλοί της κινήθηκαν δικαστικά εναντίον της. Αποδείχθηκε ότι υπήρχαν νόμιμες αποδείξεις για πληρωμές 100 εκατομμυρίων ευρώ σε ετήσια βάση. Το επόμενο βήμα ήταν ο ανασχηματισμός στα ανώτατα κλιμάκια της Airbus, αλλά και η απόλυση 100 και πλέον στελεχών λόγω της μη συμμόρφωσής τους σε θέματα ηθικής και δεοντολογίας. Κανείς δεν κατηγορήθηκε για παραβάσεις, αλλά η κινητοποίηση της Αirbus στόχο είχε να αυξήσει τις πιθανότητες ενός εξωδικαστικού διακανονισμού, όπως αυτοί που συνηθίζονται στις ΗΠΑ.