Τα Νομοθετικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου(Ν.Π.Ι.Δ.) ακόμη κι αν χρηματοδοτούνται από το κράτος, δεν νομιμοποιούνται να μην καταβάλλουν δώρα και επίδομα αδείας στους υπαλλήλους τους αν έτσι στερούν από αυτούς το δικαιούμενο ικανοποιητικό και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Αυτό έκρινε με την υπ.αριθμ 322/2019 απόφασή του το Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου δικαιώνοντας υπαλλήλους Αθλητικής Ομοσπονδίας, αφού κατά το δικαστήριο «εκτός από την τακτική επιχορήγηση της από τον κρατικό προϋπολογισμό και τη σχετική λογοδοσία προς τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού για την τήρηση της νομιμότητας και την προσήκουσα διαχείριση των πόρων, με τους οποίους χρηματοδοτείται μέσω της εν λόγω επιχορήγησης, δεν ελέγχεται κατά την εκτέλεση και επιδίωξη των καταστατικών σκοπών της από το Ελληνικό Δημόσιο, διαθέτοντας, βάσει του σωματειακού της χαρακτήρα, λειτουργική αυτονομία και ανεξαρτησία αναφορικά με τους τρόπους και τα μέσα που μετέρχεται για την αξιοποίηση των πόρων, που προέρχονται τόσο από την τακτική επιχορήγηση από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού όσο και από ίδια έσοδα ενδεικτικά από εισφορές, χορηγίες, δωρεές».
Το σκεπτικό
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης:
«Οι ενάγοντες είναι υπάλληλοι της εναγομένης Ομοσπονδίας και παρέχουν την εργασία τους σε αυτή, οι μεν 1η – 9ος και η 14η εξ αυτών με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, οι δε 10η – 12η εξ αυτών με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Απαντες οι ανωτέρω, πλην της 13ης εξ αυτών που παρείχε την εργασία της στην εναγομένη έως και τον μήνα Φεβρουάριο έτους 2015 ότε και συνταξιοδοτήθηκε, παρείχαν την εργασία τους στην εναγομένη από την ημερομηνία διορισμού εκάστου εξ αυτών και έκτοτε, οι δε πάσης φύσεως αποδοχές τους ήταν κάτω των 3.000,00 ευρώ, ακόμα και εάν συμπεριληφθούν σε αυτές τα καταργηθέντα επιδόματα εορτών και αδείας. Στο σημείο αυτό, λεκτέα τα ακόλουθα:
Η εναγομένη Αθλητική Ομοσπονδία δεν ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ούτε αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου χαρακτήρα, διότι εκτός από την τακτική επιχορήγηση της από τον κρατικό προϋπολογισμό και τη σχετική λογοδοσία προς τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού για την τήρηση της νομιμότητας και την προσήκουσα διαχείριση των πόρων, με τους οποίους χρηματοδοτείται μέσω της εν λόγω επιχορήγησης, δεν ελέγχεται κατά την εκτέλεση και επιδίωξη των καταστατικών σκοπών της από το Ελληνικό Δημόσιο, διαθέτοντας, βάσει του σωματειακού της χαρακτήρα, λειτουργική αυτονομία και ανεξαρτησία αναφορικά με τους τρόπους και τα μέσα που μετέρχεται για την αξιοποίηση των πόρων, που προέρχονται τόσο από την τακτική επιχορήγηση από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού όσο και από ίδια έσοδα ενδεικτικά από εισφορές, χορηγίες, δωρεές. Περαιτέρω, η εναγομένη Ομοσπονδία δεν ανήκει στο κράτος με την έννοια του άρθρου 31 παρ. 1 στοιχ. α Ν. 4024/2011 και της υποπαραγράφου Γ.1. εδαφ. 12 Ν. 4093/2012 καθώς πέραν της κρατικής εποπτείας αναφορικά με την ορθή διαχείριση της τακτικής επιχορήγησης που λαμβάνει από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, δεν υφίστανται για το νομικό πρόσωπο της οι λοιπές προϋποθέσεις, που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά με αυτή της κρατικής εποπτείας ώστε να υπάγεται ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ν.π.ι.δ.) στο κράτος (ήτοι επιδίωξη κρατικού ή δημόσιου σκοπού, κρατικός διορισμός, έλεγχος της διοίκησης του από το κράτος). Ωστόσο, παρά τη μη υπαγωγή του στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, το εναγόμενο ν.π.ι.δ. υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 4024/2011 καθότι επιχορηγείται τακτικά από το κράτος σε ποσοστό που υπερβαίνει το ήμισυ του ετήσιου προϋπολογισμού του. Συνεπεία των παραπάνω, η μισθολογική κατάσταση των εναγόντων, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ρυθμίζονταν από τους Ν. 4024/2011 και Ν. 4093/2012 (κυρίως υποπαρ. Γ.1. εδαφ. 12 αυτού), συμμορφούμενη δε προς τον τελευταίο η εναγομένη Ομοσπονδία προέβη στην εξ ολοκλήρου κατάργηση των επιδομάτων εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων και αδείας, η οποία και συνεχίσθηκε μετά τη θέση σε ισχύ από 1-1-2016 του ν. 4354/2015 (άρθρο 34), ελλείψει αντιθέτου προβλέψεως. Εντούτοις σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναπτύχθηκαν στην μείζονα σκέψη της παρούσας, οι ως άνω διατάξεις τυγχάνουν ανεφάρμοστες ως αντικείμενες στο Σύνταγμα και στις έχουσες υπερνομοθετική ισχύ διατάξεις των ανωτέρω διεθνών συνθηκών, εφόσον στερούν από τους ενάγοντες το δικαιούμενο ικανοποιητικό και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Με τις παραπάνω σκέψεις ο ισχυρισμός των εναγόντων περί μη εφαρμογής των διατάξεων των ν. 4093/2012 και ν. 4354/2015 αντίστοιχα, ως αντισυνταγματικών, πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσία βάσιμος».