Κατά τη διάταξη του άρθρου 529 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών κατά το άρθρο 591 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, κατά δε τη διάταξη της παρ. 2 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται πρώτη φορά σε αυτό ως απαράδεκτα, αν κατά την κρίση του ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια.
Ως νέα αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται είτε αυτά που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτοδίκως, είτε αυτά που υποβλήθηκαν μεν πρωτοδίκως, αλλά ήσαν απαράδεκτα, όπως λ.χ. εκπρόθεσμα ή χωρίς επίκληση ή χωρίς νόμιμη σήμανση κ.λ.π., είναι δε αδιάφορο αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ή αντιπαρήλθε σιωπηρά το τελευταίο.
Η διάταξη, εξάλλου, του άρθρου 529 παρ. 1 εδάφιο α` ΚΠολΔ είναι γενική και, έτσι, περιλαμβάνει χωρίς διακρίσεις όλα τα αποδεικτικά μέσα που επιτρέπονται από το νόμο, δηλαδή τόσο τα αποδεικτικά, που απόκεινται στην πρωτοβουλία των διαδίκων (όπως έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις) ή παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη (δικαστικά τεκμήρια), όσο και εκείνα, η απόδειξη των οποίων μπορεί να διαταχθεί ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των διαδίκων (λ.χ. αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη).
Εν προκειμένω, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι το Εφετείο εσφαλμένα δεν έλαβε υπ’ όψη του την προσκομισθείσα με επίκληση ως άνω ένορκη βεβαίωση, η οποία είχε ληφθεί νομίμως κατά την ορισθείσα ημέρα και ώρα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Δράμας και η οποία ήταν παραδεκτή, ως νέο αποδεικτικό στοιχείο, ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, έστω και εάν ήταν απαράδεκτη, ως εκπροθέσμως προσκομισθείσα μετά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.
Απόπασμα της απόφασης
[…] Με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 ισχύοντος από 2.4.2012 κατά το άρθρο 113 αυτού, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 93 παρ. 1 του Ν. 4139/2013, και η οποία αναριθμήθηκε σε παρ. 3 με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 μετά την αναδιατύπωση του εν λόγω άρθρου, ισχύοντος από 1.1.2016 [κατά το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του τελευταίου αυτού νόμου], προβλέπεται η καταβολή παραβόλου από εκείνον που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης (και επί περισσοτέρων ομοδίκων ενός παραβόλου), το οποίο ανέρχεται στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ για την περίπτωση της αναίρεσης, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, με κύρωση, σε περίπτωση μη καταβολής αυτού, την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου από το Δικαστήριο
Σύμφωνα όμως με το τελευταίο εδάφιο της διάταξης αυτής, η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για τις διαφορές, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 614 παρ. 3 του ιδίου Κώδικα (εργατικές διαφορές – προηγουμένως άρθ. 663 επ. του ΚΠολΔ). Στην προκειμένη περίπτωση κατά την κατάθεση της ένδικης από 7.6.2017 και με αριθ. κατάθεσης 32/7.6.2017 αίτησης αναίρεσης κατά της υπ’ αριθ. 155/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θράκης, με αντικείμενο εργατική διαφορά μεταξύ των διαδίκων, οι αναιρεσείοντες προέβησαν στην επισύναψη του υπ’ αριθ. 137382647977 0807 0043 ηλεκτρονικού παραβόλου, ύψους τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ για την άσκηση της αναίρεσης. Η ως άνω διαφορά όμως, ως εργατική διαφορά, απαλλάσσεται της καταβολής παραβόλου για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης και κατά συνέπεια το καταβληθέν παράβολο πρέπει να αποδοθεί στους αναιρεσείοντες, ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης επί της ως άνω αίτησης αναίρεσης (ΑΕΔ 3, 4/2014). […]
[…] Με την προσβαλλόμενη απόφασή του το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέκρουσε τη λήψη υπ’ όψη της ως άνω ένορκης βεβαίωσης, μεταξύ των λοιπών αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπ’ όψη του για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης, με το ακόλουθο σκεπτικό: “…, μη συμπεριλαμβανομένης της υπ’ αριθμ. 1105/23.10.2014 ένορκης βεβαίωσης της Τ. Κ., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Δράμας, που συντάχθηκε ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου τους (βλ. σχετικά πρακτικά συζήτησης της εκκαλουμένης απόφασης, όπου δηλώθηκε προφορικά κλήση και γνωστοποίηση μαρτύρων προς την ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη), την οποία προσκόμισαν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, καταρχήν με την προσθήκη των προτάσεων τους ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όπου δεν ελήφθη υπ’ όψη με το σκεπτικό ότι δεν άγει σε αντίκρουση αντένστασης της ενάγουσας που προέβαλε το πρώτον με τις προτάσεις της, η οποία για την ταυτότητα του νομικού λόγου μη παραδεκτά προσκομίζεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, …”.
Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά παράβαση του άρθρου 529 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ, δεν έλαβε υπ’ όψη του την προσκομισθείσα με επίκληση ως άνω ένορκη βεβαίωση, η οποία είχε ληφθεί νομίμως κατά την ορισθείσα ημέρα και ώρα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Δράμας και η οποία ήταν παραδεκτή, ως νέο αποδεικτικό στοιχείο, ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, έστω και εάν ήταν απαράδεκτη, ως εκπροθέσμως προσκομισθείσα μετά τη συζήτηση, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και κατά συνέπεια υπέπεσε στην από τον αριθμό 11 περ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια.
Επομένως κατά παραδοχή του πρώτου λόγου αναίρεσης ως βάσιμου, πρέπει ν’ αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ παρέλκει η έρευνα της βασιμότητας των λοιπών από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγων αναίρεσης (άρθ. 580 παρ.3 του ΚΠολΔ)[…]
Δείτε αναλυτικά την απόφαση ΑΠ 484/2019 στο areiospagos.gr