ΑΠΟΦΑΣΗ
Zikatanova κ.α. κατά Βουλγαρίας της 12.12.2019 (αριθ. προσφ. 45806/11)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Καθυστέρηση αποζημίωσης λόγω απαλλοτρίωσης για πάνω από 20 χρόνια! Παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία.
Οι προσφεύγοντες στερήθηκαν την γεωργική γη τους λόγω απαλλοτρίωσης από το Υπουργείο Παιδείας. Το κράτος ακόμα και μετά την πάροδο 25 ετών, παρέλειψε να αποζημιώσει τους δικαιούχους είτε με την καταβολή της χρηματικής αξίας των ακινήτων, είτε με την επιστροφή της γης τους. Κάποιες διαδικασίες για την καταβολή αποζημίωσης ακόμα συνεχίζονται.
Το Στρασβούργο επισημαίνει ότι όταν διακυβεύεται ένα ζήτημα γενικού συμφέροντος, εναπόκειται στις δημόσιες αρχές να ενεργούν εγκαίρως, με κατάλληλο και συνεπή τρόπο και διαπιστώνει ότι στην υπό κρίση υπόθεση ορισμένες καθυστερήσεις προκλήθηκαν από το δισταγμό των αρμόδιων αρχών να αποφασίσουν. Ακόμα και στις περιπτώσεις που είχε παρθεί η απόφαση αποζημίωσης, υπήρχε αναιτιολόγητη αδράνεια για την εφαρμογή της.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι καθυστερήσεις στις διαδικασίες αποκατάστασης ήταν καταλογιστέες στις αρχές, και ότι ακόμη και αν έπρεπε να ληφθεί υπόψη η αναμφισβήτητη πολυπλοκότητα της διαδικασίας αποζημίωσης, η παρατεταμένη αμφιβολία που δημιουργήθηκε στους δικαιούχους παραβίασε το δικαίωμά τους στην ιδιοκτησία (άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι 147 Βούλγαροι οι οποίοι γεννήθηκαν μεταξύ 1921 και 1987 και ζουν ή ζούσαν στη Σόφια.
Η υπόθεση αφορούσε την καταγγελία των προσφευγόντων ότι δεν ήταν σε θέση να επιτύχουν την αποζημίωση σε χρήμα για την απαλλοτριωμένη περιουσία και την παρατεταμένη αβεβαιότητα όσον αφορά την επίλυση των αιτήσεων αποζημίωσής τους.
Οι προκάτοχοί των προσφευγόντων κατείχαν αγροτεμάχια στα περίχωρα της Σόφιας σε μια περιοχή που ονομάζονταν Vrazhdebna, η οποία ενσωματώθηκε σε έναν Συνεταιρισμό το 1950. Δέκα χρόνια αργότερα το κράτος απαλλοτρίωσε την έκταση, η οποία χρησιμοποιήθηκε από το Υπουργείο Παιδείας για τη δημιουργία ενός πειραματικού αγρού για μαθητές και εκπαιδευόμενους αγροβιολόγους.
Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, το Κοινοβούλιο θέσπισε το 1991 νόμο για τα γεωργικά εδάφη και οι προσφεύγοντες ζήτησαν στη συνέχεια να τους επιστραφεί η γη των συγγενών τους. Μετά από διάφορες αποφάσεις και διαδικασίες που σχετίζονται με τη γη, συμπεριλαμβανομένων ενεργειών που σχετίζονται με πιθανή αποζημίωση, ο Περιφερειάρχης της Σόφιας καταχώρησε την έκταση ως δημόσια κρατική ιδιοκτησία.
Οι περισσότερες από τις ατομικές διαδικασίες αποκατάστασης των προσφευγόντων εξακολουθούν να βρίσκονται σε εξέλιξη. Αποφάσεις που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια αυτών των διαδικασιών κατά τη δεκαετία του 1990 και 2000 περιλαμβάνουν αναγνώριση του δικαιώματος αποζημίωσης, τις αρνήσεις για αποζημίωση της έκτασης σε είδος και αποφάσεις για την αποζημίωση σε χρήματα αντ’ αυτού. Ορισμένοι προσφεύγοντες έλαβαν πίσω τα οικόπεδά τους.
Επικαλούμενοι το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου σε συνδυασμό με το άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής), οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι δεν κατέστη δυνατόν να επιτύχουν την επιστροφή της ιδιοκτησίας που ανήκε στους προκατόχους τους στη Vrazhdebna και ότι υπήρξε παρατεταμένη αβεβαιότητα στην επίλυση των αιτημάτων αποζημίωσης.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Συνοψίζοντας, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αιτήσεις των προσφευγόντων αριθ. 1-13, 15-25, 34, 37-87, 103-30 και 134-147, καθώς και οι αιτήσεις με αριθ. 131-33 (όσον αφορά τα οικόπεδα που υπόκεινται στην απόφαση του 2001 της επιτροπής γης) αφορούσαν την αδυναμία επίτευξης της αποζημίωσης σε είδος και είναι ασυμβίβαστες με τις διατάξεις της Σύμβασης κατά την έννοια του άρθρου 35 §3. Επιπλέον, έκρινε ότι οι προσφεύγοντες με αριθ. 88-89 (και 90-101 και 131-33 δεν εξάντλησαν τα διαθέσιμα εγχώρια ένδικα μέσα σχετικά με την επιστροφή σε είδος, όπως απαιτείται από το άρθρο 35 § 1 της Σύμβασης. Συνεπώς, οι ανωτέρω προσφυγές πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες σύμφωνα με το άρθρο 35 § 4 της Σύμβασης.
- Καταγγελία σχετικά με τη διάρκεια των διαδικασιών αποκατάστασης
Όσον αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση, στο έντυπο της προσφυγής οι προσφεύγοντες διαμαρτυρήθηκαν για την αδυναμία αποζημίωσης σε είδος και για την παρατεταμένη αβεβαιότητα όσον αφορά την επίλυση των δικαιωμάτων αποκατάστασης. Μολονότι η προσφυγή σχετικά με τη διάρκεια των διαδικασιών αποζημίωσης διατυπώθηκε σαφέστερα με τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν μετά την κοινοποίηση της προσφυγής το Δικαστήριο είναι πεπεισμένο ότι οι υποβολές αυτές ισοδυναμούν με την επεξεργασία μιας προσφυγής που διατυπώθηκε αρχικά και όχι από την απόπειρα υποβολής νέας. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αιτίαση σχετικά με τη διάρκεια των διαδικασιών αποζημίωσης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της υπόθεσης.
Όσον αφορά τους υπόλοιπους προσφεύγοντες, ενώ το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η καταγγελία τους πρόκειται για τη διάρκεια της διαδικασίας αποζημίωσης και την αδυναμία των αρχών να ολοκληρώσουν την εν λόγω διαδικασία, με οποιονδήποτε τρόπο, και μέσω της αποζημίωσης. Επομένως, η υπό εξέταση καταγγελία δεν αφορά, όπως η προαναφερθείσα καταγγελία, συγκεκριμένα τη δυνατότητα να λάβουν αποζημίωση σε γη αλλά το γενικότερο δικαίωμα των προσφευγόντων για αποκατάσταση βάσει του νόμου του 1991, όπως αναφέρεται – με την επιστροφή της γης ή την αποζημίωση. Αυτό το γενικότερο δικαίωμα – το οποίο δεν αμφισβητείται από τις εγχώριες αρχές που εξακολουθούν να είναι σε θέση να το ικανοποιήσουν – συνιστά «δικαιολογημένη εμπιστοσύνη», με αποτέλεσμα την προστασία του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
Το Δικαστήριο έχει ήδη αναφέρει μερικές από τις γενικές αρχές του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου που εφαρμόζονται στις περιπτώσεις αποζημίωσης.
Στο πλαίσιο αυτό, η αβεβαιότητα – είτε νομοθετική, διοικητική είτε απορρέουσα από τις πρακτικές που εφαρμόζουν οι αρχές – αποτελεί παράγοντα που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση της συμπεριφοράς του κράτους. Πράγματι, όταν διακυβεύεται ένα ζήτημα γενικού συμφέροντος, εναπόκειται στις δημόσιες αρχές να ενεργούν εγκαίρως, με κατάλληλο και συνεπή τρόπο.
Η «δικαιολογημένη εμπιστοσύνη» των προσφευγόντων για αποζημίωση δημιουργήθηκε μεταξύ του 1995 και του 2011, όταν αναγνωρίστηκε από τις εθνικές αρχές.
Καμία από τις διαδικασίες που κινήθηκαν από τους προσφεύγοντες δεν έληξε. Σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν έχει αποφασισθεί εάν οι προσφεύγοντες δικαιούνται αποζημίωση σε γη ή σε χρήμα.
Οι περίοδοι που πρέπει να ληφθούν υπόψη διαρκούν μεταξύ οκτώ και είκοσι τεσσάρων ετών.
Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι ήταν ευθύνη των αρχών να ολοκληρώσουν εγκαίρως τις διαδικασίες και το Δικαστήριο δεν βλέπει κανένα λόγο να διαπιστώσει κάτι διαφορετικό. Έχει ήδη κρίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις ότι εναπόκειται στο κράτος να οργανώσει τα δικαστικά και διοικητικά του συστήματα κατά τρόπο που να εγγυάται τα δικαιώματα που απορρέουν από τη Σύμβαση.
Αυτό που προκύπτει από τα γεγονότα που συνοψίζονται ανωτέρω είναι ότι τουλάχιστον ορισμένες καθυστερήσεις προκλήθηκαν από το δισταγμό των αρμόδιων αρχών ως προς το αν η αποζημίωση σε γη ήταν εφικτή και το Υπουργείο Γεωργίας ήρθε σε διαφωνία με το θέμα αυτό με το Υπουργείο Παιδείας. Εξάλλου, ακόμη και στις περιπτώσεις που έχει ήδη τεθεί σε ισχύ απόφαση αποζημίωσης, το Τμήμα Γεωργίας δεν έχει αναλάβει δράση για την καταβολή της αποζημίωσης αυτής και δεν έχει αιτιολογηθεί η αδράνεια του.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι καθυστερήσεις στις διαδικασίες αποζημίωσης ήταν καταλογιστέες στις αρχές. Για τους ανωτέρω λόγους, διαπιστώνει επιπλέον ότι οι καθυστερήσεις ήταν αδικαιολόγητες, ακόμη και αν έπρεπε να ληφθεί υπόψη η αναμφισβήτητη πολυπλοκότητα της διαδικασίας αποζημίωσης και την ανάγκη των εθνικών αρχών να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα πολλών ενδιαφερόμενων μερών.
Σε αυτές τις καθυστερήσεις πρέπει να προστεθεί η μακρά αβεβαιότητα ως προς την τύχη των αιτήσεων αποζημίωσης των προσφευγόντων. Όπως σημειώθηκε, όλα αυτά τα χρόνια το Υπουργείο Γεωργίας και το Υπουργείο Παιδείας είχαν αντικρουόμενες απόψεις επί του θέματος και οι φορείς του Υπουργείου Γεωργίας δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν τις διαδικασίες. Σε μία από τις περιπτώσεις, δηλαδή στην προσφυγή των προσφευγόντων αριθ. 88-89, η αβεβαιότητα αυτή εξακολουθεί να υφίσταται, μολονότι οι προσφεύγουσες έλαβαν αμετάκλητες δικαστικές και διοικητικές αποφάσεις περί αποζημιώσεως, λόγω της ανάγκης τους να ασκήσουν συμπληρωματικές διαδικασίες προκειμένου να καθορίσουν με απόλυτο τρόπο το εύρος του δικαιώματος αποζημιώσεως .
Σε πολλές προηγούμενες υποθέσεις κατά της Βουλγαρίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι μακρές αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στις διαδικασίες αποκατάστασης, σε συνδυασμό με την παρατεταμένη αβεβαιότητα, οδήγησαν σε παραβιάσεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Δεν βλέπει κανένα λόγο να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα στην προκειμένη περίπτωση.
Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1, καθόσον οι αιτούντες παραπονέθηκαν για τη διάρκεια των διαδικασιών αποζημίωσης.
Δίκαιη ικανοποίηση: το ποσό των 3.000, 2.500, 2.000 και 1.500 ευρώ για ηθική βλάβη αντιστοίχως σε κάθε γκρουπ, αναλόγως με την αξία της περιουσίας, το ποσό των 490 ευρώ σε κάθε γκρουπ που διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 1 του 1ου πρωτοκόλλου και το ποσό των 926,66 ευρώ για έξοδα και δαπάνες. (επιμέλεια echrcaselaw.com).