ΑΠΟΦΑΣΗ
Stephens κατά Μάλτας (αριθ. 3) της 14.01.2020 (αριθ. προσφ. 35989/14)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων καταδικάστηκε για εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών σε 25 χρόνια κάθειρξης. Κατά τον προσφεύγοντα τα εγχώρια δικαστήρια τον καταδίκασαν στηριζόμενα στην μαρτυρική κατάθεση συγκατηγορουμένου του στην προδικασία, σύμφωνα με την οποία τα ναρκωτικά που βρέθηκαν πάνω του τα προμήθευσε ο προσφεύγων. Την κατάθεση αυτή άλλαξε στη συνέχεια στο δικαστήριο ο συγκατηγορούμενος μη αναγνωρίζοντας τον προσφεύγοντα.
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου στις μαρτυρικές καταθέσεις συγκατηγορουμένων και συνεργών πρέπει να εφαρμόζεται υψηλότερος βαθμός ελέγχου για την εκτίμηση τους και την χρήση τους ως αποδεικτικών μέσων. Στην υπό κρίση υπόθεση όμως τα εθνικά δικαστήρια καταδίκασαν τον προσφεύγοντα όχι με βάση αποκλειστικά την κατάθεση του συγκατηγορουμένου του στην προδικασία αλλά στηρίχθηκαν και σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως η κατάθεση μάρτυρα και η απολογία του ίδιου του προσφεύγοντα – κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
Το ΕΔΔΑ υπενθυμίζει ότι εγγενής στόχος του άρθρου 6 είναι πάντα να συμβάλλει στη διασφάλιση της δίκαιης δίκης στο σύνολο της ποινικής διαδικασίας και για τον προσδιορισμό της δίκης στο σύνολό της ως δίκαιης, πρέπει να εξεταστεί αν τηρήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας και υπεράσπισης. Στην επίδικη υπόθεση δεν διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν δώσει την δέουσα προσοχή και σημασία στα αποδεικτικά μέσα που τέθηκαν ενώπιόν τους. Συνεπώς δεν διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6§1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Mark Charles Kenneth Stephens, είναι βρετανός υπήκοος που γεννήθηκε το 1963 και κρατείται στο Paola (Μάλτα).
Η υπόθεση αφορούσε τον ισχυρισμό του ότι η δίκη του σχετικά με κατηγορίες διακίνησης ναρκωτικών ήταν άδικη. Ο προσφεύγων συνελήφθη στην Ισπανία το 2004 με την κατηγορία της διακίνησης ναρκωτικών και στη συνέχεια απελάθηκε στη Μάλτα, όταν ένας συλληφθείς G.R.E., τον οποίο είχε σταματήσει η αστυνομία στο Διεθνή Αερολιμένα Μάλτας και εντοπίστηκε κοκαΐνη και έκσταση στην τσάντα του, τον κατονόμασε ως το άτομο που του έδωσε τα ναρκωτικά που μετέφερε. Ο G.R.E. αργότερα επιβεβαίωσε την κατάθεσή του και ενώπιον δικαστή.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, ωστόσο, ο G.R.E. άλλαξε τη κατάθεση του, λέγοντας ότι ο προσφεύγων δεν ήταν ο «Mark Stephens» που ήξερε.
Ο κ. Stephens κρίθηκε ένοχος τον Νοέμβριο του 2008 ότι διακινούσε παράνομα κοκαΐνη και έκσταση και καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξης. Η καταδίκη του βασίστηκε στις προδικαστικές καταθέσεις του G.R.E.
Η έφεση του και οι διαδικασίες ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου ήταν αμφότερες ανεπιτυχείς, το 2010 και το 2013 αντίστοιχα.
Σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας έθεσε το ζήτημα του παραδεκτού των προδικαστικών καταθέσεων του G.R.E., χωρίς επιτυχία. Συγκεκριμένα, τα δικαστήρια διαπίστωσαν ότι οι καταθέσεις επιβεβαιώθηκαν από μάρτυρες, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του προσφεύγοντος και ενός από τους φίλους του, ο οποίος είχε επιβεβαιώσει ότι είχε παραλάβει τον G.R.E. από το αεροδρόμιο. Τα δικαστήρια διαπίστωσαν επίσης ότι ο ισχυρισμός του προσφεύγοντα ότι δικαστής του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν κατόρθωσε να διευθύνει το σώμα των ενόρκων για να χειριστεί τα αποδεικτικά στοιχεία με προσοχή δεν είχε επιβεβαιωθεί.
Βασιζόμενος ειδικότερα στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η δίκη του ήταν άδικη επειδή καταθέσεις του G.R.E στην προδικασία είχαν γίνει χωρίς τη συνδρομή δικηγόρου όταν πιέστηκε να συνεργαστεί.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6, δεν είναι καθήκον του Δικαστηρίου να καθορίζει, κατ΄ αρχήν, κατά πόσον είναι αποδεκτά συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία. Το ερώτημα στο οποίο πρέπει να δοθεί απάντηση είναι αν η δίκη στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο αποκτήθηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία, ήταν δίκαιη.
Κατά τον καθορισμό του αν η δίκη στο σύνολό της ήταν δίκαιη, πρέπει να εξεταστεί αν τηρήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας. Συγκεκριμένα, το ΕΔΔΑ πρέπει να εξετάσει αν ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την αυθεντικότητα των αποδεικτικών στοιχείων και να αντιταχθεί στη χρήση τους.
Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι ο προσφεύγων παραπέμπει, για πρώτη φορά στις παρατηρήσεις του, στις δικές του καταθέσεις που δόθηκαν χωρίς νομική συνδρομή και καμία αναφορά για αυτήν την ένσταση δεν περιέχεται στο έντυπο της προσφυγής του. Εντούτοις, παρά τις τυχόν παραπλανητικές παρατηρήσεις του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το αντικείμενο της υπό κρίση υπόθεσης περιορίζεται στο αν η αποδοχή των καταθέσεων του GRE (που έγιναν χωρίς νομική συνδρομή) επηρέασε την απόφαση του Δικαστηρίου κατά του προσφεύγοντος.
Όμως, δεν αποδείχθηκε ότι οι καταθέσεις, οι οποίες επαναλήφθηκαν ενώπιον δικαστή, έγιναν υπό συνθήκες που συνιστούσαν μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.
Κατόπιν τούτου, το μόνο άλλο δικαίωμα της Σύμβασης που αφορά τη λήψη των καταθέσεων του G.R.E είναι το άρθρο 6 § 3 (γ).
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, κατά περίπτωση, τα ελάχιστα δικαιώματα που απαριθμούνται στο άρθρο 6 § 3, τα οποία αποτελούν παραδείγματα των απαιτήσεων μιας δίκαιης δίκης για τυπικές διαδικαστικές καταστάσεις που προκύπτουν σε ποινικές υποθέσεις. Ως εκ τούτου, μπορούν να θεωρηθούν ως συγκεκριμένες πτυχές της έννοιας της δίκαιης δίκης στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας του άρθρου 6 § 1. Τα ελάχιστα αυτά δικαιώματα που εγγυάται το άρθρο 6 § 3, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα όλων που κατηγορούνται για ένα αδίκημα να έχουν υπεράσπιση από συνήγορο, ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά μιας δίκαιης δίκης, δεν αποτελούν, ωστόσο, αυτοσκοπό. Ο εγγενής στόχος τους είναι πάντα να συμβάλλουν στη διασφάλιση της δίκαιης δίκης στο σύνολο της ποινικής διαδικασίας. Όσον αφορά την ποιότητα αυτών των στοιχείων, όπως σημειώθηκε παραπάνω, δεν έχει αποδειχθεί ότι είχε ασκηθεί πίεση στον G.R.E. να προβεί στη κατάθεσή του, επομένως δεν αποδείχθηκε ότι δεν είχε δώσει τις καταθέσεις του στην προδικασία «ελεύθερα». Όταν ασχολείται με καταγγελίες σχετικά με αυτό το θέμα, μολονότι δεν είναι καθήκον του Δικαστηρίου να εξακριβώσει αν τα εθνικά δικαστήρια υπέπεσαν σε ουσιαστικά λάθη εντούτοις, πρέπει να ελέγξει αν τα δικαστήρια αιτιολόγησαν τις αποφάσεις τους όσον αφορά ενδεχόμενες αντιρρήσεις σχετικά με τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία. Ωστόσο, η Σύμβαση δεν απαιτεί από τους δικαστές να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους και, στο μέτρο που είναι σχετικό εν προκειμένω, όπως αναφέρεται στην προηγούμενη σκέψη, οι ενστάσεις του προσφεύγοντος, αν υπήρχαν, ήταν περιορισμένες.
Επιπλέον, οι καταθέσεις του G.R.E. στην προδικασία, στις οποίες οι ένορκοι αποφάσισαν να δώσουν μεγαλύτερη αποδεικτική αξία σε αντίθεση με τις μεταγενέστερες καταθέσεις του, υποστηρίχθηκε και από άλλο υλικό υπέρ της καταδίκης του προσφεύγοντα.
Ειδικότερα, στην απόφασή του το ποινικό δικαστήριο επικαλέστηκε επίσης τη μαρτυρία του V.S. που δόθηκε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και την απολογία του ίδιου του προσφεύγοντος. Εξήγησε επίσης λεπτομερώς πώς η μαρτυρία του κάθε μάρτυρα επιβεβαίωσε τη μαρτυρία του άλλου.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι πρέπει να εφαρμοστεί ένας υψηλότερος βαθμός ελέγχου για την εκτίμηση των καταθέσεων των συγκατηγορουμένων, διότι η θέση στην οποία οι συγκατηγορούμενοι βρίσκονται όταν καταθέτουν είναι διαφορετική από τη θέση των συνηθισμένων μαρτύρων. Το ίδιο ισχύει και για τους συνεργούς που έχουν δικαστεί σε διαφορετικές διαδικασίες.
Έτσι, ενώ είναι αλήθεια ότι οι καταθέσεις των G.R.E. και V.S. έπρεπε να εκτιμηθούν με επιφύλαξη, το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο Προεδρεύων δικαστής είχε εξηγήσει το νομοθετικό πλαίσιο στα υπόλοιπα μέλη της σύνθεσης του Δικαστηρίου και είχε δηλώσει με σαφήνεια ότι το αίτημα της εισαγγελίας να καταδικαστεί ο προσφεύγων βάσει της κατάθεσης του GRE ήταν νομικά βάσιμη ενώ στην πραγματικότητα εξαρτιόταν από το αν οι δικαστές δέχτηκαν τη κατάθεση αυτή ως αληθή. Κατά την άποψη του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ο δικαστής είχε φροντίσει να μην επηρεάσει τους ενόρκους και το ποινικό δικαστήριο είχε ήδη απορρίψει την ένσταση του προσφεύγοντα. Όσον αφορά τον VS, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο προσφεύγων δεν είχε αμφισβητήσει τη μαρτυρία αυτή ούτε κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας ούτε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συνταγματικής προσφυγής και ότι κανένα στοιχείο στη δικογραφία δεν θα μπορούσε να οδηγήσει το Δικαστήριο να θεωρήσει ότι η μαρτυρία που έδωσε ο VS – η ουσία της οποίας αναφέρεται στην αναγνώριση το προσφεύγοντος ως Mark Stephens – δεν είχε εξεταστεί με προσοχή.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, το Δικαστήριο είναι πεπεισμένο ότι η ποινική διαδικασία εναντίον του προσφεύγοντος ήταν «δίκαιη» στο σύνολό της και ότι, ως εκ τούτου, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 (επιμέλεια echrcaselaw).