Δύο γυναίκες πρόσφυγες στη Νορβηγία. Από διαφορετικές διαδρομές και χώρες. Η ιστορία τους ωστόσο παρόμοια, απασχόλησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και οι δύο μητέρες που δεν μπόρεσαν απ΄την αρχή να προσφέρουν στα παιδιά τους τη μητρότητα τους. Έτσι, τη φροντίδα τους ανέλαβαν τα κρατικά ιδρύματα. Η ευρωπαϊκή χώρα που από τη μία τις αγκάλιασε παρέχοντας τους ασφάλειας και σιγουριά, από την άλλη άρπαξε μέσα από την αγκαλιά τους τα παιδιά τους για πάντα. Τα παιδιά είχαν τοποθετηθεί υπό την φροντίδα των αρχών της πρόνοιας, στη συνέχεια τοποθετήθηκαν σε ανάδοχη οικογένεια και μετ’ έπειτα υιοθετήθηκαν ενάντια στις επιθυμίες των μανάδων τους.
Καραμπινάτη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, διαπιστώνει το Στρασβούργο στο οποίο προσέφυγαν οι δύο γυναίκες, που οι νορβηγικές αρχές στο όνομα του υπέρτατου αγαθού που ήταν το συμφέρον των παιδιών γκρέμισαν όλες τις γέφυρες επικοινωνίας μαζί τους, δίνοντας σε υιοθεσία τα παιδιά τους χωρίς την συναίνεση τους. Kαι οι δύο γυναίκες πολωνικής καταγωγής η μία και Σομαλικής η άλλη στερήθηκαν το δικαίωμα επικοινωνίας με τα παιδιά τους. ΤΟ ΕΔΔΑ αποφασίζει ότι η υιοθεσία των παιδιών ενάντια στην επιθυμία των μητέρων τους και η μη λήψη μέτρων για την οικογενειακή επανένωση παραβίασαν την οικογενειακή τους ζωή.
Στην 51χρονη Πολωνή S.A. το Στρασβούργο έκρινε ότι η Νορβηγία πρέπει να της καταβάλει για ηθική βλάβη το ποσό των 25.000 ευρώ. Η 29χρονη σήμερα Σομαλή Mariya Abdi Ibrahim δεν ζήτησε αποζημίωση για ηθική βλάβη και άρα το δικαστήριο δεν της επιδίκασε χρήματα.
Ευκαιρίας δοθείσης με την εξέταση των δύο υποθέσεων, το ΕΔΔΑ επαναλαμβάνει τον «αυστηρό έλεγχο» που πρέπει να ασκείται, όταν εφαρμόζονται περιορισμοί στην επικοινωνία γονέα-παιδιού, όταν το τελευταίο βρίσκεται υπό την φροντίδα της δημόσιας πρόνοιας. Η παράλειψη λήψης μέτρων για την επανένωση μιας οικογένειας και η αντ’ αυτού έγκριση της υιοθεσίας των παιδιών λόγω ρωγμής των οικογενειακών σχέσεων, παραβίασε το δικαίωμα οικογενειακής ζωής. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων των Νορβηγικών αρχών σχετικά με τα παιδιά αυτά, απέτυχε να λάβει δεόντως υπόψη τις απόψεις και τα συμφέροντα των δύο γυναικών προσφευγουσών, οδηγώντας σε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Μάλιστα στην περίπτωση της 51χρονης προσφεύγουσας η απορριπτική απόφαση για τερματισμό της αναδοχής είχε βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στις αρνητικές αντιδράσεις του παιδιού κατά τη διάρκεια των συναντήσεων επικοινωνίας με την βιολογική μητέρα του. Ωστόσο, αυτές οι αντιδράσεις είχαν επίσης επισημανθεί από τους ανάδοχους γονείς καθώς ήταν μαζί του κατά τη διάρκεια των συναντήσεων. Ωστόσο, ψυχολόγοι είχαν διαφωνήσει ως προς το γιατί το παιδί αντιδρούσε αρνητικά στη μητέρα του…
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι δύο προσφεύγουσες σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν γυναίκες των οποίων τα παιδιά είχαν ανατεθεί στην φροντίδα των αρχών της πρόνοιας, στη συνέχεια τοποθετήθηκαν σε ανάδοχη οικογένεια και μετ’ έπειτα υιοθετήθηκαν ενάντια στις επιθυμίες των προσφευγουσών.
Ο γιος της Πολωνής προσφεύγουσας, που γεννήθηκε το 2009, τοποθετήθηκε για πρώτη φορά υπό την επίβλεψη της δημόσιας πρόνοιας και έπειτα δόθηκε σε ανάδοχη οικογένεια το 2012. Το 2014 η προσφεύγουσα αιτήθηκε για να τερματιστεί η αναδοχή, αλλά το δικαστήριο το Μάρτιο του 2015 απέρριψε την αίτησή της, αρνήθηκε τυχόν δικαιώματα επικοινωνίας της και δεν αποκάλυψε τη διεύθυνση της οικογένειας των αναδόχων.
Το Δημοτικό Δικαστήριο διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι ο γιος είχε αναπτυξιακά ζητήματα, κατάσταση που βελτιώθηκε μετά την αναδοχή του. Η προσφεύγουσα αναγνώρισε ότι η απόφαση του 2012 περί θέσης του παιδιού υπό δημόσια φροντίδα ήταν δικαιολογημένη, αλλά υποστήριξε ότι οι δεξιότητές της ως γονέα είχαν βελτιωθεί μετά από ειδικά μαθήματα.
Το Τοπικό Δικαστήριο εξέτασε εάν υφίστατο παραμέληση του παιδιού και δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει μεγάλη αλλαγή στις δεξιότητες της ως μητέρα. Παρατήρησε επίσης ότι οι συνεδρίες επικοινωνίας με το γιο της είχαν δείξει ότι δεν μπορούσε να αντιληφθεί τις ανάγκες του.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι ήταν πλέον τόσο δεμένος με την ανάδοχη οικογένειά του που θα πλήττονταν αν μετακινούνταν. Η βιολογική μητέρα δεν είχε δικαίωμα προσφυγής τόσο στο Ανώτατο Δικαστήριο, όσο και στο Ακυρωτικό Δικαστήριο, η απόφαση του οποίου εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2015.
Ο γιος της Mariya γεννήθηκε όταν εκείνη ήταν μόλις 19 ετών στην Κένυα πριν μετακομίσει στη Νορβηγία, όπου και εκείνη είχε λάβει το καθεστώς του πρόσφυγα, το Δεκέμβριο του 2010 είχε τοποθετηθεί υπό καθεστώς επείγουσας αναδοχής. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε σε χριστιανική οικογένεια, ενώ η προσφεύγουσα είχε υποστηρίξει ότι έπρεπε να τοποθετηθεί είτε στα ξαδέλφια της, είτε σε μια οικογένεια Σομαλών ή Μουσουλμάνων.
Οι αρχές ζήτησαν να επιτρέψουν στην ανάδοχη οικογένεια να υιοθετήσει το παιδί, πράγμα που θα σήμαινε ότι η προσφεύγουσα δεν θα είχε καμία επικοινωνία και την στέρηση των γονικών δικαιωμάτων από την προσφεύγουσα. Άσκησε έφεση, δεν ζήτησε την επιστροφή του παιδιού, καθώς είχε περάσει πολύς χρόνος με τους αναδόχους τους οποίους είχε συνηθίσει, αλλά αναζητούσε κάποια επικοινωνία, ώστε το παιδί να έχει επαφή με τις πολιτιστικές και θρησκευτικές του ρίζες. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε με πλειοψηφία τον Μάιο του 2015 να απορρίψει την αναίρεση της Mariya και να επιτρέψει την υιοθεσία. Μεταξύ άλλων, εξέτασε θέματα που απορρέουν από την υιοθέτησή του από χριστιανική οικογένειας, όπως η εθνότητα, ο πολιτισμός και η θρησκεία. Δεν της επετράπη να ασκήσει έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο το Σεπτέμβριο του 2015.
Καθήκον η οικογενειακή επανένωση
Το ΕΔΔΑ εξέδωσε δύο αποφάσεις αλλά με συναφείς παρατηρήσεις και στις δύο περιπτώσεις. Επαναλαμβάνει τις αρχές που σχετίζονται με την προστασία των παιδιών, όπως διατυπώνονται στην υπόθεση Strand Lobben. Όποτε παιδί τοποθετούνταν υπό την φροντίδα των αρχών, οι αρχές είχαν καθήκον να λάβουν μέτρα για τη διευκόλυνση της οικογενειακής επανένωσης όσο το δυνατόν συντομότερα.
Σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ παιδιού και γονέων, οι αρχές έπρεπε να επιτύχουν δίκαιη ισορροπία, αν και το συμφέρον του παιδιού μπορεί να υπερισχύσει εκείνων ενός γονέα. Οι οικογενειακοί δεσμοί μπορούσαν να διακοπούν μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις.
Τα κράτη είχαν ευρεία διακριτική ευχέρεια (“ευρύ περιθώριο εκτίμησης”) όταν αποφάσισαν να θέσουν ένα παιδί υπό τη φροντίδα της πρόνοιας, αλλά το Δικαστήριο έπρεπε να εφαρμόσει «αυστηρότερο έλεγχο» περαιτέρω περιορισμών, όπως ο περιορισμός της γονική πρόσβασης, καθώς θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη συρρίκνωση των οικογενειακών σχέσεων ενός γονέα και ενός μικρού παιδιού.
Υποκειμενικά κριτήρια
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η απόφαση του δικαστηρίου του Μαρτίου του 2015, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της προσφεύγουσας αναφορικά με τη λήξη της αναδοχής του γιού της ανέφερε ότι η αναδοχή αυτή αναμενόταν να είναι “μακροπρόθεσμη”. Επί πλέον, οι διαδικασίες πριν από το σημείο αυτό είχαν επίσης υπονοήσει την παρατεταμένη αναδοχή. Η κατάσταση είχε συνεπώς τεκμηριωθεί από την αρχή, ιδίως μέσω ενός αυστηρού καθεστώτος επισκέψεων.
Οι δικαστές δεν βρήκαν κανένα λόγο να αμφισβητήσουν εκ των υστέρων την εκτίμηση των Νορβηγών συναδέρφων τους σχετικά με τις πτυχές της υπόθεσης. Ωστόσο, επισήμαναν ότι η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα είχε ελλείψεις στις βασικές γονικές δεξιότητες ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να τεκμηριωθεί καθώς βασίζονταν σε ασαφή και υποκειμενικά κριτήρια.
Το Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι η απόφαση του εθνικού δικαστηρίου, η οποία είχε αποτελέσει το τέλος της οικογενειακής ζωής της προσφεύγουσας με τον γιο της έπρεπε να στηρίζεται σε επαρκώς ευρεία και επικαιροποιημένη πραγματική βάση, ιδίως όταν είχε υποστηρίξει ότι οι γονικές ικανότητές της είχαν βελτιωθεί.
Το Τοπικό Δικαστήριο είχε εκτιμήσει ορισμένα σχετικά ζητήματα, αλλά ήταν εντυπωσιακό ότι είχε παρ’ όλα αυτά απορρίψει όλα τα αποδεικτικά στοιχεία υπέρ της βιολογικής μητέρας με περιορισμένη ή καθόλου αιτιολογία. Επιπλέον, η απόφαση του Μαρτίου 2015 βασίστηκε σε παλαιές εκθέσεις: οι γονικές δεξιότητες είχε τελευταία αξιολογηθεί το 2012, ενώ οι ανάδοχοι γονείς ήταν εκείνοι που είχαν αναφέρει την ανάπτυξη του παιδιού από το 2013 έως το 2015, χωρίς περαιτέρω επιβεβαίωση από ανεξάρτητο φορέα.
Η απορριπτική απόφαση του τερματισμού της αναδοχής είχε βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στις αρνητικές αντιδράσεις του παιδιού κατά τη διάρκεια των συναντήσεων επικοινωνίας με την προσφεύγουσα. Ωστόσο, αυτές οι αντιδράσεις είχαν επίσης επισημανθεί από τους ανάδοχους γονείς καθώς ήταν μαζί του κατά τη διάρκεια των συναντήσεων. Ψυχολόγοι είχαν διαφωνήσει ως προς το γιατί το παιδί αντιδρούσε αρνητικά στη μητέρα του. Εν ολίγοις, το Δημοτικό Δικαστήριο παρείχε περιορισμένους λόγους για να διαπιστώσει τη φύση και την αιτία των αρνητικών αντιδράσεων του παιδιού.
Το Δικαστήριο, υπογραμμίζοντας τη σοβαρότητα της επίδικης επέμβασης και τη σοβαρότητα των διακυβευόμενων συμφερόντων, δεν θεώρησε ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων που οδήγησε στις αποφάσεις εναντίον της προσφεύγουσας είχε διεξαχθεί ώστε να διασφαλίζει ότι όλες οι απόψεις και τα συμφέροντά της είχαν ληφθεί δεόντως υπόψη. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8.
Περίπτωση Abdi Ibrahim κατά Νορβηγίας
Το Δικαστήριο αποφάσισε να εξετάσει μόνο τις καταγγελίες της προσφεύγουσας βάσει του άρθρου 8.
Σημείωσε ότι η Abdi Ibrahim δεν είχε ζητήσει την επιστροφή του παιδιού της, αλλά είχε ζητήσει από τα δικαστήρια να αρνηθούν την υιοθεσία του και την άρση των γονικών της δικαιωμάτων της, διατηρώντας τα δικαιώματα επικοινωνίας. Παρ ‘όλα αυτά, οι αρχές είχαν ακόμη την υποχρέωση να διευκολύνουν την οικογενειακή τους ζωή, τουλάχιστον διατηρώντας μια σχέση μέσω τακτικής επικοινωνίας με τρόπο που ήταν προς το συμφέρον του παιδιού.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι από την αρχή η επικοινωνία της με το παιδί της είχε περιοριστεί σοβαρά από τις αρχές, γεγονός που έχει ήδη οδηγήσει σε κίνδυνο διακοπής των οικογενειακών δεσμών. Επομένως, ήταν δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πώς οι αρχές είχαν εκπληρώσει το καθήκον τους να διευκολύνουν την οικογενειακή επανένωση, ιδίως όταν μια αρχική εντολή αναδοχής έπρεπε να θεωρηθεί ως προσωρινό μέτρο και η υιοθεσία το πιο ακραίο μέτρο, προβλέπονταν απλά μετά από προσεκτική εξέταση από τα δικαστήρια τα οποία είχαν συμπεράνει ότι η επανένωση δεν ήταν δυνατή.
Εξάλλου, οι εγχώριες αρχές δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την ρωγμή των οικογενειακών σχέσεων ως λόγο έγκρισης υιοθεσίας όταν αυτές δημιούργησαν την κατάσταση αυτή παραλείποντας να εκπληρώσουν την υποχρέωσή τους να λάβουν μέτρα για την επανένωση μιας οικογένειας.
Ένα βασικό ζήτημα στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου ήταν ότι το παιδί αντέδρασε αρνητικά στις λίγες συνεδρίες επικοινωνίας με την προσφεύγουσα.
Αντιδρούσαν σε ανοικτή υιοθεσία
Ωστόσο, δεν ήταν δυνατόν να εξαχθούν σαφή συμπεράσματα σχετικά την πορεία εξέλιξης της επικοινωνίας τους από τόσο λίγες συναντήσεις.
Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε επίσης παράσχει περιορισμένα επιχειρήματα για να δικαιολογήσει τα συμπεράσματά του σχετικά με τη φύση και την αιτία των αντιδράσεων του παιδιού κατά τη διάρκεια των συναντήσεων, οι οποίες ωστόσο είχαν αποφασιστική σημασία στο κατά πόσο έπρεπε να ολοκληρωθεί η υιοθεσία. Δεν υπήρχε τίποτα που να υποδεικνύει ότι η επικοινωνία θα ήταν πάντα αρνητική, ώστε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η διακοπή κάθε επικοινωνίας με την προσφεύγουσα θα ήταν προς το συμφέρον του παιδιού.
Τέλος, το Ανώτατο Δικαστήριο της Νορβηγίας είχε επικεντρωθεί στη θεμελίωση πιθανής βλάβης του παιδιού από την απομάκρυνση του από τους ανάδοχους γονείς, παρά στο να αιτιολογήσει την διακοπή της επικοινωνίας του παιδιού με την προσφεύγουσα. Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε επομένως δώσει μεγαλύτερη σημασία στην άρνηση και αντίδραση των ανάδοχων γονιών σε μια «ανοικτή υιοθεσία», η οποία θα επέτρεπε την επικοινωνία, παρά στην επιθυμία της προσφεύγουσας μητέρας να συνεχίζει να έχει μια οικογενειακή ζωή με το παιδί της.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αρχές δεν έδωσαν αρκετό βάρος στην απόλαυση της οικογενειακής ζωής της προσφεύγουσας με το παιδί της, διαπίστωση που βασίζεται στην υπόθεση ως σύνολο και για λόγους που είχαν αναλυθεί σχετικά με τη διατήρηση επικοινωνίας, ιδίως όσον αφορά το πολιτιστικό και θρησκευτικό τους υπόβαθρο.
Το Δικαστήριο, υπογραμμίζοντας τη σοβαρότητα της παρέμβασης και τη σοβαρότητα των διακυβευομένων συμφερόντων, δεν θεώρησε ότι η διαδικασία λήψεως αποφάσεων που οδήγησε στην στέρηση των γονικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας και την υιοθεσία του παιδιού, είχαν διεξαχθεί έτσι ώστε να εξασφαλιστούν ότι όλες οι επιθυμίες και συμφέροντα της προσφεύγουσας είχαν ληφθεί δεόντως υπόψη. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8.