Πηγή: http://www.dsanet.gr/E
Περικοπές συντάξεων δικαστικών λειτουργών. Τομέας Ασφάλισης Νομικών του ΕΦΚΑ. Αναρμόδιο το Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο για την ένδικη διαφορά, καθ’ ο μέρος αφορά στην αμφισβήτηση του τρόπου υπολογισμού του ποσού της κύριας σύνταξης του ενάγοντος από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, για το κρίσιμο χρονικό διάστημα, δεν έχει ως αντικείμενο ασφαλιστική διαφορά, κατ’ εφαρμογή της ασφαλιστικής νομοθεσίας επ’ ευκαιρία ασφαλιστικών παροχών σε κοινούς ασφαλισμένους και σε υπαλλήλους εν γένει του Δημοσίου και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, Η διαφορά αυτή υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στο οποίο και πρέπει να παραπεμφθεί κατά το μέρος αυτό. Οι μειώσεις που επήλθαν στη σύνταξη των εναγόντων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012, είναι αντίθετες στο Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Ευθύνη του εναγόμενου ΕΦΚΑ σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ να επανορθώσει τη ζημία των εναγόντων.
Αριθμός απόφασης 16129/2019
ΑΓ./2018
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 24ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 14 Μαρτίου 2019, με δικαστή το Νικόλαο Δρακόπουλο, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και με γραμματέα τη Νεκταρία Φραγκιαδουλάκη, δικαστική υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την αγωγή με χρονολογία κατάθεσης 13.11.2018
τ ω ν: 1) … και 2) …, αμφοτέρων κατοίκων Αθηνών (οδός .), οι οποίοι δεν παραστάθηκαν,
κ α τ ά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Ε.Φ.Κ.Α.)», νομίμως εκπροσωπουμένου από το Διοικητή του, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., του πληρεξούσιου δικηγόρου Αναστασίου Καλπαξή.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο, αφού μελέτησε τη δικογραφία, σκέφθηκε σύμφωνα με το Νόμο.
Η κ ρ ί σ η τ ο υ ε ί ν α ι η ε ξ ή ς:
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, για την οποία δεν οφείλεται δικαστικό ένσημο, εν όψει του αναγνωριστικού της αιτήματος, οι ενάγοντες, συνταξιούχοι δικαστικοί λειτουργοί, οι οποίοι ομοδικούν νομίμως, κατ’ άρθρο 115 Κ.Δ.Δ., ζητούν, καθ’ ερμηνεία του σχετικού δικογράφου, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Φορέα, τόσο ως διαδόχου του Ελληνικού Δημοσίου, υπό την ιδιότητά τους ως συνταξιούχων του τελευταίου, όσο και ως διαδόχου του πρώην «Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων» (Ε.Τ.Α.Α.), υπό την ιδιότητά τους ως συνταξιούχων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών (Τ.Α.Ν.) του εναγομένου, να καταβάλει ως αποζημίωση, κατ’ άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ, άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρ. 904 επ. ΑΚ), στο μεν πρώτον από αυτούς, α) υπό την ιδιότητά του ως συνταξιούχου του Δημοσίου, i) το ποσό των 46.264,18 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισμούς του, στις μη νόμιμες περικοπές, οι οποίες επιβλήθηκαν στην κύρια μηνιαία σύνταξή του, δυνάμει των ν. 3865/2010, 4051/2012 και 4093/2012, κατά το χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως 05.11.2018, και ii) το ποσό των 2.400 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισμούς του, στις μη νόμιμες περικοπές Δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας επί της ίδιας σύνταξης, οι οποίες τού επιβλήθηκαν κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, καθώς και β) υπό την ιδιότητά του ως συνταξιούχου του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Φ.Κ.Α., το ποσό των 4.368,54 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισμούς του, στις μη νόμιμες περικοπές, οι οποίες επιβλήθηκαν στην σύνταξη που ελάμβανε από τον ως άνω Τομέα, δυνάμει των ίδιων ως άνω νόμων, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, στη δεύτερη δε από αυτούς, α) υπό την ιδιότητά της ως συνταξιούχου του Δημοσίου, i) το ποσό των 43.321,60 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισμούς της, στις μη νόμιμες περικοπές, οι οποίες επιβλήθηκαν στην κύρια μηνιαία σύνταξή της, δυνάμει των ν. 3865/2010, 4051/2012 και 4093/2012, κατά το χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως 05.11.2018, και ii) το ποσό των 2.400 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισμούς της, στις μη νόμιμες περικοπές Δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας επί της ίδιας σύνταξης, οι οποίες τής επιβλήθηκαν κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, καθώς και β) υπό την ιδιότητά της ως συνταξιούχου του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Φ.Κ.Α., το ποσό των 4.805,83 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισμούς της, στις μη νόμιμες περικοπές, οι οποίες επιβλήθηκαν στην σύνταξη που ελάμβανε από τον ως άνω Τομέα, δυνάμει των ίδιων ως άνω νόμων, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
2. Επειδή, στο άρθρο 98 του ισχύοντος Συντάγματος, προβλέπεται ότι «1. Στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως: α) […] στ) Η εκδίκαση διαφορών σχετικά με την απονομή συντάξεων […]. 2. Οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ρυθμίζονται και ασκούνται, όπως νόμος ορίζει […]». Εξ άλλου, στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α΄ 97), ορίζεται, στο άρθρο 2, ότι: «Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, εκτός εκείνων που η εκδίκασή τους έχει ανατεθεί, με ειδική διάταξη νόμου, σε άλλα διοικητικά δικαστήρια» και, στο άρθρο 12, ότι: «1. Το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως τη δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα του. 2. Αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι η υπόθεση υπάγεται στα πολιτικά – ποινικά δικαστήρια, απορρίπτει το σχετικό ένδικο βοήθημα ή μέσο, ενώ, αν διαπιστώσει ότι αυτή υπάγεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή σε άλλο τακτικό διοικητικό δικαστήριο, παραπέμπει το ένδικο βοήθημα ή μέσο στο αρμόδιο δικαστήριο […]».
3. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 98 του Συντάγματος, στις διαφορές περί την απονομή συντάξεων περιλαμβάνεται κάθε αμφισβήτηση σχετικά τόσο με την ύπαρξη, όσο και με την έκταση του σχετικού συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Κατά συνέπεια, υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου η εκδίκαση αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού με την αιτιολογία ότι αυτό παρανόμως δεν περιελήφθη στην σύνταξη που χορηγήθηκε στους δημοσίους υπαλλήλους και δικαστικούς λειτουργούς, δεδομένου ότι, με την αγωγή αυτήν, εισάγεται κατ’ ουσίαν αμφισβήτηση περί την έκταση του οικείου συνταξιοδοτικού δικαιώματος (πρβλ. ΑΕΔ 4/2001, ΣτΕ 2716/2008, 2760/2008, ΕΣ 724/2008). Παρέπεται δε ότι τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, σε περίπτωση άσκησης ενώπιόν τους αγωγής, η οποία έχει ως αντικείμενο παροχή αποζημίωσης για τη ζημία που ενάγων, ως συνταξιούχος του Δημοσίου (και ήδη ΕΦΚΑ), έχει υποστεί από τον εσφαλμένο, κατά τους ισχυρισμούς του, προσδιορισμό του ποσού της σύνταξής του από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, οφείλουν να απέχουν από τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της νομιμότητας της συνταξιοδοτικής πράξης ή παράλειψης, στην παρανομία της οποίας θεμελιώνεται η σχετική αγωγική αξίωση, εν όψει της ειδικής και αποκλειστικής από το Σύνταγμα δικαιοδοσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τα προαναφερόμενα ζητήματα (βλ. ΑΕΔ 7/2003, 4/2001, πρβλ. ΣτΕ 1227/2010, 2760/2008, 1092/2004, 303/1998).
4. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες, συνταξιούχοι δικαστικοί λειτουργοί, με την κρινόμενη αγωγή, ζητούν, μεταξύ άλλων, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Φορέα να καταβάλει στον καθένα τους, νομιμοτόκως, χρηματικά ποσά, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους, αντιστοιχούν στις μη νόμιμες περικοπές της κύριας μηνιαίας σύνταξης, που ελάμβαναν ως συνταξιούχοι του Δημοσίου, καθώς και των Δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας, για το χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως 05.11.2018. Ειδικότερα, ο μεν πρώτος ενάγων ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει, νομιμοτόκως, ως αποζημίωση από την ως άνω αιτία, i) το ποσό των 46.264,18 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισμούς του, στις μη νόμιμες περικοπές, οι οποίες επιβλήθηκαν στην κύρια μηνιαία σύνταξή του, δυνάμει των ν. 3865/2010, 4051/2012 και 4093/2012, κατά το χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως 05.11.2018, και ii) το συνολικό ποσό των 2.400 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισμούς του, στα επί μέρους ποσά Δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας, που μη νόμιμα στερήθηκε κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, η δεύτερη δε ενάγουσα ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει, νομιμοτόκως, ως αποζημίωση από την ως άνω αιτία, i) το ποσό των 43.321,60 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισμούς της, στις μη νόμιμες περικοπές, οι οποίες επιβλήθηκαν στην κύρια μηνιαία σύνταξή της, δυνάμει των ν. 3865/2010, 4051/2012 και 4093/2012, κατά το χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως 05.11.2018, και ii) το ποσό των 2.400 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισμούς της, στα επί μέρους ποσά Δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας, που μη νόμιμα στερήθηκε κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα. Δεδομένου δε ότι, κατά τις διατάξεις που προπαρατέθηκαν και έτυχαν ερμηνείας σχετικώς, η ένδικη διαφορά, καθ’ ο μέρος αφορά στην αμφισβήτηση του τρόπου υπολογισμού του ποσού της κύριας σύνταξης του ενάγοντος από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, δεν έχει ως αντικείμενο ασφαλιστική διαφορά, κατ’ εφαρμογή της ασφαλιστικής νομοθεσίας επ’ ευκαιρία ασφαλιστικών παροχών σε κοινούς ασφαλισμένους και σε υπαλλήλους εν γένει του Δημοσίου και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (πρβλ. Ολ.ΣτΕ 3813/1997), το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου αυτού, αλλά ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στο οποίο και πρέπει να παραπεμφθεί κατά το μέρος αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.
5. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 75 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999 – ΦΕΚ Α΄ 97), ορίζεται ότι : «1.Η εκκρεμοδικία αρχίζει με την κατάθεση της αγωγής και λήγει με τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης ή την κατάργηση της δίκης. 2.…» και, στο άρθρο 76, ότι : «1. Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης αγωγής, με το αυτό αντικείμενο από τον ίδιο ενάγοντα. 2. Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης αγωγής όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για λόγους τυπικούς. … [όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε ως παράγραφος 2 και η παράγραφος 2 που προϋπήρχε αναριθμήθηκε σε 3 με την παρ.1 του άρθρου 8 του ν.3659/2008 (ΦΕΚ Α΄77/07.05.2008, έναρξη ισχύος από 08.06.2008)]. 3. Αγωγή, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε ο ενάγων, θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε.». Κατά τις διατάξεις αυτές, η άσκηση δεύτερης αγωγής από τον ίδιο ενάγοντα κατά του ιδίου εναγομένου είναι απαράδεκτη, όταν υπάρχει ταυτότητα του αντικειμένου των δύο αγωγών, δηλαδή ταυτότητα διαφοράς, υπό την έννοια της σύμπτωσης του δικαιώματος, για την ικανοποίηση του οποίου ασκούνται οι αγωγές του αιτήματος, της ιστορικής και νομικής αιτίας (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3840/2009, ΣτΕ 1410/2017, 2365/2016, 3032/2014, 3046/2013, 3842, 340/2012, 97, 27/2011).
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής : Κατά του εναγομένου Φορέα, οι ενάγοντες δικαστικοί λειτουργοί είχαν ασκήσει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και τη, με αριθμό κατάθεσης ΑΓ./17.07.2018, αγωγή τους, υπό την ιδιότητά τους ως συνταξιούχων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών (ΤΑΝ) του ΕΦΚΑ (πρώην Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων-Ε.Τ.Α.Α.), με την οποία ζήτησαν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος ασφαλιστικός Φορέας να καταβάλει ως αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ.), νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής, στο μεν πρώτον από αυτούς το ποσό των 4.594,29 ευρώ, στη δεύτερη δε από αυτούς το ποσό των 5.832,05 ευρώ, προς αποκατάσταση της ζημίας, την οποία ισχυρίζονταν ότι υπέστησαν από τις περικοπές που είχαν επιβληθεί στην κύρια σύνταξη γήρατος που ελάμβαναν, ο μεν πρώτος ενάγων, κατά το χρονικό διάστημα από 01.07.2015 έως 31.07.2018, η δεύτερη δε ενάγουσα, κατά το χρονικό διάστημα από 01.03.2015 έως 31.07.2018, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 του ν. 4093/2012, κατά τους ισχυρισμούς τους, αντικειμένων στο Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.). Επί της εν λόγω αγωγής δημοσιεύθηκε, στις 17.01.2019, η 391/2019 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα 24ο Μονομελές), με την οποία έγινε εν όλω δεκτή αυτή ως προς τον πρώτον ενάγοντα και εν μέρει δεκτή ως προς τη δεύτερη ενάγουσα και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος Φορέας να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 4.594,29 ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 5.560,93 ευρώ, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, ως αποζημίωση, κατ’ άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ, για τις μη νόμιμες, δυνάμει των ως άνω αναφερόμενων διατάξεων, περικοπές που είχε υποστεί η σύνταξη, την οποία ελάμβαναν από τον Τομέα Ασφάλισης Νομικών του εναγομένου, κατά το χρονικό διάστημα από 01.07.2015 έως 31.07.2018. Με τα δεδομένα αυτά και εν όψει των διατάξεων που παρατέθηκαν και ερμηνεύθηκαν στην 5η σκέψη της παρούσας, λαμβάνοντας, ιδίως, υπ’ όψη : α) ότι η κρινόμενη αγωγή, καθ’ ο μέρος αναφέρεται σε αξιώσεις αποζημίωσης των εναγόντων έναντι του εναγόμενου Φορέα, υπό την ιδιότητά τους ως συνταξιούχων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών αυτού, λόγω μη νόμιμων περικοπών των συντάξεων, που ελάμβαναν από τον εν λόγω Τομέα, δυνάμει των ν. 4051/2012 και 4093/2012, για το χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως 31.07.2018, και η προαναφερθείσα (με αριθμό κατάθεσης ΑΓ./17.07.2018) αγωγή έχουν το ίδιο αντικείμενο, καθώς αφορούν σε αξιώσεις των εναγόντων να τους καταβληθεί αποζημίωση για ζημία που υπέστησαν από την ίδια ιστορική και νομική αιτία, και β) ότι επί της, με αριθμό κατάθεσης ΑΓ./17.07.2018, αγωγής έχει ήδη δημοσιευθεί η 391/2019 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα 24ο), με το προαναφερθέν αποτέλεσμα, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ένδικη αγωγή αποτελεί, καθ’ ο μέρος αφορά στις αξιώσεις των εναγόντων από την προαναφερθείσα αιτία, οι οποίες ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως 31.07.2018, δεύτερη αγωγή και, για το λόγο αυτό, αυτεπαγγέλτως εξεταστέο, κατ’ άρθρο 35 του Κ.Δ.Δ., πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατά το μέρος αυτό. Κατά τα λοιπά, η κρινόμενη αγωγή, καθ’ ο μέρος αφορά σε αξιώσεις των εναγόντων, ως συνταξιούχων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Φ.Κ.Α., για αποζημίωση, κατ’ άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν, αφ’ ενός, από τη μη νόμιμη επιβολή εισφοράς αλληλεγγύης επί της σύνταξής τους, για το χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως 05.11.2018, και, αφ΄ ετέρου, από τις παράνομες, κατά τους ισχυρισμούς τους, περικοπές που επιβλήθηκαν στη σύνταξη γήρατος που έλαμβαναν (αρχικά από το Ε.Τ.Α.Α. και στη συνέχεια από τον Ε.Φ.Κ.Α.), κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 6 του ν. 4051/2012 και πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012, για το χρονικό διάστημα από 01.08.2018 έως 05.11.2018, έχει ασκηθεί εν γένει παραδεκτώς, έχουσα ως αντικείμενο ασφαλιστική διαφορά, κατ’ εφαρμογή της ασφαλιστικής νομοθεσίας, διότι οι ενάγοντες, συνταξιούχοι δικαστικοί λειτουργοί, είναι, σύμφωνα με το εδάφιο η` της παρ. 1 της περ. Β` του άρθρου 7 του Κώδικα «περί Ταμείου Νομικών» (ν.δ. 4114/1960, ΦΕΚ Α΄ 164), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 730/1977 (ΦΕΚ Α` 309), έμμισθοι ασφαλισμένοι του πρώην ΤΑΝ, μετέπειτα ΕΤΑΑ και, ήδη, ΕΦΚΑ (ΣτΕ 2287/2015 σκ. 27η, Δ.Εφ.Αθ. 2553/2019, 647/2019), και, επομένως, πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατ΄ ουσίαν.
7. Επειδή, όπως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2287 – 2290/2015), από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος συνάγονται τα εξής: Το Σύνταγμα, με το άρθρο 22 παρ. 5, κατοχυρώνει τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφάλισης αποτελεί η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κ.λπ.) οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), και, συνακολούθως, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβίωσής του. [Οι ανωτέρω καταστάσεις (γήρας, ασθένεια, αναπηρία) – ασυνδέτως, όμως, προς την παροχή εργασίας και την καταβολή εισφοράς – αποτελούν, μεταξύ άλλων, και περιπτώσεις που, κατά το άρθρο 21 παρ. 1, 2, 3 και 6 του Συντάγματος, επιβάλλουν στο Κράτος την παροχή διακεκριμένης μορφής κοινωνικής προστασίας, υπό μορφή παροχών σε χρήμα ή σε είδος, προς συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, με σκοπό την εξασφάλιση στοιχειώδους επιπέδου αξιοπρεπούς, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, διαβίωσης («κοινωνική πρόνοια»)]. Εφόσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές και αποκτά, κατ’ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή, η οποία, χωρίς να απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά την διάρκεια του εργασιακού του βίου. Πέραν του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης, εκδηλώνεται – όπως και μέσω της κοινωνικής πρόνοιας – η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε, αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (βλ. ΣτΕ Ολομ. 3487/2008 κ.αλ.), επιτρέπονται δε η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή σύνταξης επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση σύνταξης, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελίωσης του ασφαλιστικού δικαιώματος. Εν όψει των ανωτέρω και, ιδιαιτέρως, του προπεριγραφέντος δημοσίου σκοπού (διασφάλιση στους εργαζομένους ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης εγγύς εκείνου που είχαν κατά τον εργασιακό τους βίο), δικαιολογείται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η κατοχύρωση από τον νομοθέτη της κοινωνικής ασφάλισης ως υποχρεωτικής (με θέσπιση υποχρέωσης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών) και, εντεύθεν, η παροχή αυτής αποκλειστικώς από το κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (βλ. ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολομ., 2690, 2692/1993 Ολομ., 3096-3101/2001 Ολομ.). Η ανάθεση, με την ως άνω συνταγματική διάταξη, της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, τόσο της κύριας όσο και της επικουρικής, σε δημόσιους φορείς (κράτος ή νπδδ) έγινε για λόγους δημοσίου συμφέροντος και, ειδικότερα, ως εγγύηση προς όσους υποχρεωτικώς ασφαλίζονται ή καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές έναντι των επιχειρηματικών κινδύνων που συνδέονται με την άσκηση της ασφαλιστικής λειτουργίας από ιδιωτικούς φορείς (βλ. ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολομ.). Εξ άλλου, η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) δεν εξαντλείται στην ίδρυση από το κράτος των οικείων δημοσίων φορέων, στον ορισμό των διοικούντων αυτούς οργάνων, στην άσκηση εποπτείας της δραστηριότητάς τους και της διαχείρισης της περιουσίας τους και στην θέσπιση των σχετικών κανόνων, αλλά περιλαμβάνει και τη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου, δηλαδή για τη βιωσιμότητά τους χάριν και των επόμενων γενεών, μέριμνα η οποία εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με την θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και την αξιοποίηση της περιουσίας τους και την επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους, με τον καθορισμό εκάστοτε των οικείων συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, με την πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, και, κυρίως, με την απευθείας συμμετοχή στην χρηματοδότηση των εν λόγω φορέων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Και τούτο διότι, εφόσον καθιερώνει υποχρέωση των εργαζομένων και των εργοδοτών τους να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές, το κράτος, ως εγγυητής, οφείλει να διασφαλίζει την επάρκεια των παροχών και τη βιωσιμότητα των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών (η οποία, κατά τα ανωτέρω, δεν συναρτάται, αποκλειστικώς ή προεχόντως, με το ύψος των εισφορών), φέρει δε την κύρια ευθύνη για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους (βλ. γνωμοδότηση ολομέλειας Ελεγκτικού Συνεδρίου 24-6-2010). [Ήδη, τακτική συμμετοχή του κράτους στη χρηματοδότηση των οργανισμών υποχρεωτικής κύριας ασφάλισης προβλέπεται με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165)]. Το ύψος της κρατικής συμμετοχής στην χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης – συμμετοχής η οποία πρέπει να είναι επαρκής για την εξυπηρέτηση των προεκτεθέντων συνταγματικώς επιβεβλημένων σκοπών (επάρκεια παροχών προς διασφάλιση ικανοποιητικού κατά τα ανωτέρω επιπέδου διαβίωσης και διασφάλιση της βιωσιμότητας του οικείου ασφαλιστικού φορέα) – προσδιορίζεται εκάστοτε από τον κρατικό προϋπολογισμό, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν. 2362/1995, Α΄ 247) περί μεταφοράς πιστώσεων (άρθρο 15 παρ. 3-5, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του ν. 3871/2010, Α΄ 141, ήδη δε άρθρο 71 παρ. 2-5 του ν. 4270/2014, Α΄ 143) και περί συμπληρωματικών προϋπολογισμών (άρθρο 8Α του ν. 2362/1995, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3871/2010, ήδη δε άρθρο 60 του ν. 4270/2014). Όταν, όμως, σε περιπτώσεις εξαιρετικώς δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, προκύπτει αιτιολογημένως ότι το κράτος αδυνατεί να παράσχει επαρκή, κατά τα ως άνω, χρηματοδότηση στους ασφαλιστικούς οργανισμούς και ότι δεν υφίσταται δυνατότητα διασφάλισης της βιωσιμότητας αυτών με άλλα μέσα (τροποποίηση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, αποτελεσματικότερη διαχείριση αποθεματικών και περιουσίας, πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών), δεν αποκλείεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, η επέμβαση του νομοθέτη για την μείωση και των απονεμηθεισών ακόμη συντάξεων, εφεξής. Σε τέτοιες, άλλωστε, εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης μπορεί, καταρχήν, να θεσπίζει για την περιστολή των δημοσίων δαπανών (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δαπάνες χρηματοδότησης των φορέων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης), μέτρα που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, όπως είναι η μείωση των συντάξεων όσων συνταξιοδοτούνται από το δημόσιο ή από χρηματοδοτούμενους από αυτό ασφαλιστικούς οργανισμούς, λόγω της άμεσης εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας των μέτρων αυτών για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Και στις εξαιρετικές, όμως, αυτές περιπτώσεις, η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), συμφώνως προς την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος (πρβλ. ΣτΕ 2192-2196/2014 Ολομ.). Σε κάθε δε περίπτωση, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση, δηλαδή, στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνον της φυσικής του υπόστασης (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου (πρβλ. απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 9-2-2010, -1 BvL 1/09-, -1 BvL 3/09-, -1 BvL 4/09-, ιδίως Rn. 135). Προκειμένου, εξ άλλου, να ανταποκριθεί στις εν λόγω δεσμεύσεις του και να μην υπερβεί τα όρια που χαράσσει το Σύνταγμα, ο νομοθέτης, όταν λαμβάνει μέτρα συνιστάμενα, κατά τα ανωτέρω, σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών, οφείλει, ενόψει και της γενικότερης υποχρέωσής του για «προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης» (άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), να έχει προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικώς τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει αφενός μεν ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, ενόψει και των παραγόντων που το προκάλεσαν, έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις ως άνω συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφετέρου δε ότι οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττόμενων προσώπων, συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κ.αλ.), αλλά και με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν, αθροιστικώς λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη, κατά τα προεκτεθέντα, παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση. Με δεδομένο, άλλωστε, τον κατ’ εξοχήν πολύπλοκο και τεχνικό χαρακτήρα των σχετικών ζητημάτων, η έλλειψη τέτοιας μελέτης, και μάλιστα διατυπωμένης με τρόπο κατανοητό και ελέγξιμο από τον δικαστή κατά τις βασικές της θέσεις, θα καθιστούσε κατ’ ουσίαν ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο των οικείων νομοθετικών μέτρων από τις ανωτέρω συνταγματικές απόψεις. Έλεγχο, ο οποίος ναι μεν δεν εκτείνεται στην ορθότητα των πολιτικών εκτιμήσεων και επιλογών, οφείλει όμως, ως προς το αντικείμενό του, την τήρηση δηλαδή των συνταγματικών υποχρεώσεων του νομοθέτη, να ασκείται με ουσιαστικό και αποτελεσματικό τρόπο. Παρεκκλίσεις ως προς την αναγκαιότητα της ύπαρξης ή ως προς το περιεχόμενο της ανωτέρω μελέτης θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν μόνον σε ακραίες περιπτώσεις, όταν συντρέχει άμεση απειλή κατάρρευσης της οικονομίας της Χώρας και τα συγκεκριμένα μέτρα λαμβάνονται κατεπειγόντως για την αποτροπή του κινδύνου. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσε, από την φύση του πράγματος, να είναι σε πρώτη φάση αρκετή η αιτιολογημένη εκτίμηση του νομοθέτη για την ύπαρξη, την σοβαρότητα και τον άμεσο χαρακτήρα της απειλής, καθώς και για την ανάγκη, ενόψει των περιστάσεων, να ληφθούν τα συγκεκριμένα μέτρα για την άμεση αντιμετώπιση της κατάστασης. Και τούτο, όμως, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα δεν παρίστανται προδήλως απρόσφορα ή μη αναγκαία και ότι δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι υπερβαίνουν το όριο θυσίας των θιγομένων από αυτά, πάντως δε, ενόσω εξακολουθεί να συντρέχει στην ίδια ένταση ο κατεπείγων λόγος που υπαγόρευσε την επιβολή τους.
8. Επειδή, το άρθρο 38 του ν. 3863/2010 «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» (ΦΕΚ Α΄ 115), όπως η παρ. 1 αυτού τροποποιήθηκε με τα άρθρα 138 παρ. Β περίπτ. 10 του ν. 4052/2012 (ΦΕΚ Α΄ 41), 30 παρ. 3 του ν. 4075/2012 (ΦΕΚ Α΄ 89) και 29 παρ. 2 του ν. 4325/2015 (ΦΕΚ Α΄ 47), η παρ. 3 με το άρθρο 37 παρ. 2α του ν. 3996/2011 (ΦΕΚ Α΄ 170), η δε παρ. 7 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 29 παρ. 3 του ως άνω ν. 4325/2015, ορίζει τα εξής: «1. Από 1.8.2010 θεσπίζεται Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) η οποία τηρείται σε λογαριασμό με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ) το οποίο συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 149 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄). Σκοπός του Λογαριασμού είναι η κάλυψη ελλειμμάτων των Κλάδων Κύριας Σύνταξης των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης έως 31.12.2018, καθώς και η χρηματοδότηση του Προγράμματος “Πρόγραμμα κατ’ οίκον φροντίδας συνταξιούχων”. 2. Η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων παρακρατείται μηνιαία κατά την καταβολή της σύνταξης από τις συντάξεις κύριας ασφάλισης των συνταξιούχων του Δημοσίου, NAT και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, υπολογίζεται στο συνολικό ποσό της σύνταξης και καθορίζεται ως εξής: α. Για συντάξεις από 1.400,01 € έως 1.700,00 €, ποσοστό 3% β. Για συντάξεις από 1.700,01 € έως 2.000,00 €, ποσοστό 4% γ. Για συντάξεις από 2.000,01 € έως 2.300,00 €, ποσοστό 5% δ. Για συντάξεις από 2.300,01 € έως 2.600,00 €, ποσοστό 6% ε. Για συντάξεις από 2.600,01 € έως 2.900,00 €, ποσοστό 7% στ. Για συντάξεις από 2.900,01 € έως 3.200,00 €, ποσοστό 8% ζ. Για συντάξεις από 3.200,01 € έως 3.500,00 €, ποσοστό 9% η. Για συντάξεις από 3.500,01 € και άνω, ποσοστό 10%. 3. α. Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων τετρακοσίων ευρώ (1.400 €). β. … γ. Εξαιρούνται της παρακράτησης της Ειδικής Εισφοράς οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν το εξωϊδρυματικό επίδομα του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύει, καθώς και οι συνταξιούχοι της παρ. 3 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981, όπως ισχύει, και της παρ. 2 του άρθρου 30 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165), που λαμβάνουν προσαύξηση της κύριας σύνταξής τους λόγω απόλυτης αναπηρίας. δ. … ε. … 4. Τα ποσά που παρακρατούνται με ευθύνη του Δημοσίου, του NAT και των Φ.Κ.Α. αποδίδονται στο Λογαριασμό του ΑΚΑΓΕ το αργότερο μέχρι το τέλος του επομένου, από την παρακράτηση, μήνα. 5. Η οικονομική και λογιστική λειτουργία του Λογαριασμού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων είναι η ίδια με αυτή που ισχύει για το Α.Κ.Α.Γ.Ε.. Τα κεφάλαια του Λογαριασμού επενδύονται στο Κοινό Κεφάλαιο Τραπέζης Ελλάδος. 6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται: α) η διαδικασία απόδοσης της εισφοράς στο Λογαριασμό και β) η διαδικασία μεταφοράς των ποσών στους Φ.Κ.Α.. Με όμοια απόφαση καθορίζεται το ύψος του ποσού που απαιτείται κάθε φορά για κάλυψη του ελλείμματος του κλάδου κύριας σύνταξης. 7. Μετά την 1.1.2019 τα ποσά της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων μεταφέρονται στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΑΚΑΓΕ) και αποτελούν έσοδό του. 8. …». Ακολούθως, το άρθρο 44 παρ. 10 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152) όρισε, μεταξύ άλλων, ότι από 1-8-2011, τα ποσοστά των περιπτώσεων (β) έως και (η) της παρ. 2 του άρθρου 38 του ν. 3863/2010 αναπροσαρμόζονται σε 6%, 7%, 9%, 10%, 12%, 13% και 14% αντιστοίχως. Στην αιτιολογική δε έκθεση του ν. 3863/2010, ειδικώς ως προς το ως άνω άρθρο 38, αναφέρεται ότι: «…η επιβολή ειδικής εισφοράς υπό μορφή περιορισμού σε ορισμένου ύψους συντάξεις στοχεύει να εξομαλύνει τις δημοσιονομικές υπερβάσεις από τις οποίες μαστίζεται ο Κρατικός Προϋπολογισμός όσον αφορά τους ΦΚΑ µε την σε τακτά χρονικά διαστήματα κάλυψη των ελλειμμάτων τους, χωρίς να θίγεται η περιουσιακή κατάσταση εκάστου δικαιούχου, αφού, τελικώς, αυτός θα είναι ο αποδέκτης της σχετικής ωφέλειας, η οποία θα συντελέσει στην αύξηση ή και στη διατήρηση σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο ύψος της σύνταξης που λαμβάνει (μελλοντική ανταποδοτικότητα του συστήματος) … η Ε.Α.Σ. επιβάλλεται µε κριτήρια κοινωνικής δικαιοσύνης και δίκαιης κατανομής των βαρών. Επιβάλλεται δε, προκειμένου και οι συνταξιούχοι στους οποίους καταβάλλεται µια ικανοποιητική σύνταξη να συμβάλλουν και αυτοί στην μεγάλη προσπάθεια για την αντιμετώπιση των τεράστιων δημοσιονομικών προβλημάτων της χώρας αλλά κυρίως και στην διάσωση του ασφαλιστικού συστήματος, µε την λήψη μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής που στόχο έχουν να διαφυλάξουν τα ασφαλιστικά κεφάλαια αλλά να διασφαλίσουν και για το μέλλον την ομαλή και έγκαιρη καταβολή των συντάξεων …».
9. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 6 του ν. 4051/2012 «Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικού περιεχομένου και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις εφαρμογής του Μνημονίου Συνεννόησης του ν. 4046/2012» (ΦΕΚ Α΄ 40) ορίζεται ότι: «1. Τα ποσά της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνουν τα χίλια τριακόσια (1.300) ευρώ και καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και τους λοιπούς φορείς κύριας Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μειώνονται κατά 12% από 1.1.2012. Η μείωση αυτή καταλαμβάνει και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. Για τη μείωση λαμβάνεται υπόψη το ποσό της καταβλητέας την 1.1.2012 κύριας σύνταξης. Το ποσό της κύριας σύνταξης μετά και την παραπάνω μείωση της παραγράφου αυτής δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ. … 2. … 4. Οι αναδρομικές μειώσεις των παραγράφων 1 και 2 παρακρατούνται σε 8 ισόποσες μηνιαίες δόσεις αρχής γενομένης από τη σύνταξη Μαΐου 2012. 5. Τα ποσά των μειώσεων των συντάξεων του άρθρου αυτού αποτελούν έσοδα του φορέα από τον οποίο καταβάλλεται η σύνταξη. 6. …». Σχετικώς με τις εν λόγω ρυθμίσεις στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4051/2012 – η οποία ουδόλως αναφέρεται στις περικοπές συντάξεων που είχαν επιβληθεί τέσσερις (4) μήνες νωρίτερα με το άρθρο 2 του ν. 4024/2011 (ΦΕΕΚ Α΄ 226) – εκτίθενται τα ακόλουθα: «Η Πολιτεία, μετά την ψήφιση των ν. 3845/2010 (Α΄ 65) και ν. 4046/2012 (Α΄ 28), έχει αναλάβει την υποχρέωση της λήψης συγκεκριμένων μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής, προκειμένου, μεταξύ άλλων, για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό και πέραν του θεσμού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 38 του ν. 3863/2010, όπως αυτό ισχύει και των πρόσθετων εισφορών των παραγράφων 11-13, του άρθρου 44 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152), προτείνεται το παρόν άρθρο, με το οποίο επέρχονται περαιτέρω μειώσεις στο ποσό των κύριων και επικουρικών συντάξεων που υπερβαίνουν ένα συγκεκριμένο ύψος, λόγω των δημοσιονομικών αναγκών της χώρας και της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης συγκεκριμένων ασφαλιστικών φορέων…».
10. Επειδή, εξ άλλου, το άρθρο πρώτο παράγραφος ΙΑ του ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 – Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (ΦΕΚ Α΄ 222), όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 παρ. 4 του ν. 4111/2013 (ΦΚ Α΄ 18), με έναρξη ισχύος, συμφώνως προς το άρθρο 49 παρ. 4 του ίδιου νόμου, από 5.12.2012, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι: «ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΙΑ.5 … 1. Από 1.1.2013 η μηνιαία σύνταξη ή το άθροισμα των μηνιαίων συντάξεων άνω των 1.000,00 ευρώ από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία μειώνονται ως εξής: α. Ποσό σύνταξης ή αθροίσματος άνω των 1.000,01 ευρώ και έως 1.500,00 ευρώ μειώνεται στο σύνολο του ποσού κατά 5% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.000,01 ευρώ. β. Ποσό σύνταξης ή αθροίσματος από 1.500,01 ευρώ έως 2.000,00 ευρώ μειώνεται στο σύνολο του ποσού κατά 10% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.425,01 ευρώ. γ. Ποσό σύνταξης ή αθροίσματος από 2.000,01 ευρώ έως 3.000,00 ευρώ μειώνεται κατά ποσοστό 15% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.800,01 ευρώ. δ. Ποσό σύνταξης ή συντάξεων από 3.000,00 ευρώ και άνω μειώνεται κατά ποσοστό 20% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 2.550,01 ευρώ. Στο ως άνω άθροισμα λαμβάνονται υπόψη τα μερίσματα, καθώς και κάθε είδους προσαυξήσεις. Επί του αθροίσματος αυτού το ποσό της μείωσης επιμερίζεται αναλογικά σε κάθε φορέα ή τομέα και αποτελεί έσοδο του οικείου ασφαλιστικού φορέα ή τομέα. Για τον υπολογισμό του ποσοστού της μείωσης λαμβάνεται υπόψη το καταβλητέο ποσό συντάξεως ή του ως άνω αθροίσματος την 31.12.2012 μετά τις μειώσεις και τις παρακρατήσεις της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων. Από τις ανωτέρω μειώσεις εξαιρούνται όσοι λαμβάνουν το μηνιαίο εξωιδρυματικό επίδομα των παρ. 1 και 2 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύουν. 2. … ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΙΑ.6. … 1. … 3. Από 1.1.2013 τα επιδόματα και δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστική πράξη ή καταστατική διάταξη για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των φορέων και τομέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, καθώς και του ΟΓΑ, του NAT και της Τράπεζας της Ελλάδος καταργούνται …». Σχετικώς με τις ρυθμίσεις αυτές, στην αιτιολογική έκθεση του τελευταίου αυτού νόμου -χωρίς καμία μνεία των προηγουμένως επιβληθεισών μειώσεων – αναφέρεται ότι η ανωτέρω μείωση συντάξεων «προκειμένου να είναι σε δικαιότερη βάση, γίνεται στο σύνολο της καταβαλλόμενης κύριας σύνταξης ή κύριων συντάξεων ή κύριας και επικουρικής σύνταξης ή μερίσματος που υπερβαίνουν τα 1000,00 ευρώ κατά μήνα. Η μείωση βαίνει αυξανόμενη, ανάλογα με το ύψος της σύνταξης ή των συντάξεων, προκειμένου τα βάρη να κατανέμονται ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα των συνταξιούχων». Περαιτέρω, όσον αφορά στις περικοπές των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, στην ανωτέρω αιτιολογική έκθεση, εκτίθεται ότι «…οι νέες δημοσιονομικές ανάγκες απαιτούν την περαιτέρω μείωση των κρατικών δαπανών. Μεταξύ των άλλων μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών κρίθηκε σκόπιμη και αναγκαία η περικοπή όλων των δώρων και του επιδόματος αδείας για όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς και όλους τους συνταξιούχους, προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης και η εξασφάλιση της μελλοντικής συνέχισης της καταβολής των παροχών στους δικαιούχους».
10. Επειδή, όπως έχει κριθεί (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2287- 2290/2015), με την εμφάνιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στην χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστήριξης αυτής, κυριαρχικώς, σειρά μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτουμένων από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι οποίες ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών των οργανισμών κύριας ασφάλισης (άρθρο τρίτο παρ. 10-14 του ν. 3845/2010) και συνεχίστηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα με την εισφορά αλληλεγγύης των συνταξιούχων κύριας ασφάλισης (άρθρο 38 του ν. 3863/2010) και την εν συνεχεία αναπροσαρμογή αυτής (άρθρο 44 παρ. 10 του ν. 3986/2011), εντάσσονται στις δέσμες μέτρων που έχουν ως βάση τις προβλέψεις του πρώτου «Μνημονίου» και του πρώτου «Μεσοπροθέσμου Πλαισίου», και συνιστούν, κατά τα προεκτεθέντα, μέτρα «άμεσης απόδοσης» για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα. Με τα δεδομένα αυτά, οι εν λόγω περικοπές, έχοντας αποφασιστεί υπό την πίεση των ως άνω όλως εξαιρετικών περιστάσεων, και επιβαλλόμενες κατά την εκτίμηση του νομοθέτη για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσης, δεν παραβιάζουν τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις. Ειδικότερα, οι πιο πάνω περικοπές, ενόψει του ύψους και των εν γένει χαρακτηριστικών τους, καθώς και των συνθηκών υπό τις οποίες θεσπίστηκαν, ούτε στην αρχή της αναλογικότητας αντίκεινται, καθώς δεν παρίστανται, πάντως, απρόσφορες ή μη αναγκαίες να υπηρετήσουν τον δημόσιο σκοπό για τον οποίο επιβλήθηκαν, ούτε τον πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση προσβάλλουν, καθώς δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι θίγουν το εγγυημένο από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης των συνταξιούχων. Ενόψει, άλλωστε, των ανωτέρω συνθηκών της θέσπισής τους, δεν απαιτούνταν, κατά τα προεκτεθέντα, περαιτέρω εκτίμηση των επιπτώσεών τους από τον νομοθέτη. Τέλος, δεν δύναται να γεννηθεί ζήτημα παραβίασης της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι τα ληφθέντα μέτρα επιβλήθηκαν, όπως αναφέρθηκε, ενόψει εκτάκτων και απροβλέπτων συνθηκών και είχαν επείγοντα χαρακτήρα. Κατόπιν αυτών, οι ανωτέρω διατάξεις, κατά το μέρος που με αυτές επιβάλλονται οι εν λόγω περικοπές και μειώσεις, είναι, από των ανωτέρω απόψεων, συμβατές με το Σύνταγμα. Τούτο δε, ανεξαρτήτως αν οι νόμοι, στους οποίους εντάσσονται οι διατάξεις αυτές, ως προς άλλα ζητήματα -όπως είναι οι διαρθρωτικές μεταβολές του «νέου ασφαλιστικού συστήματος» ή ο χαρακτηρισμός των περικοπών ως εισφοράς εις βάρος συνταξιούχων υπέρ Ειδικών Λογαριασμών του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών- συνάδουν με τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και αρχές περί κοινωνικής ασφάλισης. Τέλος, οι περικοπές που θεσπίστηκαν με τις διατάξεις των νόμων 3845/2010, 3863/2010, 3986/2011 και 4024/2011 δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, εφόσον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιοριζομένων με αυτές περιουσιακών δικαιωμάτων.
11. Επειδή, όπως έχει επίσης κριθεί (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2287 – 2288/2015), μετά τις διαδοχικές ως άνω περικοπές και μειώσεις, σε συνέχεια δε και προς εφαρμογή του εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (ν. 4046/2012), ακολούθησαν, κατά τα προεκτεθέντα, το ίδιο αυτό έτος, δύο ακόμη νομοθετήματα με αντικείμενο την περαιτέρω περιστολή κυρίων και επικουρικών συντάξεων: Ο ν. 4051/2012, με το άρθρο 6 του οποίου μειώθηκαν αναδρομικώς κατά 12%, όπως αναλυτικώς προαναφέρθηκε, οι κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν τα 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μείωσης αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου 200 ευρώ, καθώς και ο ν. 4093/2012, με το άρθρο πρώτο του οποίου, αφενός μεν μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστά από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, αφετέρου δε καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα. Στις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω διατάξεων, όπως έχει εκτεθεί, δεν μνημονεύονται καθόλου οι προηγηθείσες περικοπές, η δε λήψη των νέων μέτρων αιτιολογείται με γενική αναφορά στις «δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας», στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση συγκεκριμένων ασφαλιστικών φορέων» και στην ανάγκη «να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης…». Στο ανωτέρω, εξάλλου, δεύτερο Μνημόνιο προβλεπόταν σχετικώς ότι για «την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής του προγράμματος» και ενόψει «των συνεχών προβλημάτων της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση», θα χρειαζόταν η λήψη «επιπρόσθετων μέτρων», ότι «το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής θα επιτυγχανόταν μέσω περικοπών δαπανών που θα αποσκοπούσαν στη μόνιμη μείωση του μεγέθους του κράτους», ότι «πολλές από αυτές τις περικοπές θα έπρεπε να αφορούν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις», και ότι «η μεγάλη εναπομείνασα δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε κατ’ ανάγκη να περιλαμβάνει περαιτέρω προσαρμογές των συντάξεων … με τρόπο που να προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι …». Οι τελευταίες ως άνω διατάξεις ψηφίστηκαν όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιαστεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει σε σχετικές ρυθμίσεις χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλά όφειλε να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένως ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, όφειλε, κατ’ αρχάς, ο νομοθέτης να προβεί σε συνολική εκτίμηση των παραγόντων που προκάλεσαν το πρόβλημα το οποίο επικαλείται ως προς τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών (και, μάλιστα, ενός εκάστου εξ αυτών, ενόψει της διοικητικής και οικονομικής τους αυτοτέλειας), και, ενόψει των παραγόντων αυτών – όπως είναι η μείωση της αξίας, μέσω του PSI (ν. 4050/2012), των διαθεσίμων κεφαλαίων των εν λόγω οργανισμών, κυρίως δε, η παρατεινόμενη ύφεση και η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, στις οποίες ουσιωδώς συμβάλλει η πτώση του βιοτικού επιπέδου μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού συνεπεία μέτρων αντίστοιχων με τα επίδικα (μειώσεις συντάξεων) ή φορολογικών επιβαρύνσεων – να κρίνει για την προσφορότητα των επίδικων αυτών μέτρων. Τούτο δε ενόψει και της διαπίστωσής του ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει μέχρι τότε (μειώσεις συντάξεων και μισθών) δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις. Ακόμη δε και αν τα επίδικα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, κατά τα ανωτέρω, ο νομοθέτης έπρεπε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένως για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων). Τέλος, εφ’όσον, πάντως, κατόπιν των ανωτέρω, ο νομοθέτης επέλεγε, όπως εν προκειμένω, να προβεί σε συγκεκριμένες περικοπές συντάξεων (επιλογή, κατ’ αρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, εάν οι επιπτώσεις των περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώματος. Από κανένα όμως στοιχείο δεν προκύπτει ότι ως προς τα ανωτέρω ζητήματα έλαβε χώρα εν προκειμένω τέτοια μελέτη. Πέραν δε τούτου, δεν προκύπτει ούτε ότι λήφθηκαν υπόψη οι κρίσιμες ως άνω συνταγματικές παράμετροι. Διότι, όπως συνάγεται από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, μόνο κριτήριο για την θέσπιση των σχετικών μέτρων αποτέλεσε η συμβολή τους στην μείωση των δημοσίων δαπανών και την «δημοσιονομική προσαρμογή». Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών, ως βασικής αιτίας του προβλήματος, γίνεται αορίστως, είτε για όλους τους οργανισμούς συλλήβδην, είτε για κάποιους μη κατονομαζόμενους, χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένως η κατάσταση καθενός από αυτούς (ενόψει της οικονομικής αυτοτέλειάς τους και των επιβαλλομένων, αναλόγως, διαφοροποιήσεων) και χωρίς να αναφέρεται εάν και πώς συνέβαλε το Κράτος, κατά την συνταγματική του υποχρέωση, στην διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους. Άλλωστε, οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την, υπό το «νέο ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη ότι το Κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση χωρίς και να υποχρεούται να συμμετέχει στην χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης ή ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με την μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών. Κατόπιν τούτων, οι ανωτέρω διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, μη εφαρμοστέες. Υπό τα δεδομένα, άλλωστε, αυτά, με τις εν λόγω διατάξεις των ανωτέρω νόμων κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ γενικού συμφέροντος και περιουσιακών δικαιωμάτων των συνταξιούχων και, συνακόλουθα, παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
12. Επειδή, επιπροσθέτως, με τις ως άνω 2287/2015 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, λήφθηκε υπ’ όψη ότι η διάγνωση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 θα συνεπαγόταν υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφωθεί με αναδρομική καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών που περικόπηκαν, βάσει των αντισυνταγματικών αυτών διατάξεων, όχι μόνον στους διαδίκους των συγκεκριμένων δικών, αλλά και σε ιδιαιτέρως ευρύ κύκλο προσώπων που αφορούσε η σχετική πρότυπη δίκη. Εν όψει των δεδομένων τούτων, το Συμβούλιο της Επικρατείας, μετά από στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, όρισε ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων θα επέρχονταν μετά την δημοσίευση των ως άνω αποφάσεών του (που έλαβε χώρα στις 10.6.2015). Οίκοθεν νοείται δε, κατά τις ίδιες ως άνω αποφάσεις, ότι για τους ενάγοντες των συγκεκριμένων δικών και όσους άλλους είχαν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι το χρόνο δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών, η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα είχε αναδρομικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, κατά τις αποφάσεις αυτές, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων συνταξιούχων, που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών.
13. Επειδή, τέλος, στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ (που μεταγλωττίστηκε στη δημοτική με το π.δ. 456/1984, ΦΕΚ Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος …» και στο δε άρθρο 106 ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 105 του ΕσΝΑΚ, για την στοιχειοθέτηση ευθύνης του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω πράξης ή παράλειψης των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη. Εκ του ότι δε ο νομοθέτης είτε με νόμο είτε με διοικητική κανονιστική πράξη που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και εάν προκαλείται ζημία σε τρίτο, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια αυτής όργανα ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός εάν από την νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, όταν οι επιζήμιες συνέπειες δεν επέρχονται απευθείας από την επίμαχη διάταξη αλλά επέρχονται από την εφαρμογή του ως άνω κανόνα δικαίου, δηλαδή από την πράξη της Διοίκησης που τον εφαρμόζει στην ατομική περίπτωση, η ευθύνη έναντι του ζημιωθέντος προκύπτει όχι από τον κανόνα δικαίου αλλά από την τελευταία αυτήν πράξη (βλ. ΣτΕ Ολομ. 479-481/2018, 4741/2014). Η δε αποζημίωση προς αποκατάσταση της κατά τα ανωτέρω ζημίας περιλαμβάνει, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 298 του Αστικού Κώδικα, την πλήρη αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας του ζημιωθέντος. Συνεπώς, στην εν λόγω αποζημίωση περιλαμβάνεται τόσο η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη η υπάρχουσα πριν την παράνομη πράξη ή παράλειψη των δημοσίων οργάνων περιουσία του ζημιωθέντος, όσο και η αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη αυτός με την στέρηση, εξαιτίας της παράνομης πράξης ή παράλειψης, παροχών τις οποίες μετά πιθανότητας, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, θα αποκόμιζε, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη αυτή πράξη ή παράλειψη (βλ. ΣτΕ 1369/2018 επταμ., 1283-1284/2016, 528/2014).
14. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την ./06.05.2015 πράξη του Αναπληρωτή Διευθυντή Παροχών του Ε.Τ.Α.Α./Τ.Α.Ν. απονεμήθηκε στον πρώτο ενάγοντα, επίτιμο Πρόεδρο Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων, βάσει συνολικού συντάξιμου χρόνου 46 ετών, 3 μηνών και 16 ημερών, κύρια σύνταξη γήρατος, ποσού 535,36 ευρώ μηνιαίως, από 01.07.2014, ενώ, με την ./12.12.2014 πράξη της Διευθύντριας Παροχών του Ε.Τ.Α.Α./Τ.Α.Ν. απονεμήθηκε στη δεύτερη ενάγουσα, επίτιμη Πρόεδρο Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων, βάσει συνολικού συντάξιμου χρόνου 45 ετών, 1 μηνός και 25 ημερών, κύρια σύνταξη γήρατος, ποσού 588,95 ευρώ μηνιαίως, από 30.11.2013. Επί των ως άνω ποσών συντάξεων, όπως προκύπτει από τα σχετικά ενημερωτικά σημειώματα, επιβλήθηκε, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως 05.11.2018, εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων, ανερχόμενη στο ύψος των 74,95 ευρώ μηνιαίως για τον πρώτο ενάγοντα και στο ύψος των 82,45 ευρώ μηνιαίως για τη δεύτερη ενάγουσα. Εξ άλλου, επί των ως άνω ποσών σύνταξης, κατά το ένδικο, εν προκειμένω, χρονικό διάστημα (από 01.08.2018 έως 05.11.2018) εφαρμόσθηκαν οι μειώσεις-περικοπές, αφ’ ενός, του ν. 4051/2012, ανερχόμενες στο ποσό των 40,11 ευρώ, μηνιαίως, για τον πρώτο ενάγοντα και στο ποσό των 42,82 ευρώ, μηνιαίως, για τη δεύτερη ενάγουσα, αφ’ ετέρου, του ν.4093/2012, ποσού 84,06 ευρώ, μηνιαίως, για τον πρώτο ενάγοντα, και ποσού 92,74 ευρώ, μηνιαίως, για τη δεύτερη ενάγουσα, ήτοι, συνολικώς, ποσού 124,17 ευρώ, μηνιαίως, για τον πρώτο ενάγοντα και ποσού 135,56 ευρώ, μηνιαίως, για τη δεύτερη ενάγουσα (βλ. σχετ. τα μηνιαία ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων των εναγόντων, που αφορούν στα ένδικα, αντιστοίχως, χρονικά διαστήματα, καθώς και την ./06.02.2019 έκθεση απόψεων του Τμήματος Συντάξεων της Περιφερειακής Διεύθυνσης Παροχών Τομέα Ασφάλισης Νομικών του ΕΦΚΑ). Ήδη, με την κρινόμενη αγωγή, οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου Φορέα να τους καταβάλει νομιμοτόκως τα αναλυτικώς αναφερόμενα (υπό στοιχ. β΄) στην εισαγωγική σκέψη της παρούσας ποσά, ως αποζημίωση, κατ’ άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ, διότι, κατά τους ισχυρισμούς τους, μη νομίμως διενεργήθηκαν οι ανωτέρω περικοπές στη σύνταξή τους από τον Τομέα Ασφάλισης Νομικών του ΕΦΚΑ, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 38 του ν. 3863/2010, 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012, οι οποίες αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, καθώς και στις διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α.. Όσον αφορά στην επιβολή εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων στη σύνταξη που λάμβαναν οι ενάγοντες από τον ίδιο Τομέα, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, οι τελευταίοι επικαλούνται τη 244/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε ότι η επιβολή εισφοράς αλληλεγγύης «στις συντάξεις του Δημοσίου» είναι αντίθετη στο Σύνταγμα. Αντιθέτως, ο εναγόμενος Ε.Φ.Κ.Α., με την 152827/06.02.2019 έκθεση απόψεών του και με το, νομοτύπως κατατεθέν στις 19.03.2019, υπόμνημά του, ζητεί την απόρριψη της αγωγής ως νόμω αβάσιμης.
15. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και εν όψει των διατάξεων που προπαρατέθηκαν, καθώς και της ερμηνείας που δόθηκε σ’ αυτές, λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι η, επιβληθείσα με τις διατάξεις των άρθρων 38 του ν. 3863/2010 και 11 του ν. 3865/2010, εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως είναι ο Ε.Φ.Κ.Α., δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5, 21 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ούτε στην αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας, ούτε τέλος στις διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α., το Δικαστήριο κρίνει ότι νομίμως επιβλήθηκε εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων στις επίμαχες καταβαλλόμενες από τον ΤΑΝ του Ε.Φ.Κ.Α., συντάξεις κατά το ένδικο χρονικό διάστημα και ότι, συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται, εν προκειμένω, αστική ευθύνη του εναγομένου, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου προβαλλόμενων ισχυρισμών ως αβασίμων. Αντιθέτως, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι μειώσεις που επήλθαν στη σύνταξη των εναγόντων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012, είναι αντίθετες στο Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και, συνεπώς, μη νομίμως περικόπηκαν, κατά τα αντίστοιχα ποσά, οι συντάξεις που έλαβαν οι ενάγοντες, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα από 01.08.2018 έως 05.11.2018 από τον Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Φ.Κ.Α., κατά τα βασίμως προβαλλόμενα. Ως εκ τούτου, στοιχειοθετείται ευθύνη του εναγόμενου ν.π.δ.δ., σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., να επανορθώσει τη ζημία των εναγόντων, που επήλθε κατά το ως άνω ένδικο χρονικό διάστημα, η οποία, για το μεν πρώτο ενάγοντα, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 393,62 ευρώ [127,15 ευρώ για την περικοπή του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 (40,11 ευρώ επί 3 μήνες και 5 ημέρες) + 266,47 ευρώ για την περικοπή του άρθρου πρώτου παράγραφος ΙΑ υποπαράγραφος ΙΑ.5 του ν. 4093/2012 (84,06 ευρώ επί 3 μήνες και 5 ημέρες)], για τη δεύτερη δε ενάγουσα, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 429,73 ευρώ [135,74 ευρώ για την περικοπή του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 (42,82 ευρώ επί 3 μήνες και 5 ημέρες) + 293,99 ευρώ για την περικοπή του άρθρου πρώτου παράγραφος ΙΑ υποπαράγραφος ΙΑ.5 του ν. 4093/2012 (92,74 ευρώ επί 3 μήνες και 5 ημέρες)]. Πρέπει δε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Φορέα να καταβάλει σε καθέναν από τους ενάγοντες τα ανωτέρω ποσά, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής σ’ αυτούς, στις 15.11.2018 (βλ. την 5630Στ΄/15.11.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, Ιωάννη Χαλκιαδάκη) και μέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση.
16. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να παραπεμφθεί λόγω αναρμοδιότητας προς εκδίκαση στο Ελεγκτικό Συνέδριο, καθ’ ο μέρος, μ’ αυτήν, οι ενάγοντες ζητούν, υπό την ιδιότητά τους ως συνταξιούχων του Δημοσίου, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ε.Φ.Κ.Α. να καταβάλει ως αποζημίωση, κατ’ άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ, άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρ. 904 επ. ΑΚ), στο μεν πρώτον από αυτούς, i) το ποσό των 46.264,18 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισμούς του, στις μη νόμιμες περικοπές, οι οποίες επιβλήθηκαν στην κύρια μηνιαία σύνταξή του, δυνάμει των ν. 3865/2010, 4051/2012 και 4093/2012, κατά το χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως 05.11.2018, και ii) το ποσό των 2.400 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισμούς του, στις μη νόμιμες περικοπές Δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας επί της ίδιας σύνταξης, οι οποίες επιβλήθηκαν κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, στη δεύτερη δε από αυτούς, i) το ποσό των 43.321,60 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισμούς της, στις μη νόμιμες περικοπές, οι οποίες επιβλήθηκαν στην κύρια μηνιαία σύνταξή της, δυνάμει των ν. 3865/2010, 4051/2012 και 4093/2012, κατά το χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως 05.11.2018, και ii) το ποσό των 2.400 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισμούς της, στις μη νόμιμες περικοπές Δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας επί της ίδιας σύνταξης, οι οποίες επιβλήθηκαν κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, περαιτέρω δε να απορριφθεί ως απαράδεκτη η αγωγή, καθ’ ο μέρος αφορά στις αξιώσεις αποζημίωσης των εναγόντων έναντι του εναγόμενου Ε.Φ.Κ.Α., υπό την ιδιότητά τους ως συνταξιούχων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών αυτού, λόγω μη νόμιμων περικοπών των συντάξεων, που ελάμβαναν από τον εν λόγω Τομέα, δυνάμει των ν. 4051/2012 και 4093/2012, για το χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως 31.07.2018, κατ’ άρθρο 76 παρ. 2 Κ.Δ.Δ., να γίνει εν μέρει δεκτή αυτή κατά τα λοιπά, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου Ε.Φ.Κ.Α. να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 393,62 ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 429,73 ευρώ, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής, στις 15.11.2018, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, και, τέλος, να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων λόγω της μερικής νίκης και ήττας αυτών, κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 εδ. γ΄ Κ.Δ.Δ.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Παραπέμπει την αγωγή στο Ελεγκτικό Συνέδριο, καθ’ ο μέρος, μ’ αυτήν, οι ενάγοντες ζητούν, υπό την ιδιότητά τους ως συνταξιούχων του Δημοσίου, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ε.Φ.Κ.Α. να καταβάλει ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρ. 904 επ. ΑΚ), στο μεν πρώτον από αυτούς, i) το ποσό των 46.264,18 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισμούς του, στις μη νόμιμες περικοπές, οι οποίες επιβλήθηκαν στην κύρια μηνιαία σύνταξή του, δυνάμει των ν. 3865/2010, 4051/2012 και 4093/2012, κατά το χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως 05.11.2018, και ii) το ποσό των 2.400 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισμούς του, στις μη νόμιμες περικοπές Δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας επί της ίδιας σύνταξης, οι οποίες επιβλήθηκαν κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, στη δεύτερη δε από αυτούς, i) το ποσό των 43.321,60 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισμούς της, στις μη νόμιμες περικοπές, οι οποίες επιβλήθηκαν στην κύρια μηνιαία σύνταξή της, δυνάμει των ν. 3865/2010, 4051/2012 και 4093/2012, κατά το χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως 05.11.2018, και ii) το ποσό των 2.400 ευρώ, που αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισμούς της, στις μη νόμιμες περικοπές Δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας επί της ίδιας σύνταξης, οι οποίες επιβλήθηκαν κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα.
Απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη, καθ’ ο μέρος αφορά στις αξιώσεις αποζημίωσης των εναγόντων έναντι του εναγόμενου Ε.Φ.Κ.Α., υπό την ιδιότητά τους ως συνταξιούχων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών αυτού, λόγω μη νόμιμων περικοπών των συντάξεων, που ελάμβαναν από τον εν λόγω Τομέα, δυνάμει των ν. 4051/2012 και 4093/2012, για το χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως 31.07.2018.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή, κατά τα λοιπά.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγομένου Ε.Φ.Κ.Α. να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα (…) το ποσό των τριακοσίων ενενήντα τριών ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (393,62 ευρώ) και στη δεύτερη ενάγουσα (…) το ποσό των τετρακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (429,73 ευρώ), νομιμοτόκως, από 15.11.2018, και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της 14ης Νοεμβρίου 2019.