ΑΠΟΦΑΣΗ
Hambardzumyan κατά Αρμενίας της 05.12.2019 (αρ. 43478/11)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Μυστική παρακολούθηση και δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή. Μυστική παρακολούθηση κατά τη διάρκεια ποινικής έρευνας για δωροδοκία χωρίς έγκυρο ένταλμα.
Η μυστική παρακολούθηση περιελάμβανε ηχογράφηση συνομιλιών και βιντεοσκόπηση της συναλλαγής μεταξύ μάρτυρα και κατηγορουμένης. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ειδικότερα ότι το ένταλμα δεν ήταν αρκετά συγκεκριμένο για το πρόσωπο που αφορούσε, η δε ασάφεια αυτή ήταν απαράδεκτη όταν πραγματοποιούνταν για μια τόσο σοβαρή παρέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, όπως είναι η μυστική παρακολούθηση.
Επιπλέον, το ένταλμα της μυστικής παρακολούθησης όχι μόνον δεν ανέφερε συγκεκριμένα το πρόσωπο που θα παρακολουθείτο αλλά ούτε και τον τρόπο και το είδος της παρακολούθησης (στη συγκεκριμένη περίπτωση η παρακολούθηση περιελάμβανε στην πράξη ηχογράφηση συνομιλιών και βιντεοσκόπηση). Κατά το ΕΔΔΑ, το μέτρο της μυστικής παρακολούθησης δεν τέθηκε υπό επαρκή δικαστικό έλεγχο και ερχόταν σε αντίθεση με την ΕΣΔΑ. Παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8).
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε όμως παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης (άρθρο 6) γιατί, κατά το Στρασβούργο, οι ηχογραφήσεις και η βιντεοσκόπηση που ήταν προϊόν μυστικής παρακολούθησης δεν ήταν οι μόνες αποδείξεις που χρησιμοποιήθηκαν για να καταδικάσουν την προσφεύγουσα, καθώς το δικαστήριο είχε βασιστεί σε καταθέσεις μαρτύρων καθώς και σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8
Άρθρο 6
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, Karine Hambardzumyan, είναι υπήκοος της Αρμενίας, η οποία γεννήθηκε το 1956 και ζούσε στο Έρεβαν πριν από την κράτησή της. Εκτίει ποινή φυλάκισης στο σωφρονιστικό ίδρυμα Abovyan κατά τον χρόνο που υπέβαλε την προσφυγή της.
Όταν η προσφεύγουσα εργάζονταν ως αναπληρώτρια επικεφαλής της μονάδας γυναικείων φυλακών του Abovyan, μια από τις φυλακισμένες ανέφερε στον επικεφαλής του Τμήματος κατά του οργανωμένου εγκλήματος της Αρμένικης Αστυνομίας ότι η προσφεύγουσα είχε απαιτήσει να δωροδοκηθεί σε αντάλλαγμα για μεταφορά της καταγγέλλουσας σε ανοικτή φυλακή.
Οι αρχές ζήτησαν και έλαβαν δικαστική απόφαση για τη διεξαγωγή μυστικής παρακολούθησης. Έτσι έδωσαν στη φυλακισμένη συσκευή ηχογράφησης που θα χρησιμοποιούνταν κατά τη διάρκεια συνάντησης με την προσφεύγουσα, οι τηλεφωνικές δε συνομιλίες τους καταγράφηκαν και έγινε βιντεοσκόπηση της παράδοσης των χρημάτων της δωροδοκίας, τα χαρτονομίσματα δε ήταν προσημειωμένα.
Όταν η έρευνα ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 2010, δόθηκε στην προσφεύγουσα πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης, αυτό δε έγινε όταν έλαβε γνώση της μυστικής παρακολούθησης. Κατά τη διάρκεια της δίκης της, υποστήριξε ανεπιτυχώς ότι το υλικό παρακολούθησης θα πρέπει να αποκλειστεί, καθώς το δικαστικό ένταλμα δεν ήταν έγκυρο, δεδομένου ότι ήταν ασαφές και μη συγκεκριμένο δεδομένου ότι δεν την κατονόμαζε ως άτομο το οποίο θα υπόκειτο σε επιτήρηση. Το δικαστήριο καταδίκασε την προσφεύγουσα για δωροδοκία και απάτη και την καταδίκασε σε κάθειρξη εννέα (9) ετών, απόφαση η οποία κατέστη αμετάκλητη το Μάρτιο του 2011.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο απέρριψε τις αντιρρήσεις της κυβέρνησης ότι η προσφυγή ήταν απαράδεκτη λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων ή διότι είχε κατατεθεί πέραν της εξάμηνης προθεσμίας.
Το Δικαστήριο δεν ήταν πεπεισμένο ότι το ένδικο βοήθημα που πρότεινε η κυβέρνηση, να προσβάλει τη δικαστική εντολή για την έγκριση της μυστικής παρακολούθησης αφ’ ότου έλαβε γνώση της παρακολούθησής της αποτελούσε διαθέσιμο και επαρκές ένδικο βοήθημα που θα μπορούσε να παράσχει στην προσφεύγουσα αποζημίωση σε σχέση με την εν λόγω παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, δεν ήταν παράλογο η προσφεύγουσα να έχει προσπαθήσει να αντιμετωπίσει αυτή την παραβίαση κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας στην περίπτωσή της. Συγκεκριμένα, τα εγχώρια δικαστήρια είχαν εξετάσει τις καταγγελίες της στο πλαίσιο της Σύμβασης, οι οποίες αφορούν κυρίως τη νομιμότητα των μέτρων επιτήρησης. Δεδομένου ότι, στη συνέχεια, υπέβαλε την προσφυγή της ενώπιον του Δικαστηρίου εντός έξι μηνών από το τέλος της διαδικασίας, είχε εκπληρώσει την απαιτούμενη προθεσμία από την ΕΣΔΑ.
Ως προς την ουσία της υπόθεσης, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η καταγγελία της προσφεύγουσας επικεντρώθηκε στο γεγονός ότι το ένταλμα για μυστική παρακολούθηση δεν είχε συμμορφωθεί με την εθνική νομοθεσία. Το εθνικό δικαστήριο δε είχε διαπιστώσει ότι το ένταλμα δεν ανέγραφε το όνομά της, δηλαδή ότι ήταν ο αποδέκτης της ηχητικής παρακολούθησης και βιντεοεπιτήρησης, ενώ η κυβέρνηση είχε ισχυριστεί ότι ο επιδιωκόμενος στόχος ήταν σαφής από τη συλλογιστική του εντάλματος.
Το ΕΔΔΑ επισήμανε, ωστόσο, ότι η συλλογιστική του δικαστηρίου είχε αναπαράγει τη διατύπωση της αστυνομίας στο αίτημα έκδοσης εντάλματος, το οποίο ανέφερε ότι οι πράξεις της κρατούμενης είχαν περιλάβει στοιχεία του εγκλήματος της δωροδοκίας. Αυτό είχε αφήσει περιθώρια για υποθέσεις ως προς το εάν η φυλακισμένη ή η προσφεύγουσα ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που ήταν το υποκείμενο της παρακολούθησης, ασάφεια που ήταν απαράδεκτη σε δικαστική εντολή για μια τόσο σοβαρή παρέμβαση στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, όπως ήταν η μυστική παρακολούθηση.
Επιπλέον, το εσωτερικό δίκαιο διέθετε εξαντλητικό κατάλογο των μέτρων μυστικής παρακολούθησης και απαιτούσε ότι τα δικαστικά εντάλματα να αναφέρουν τις συγκεκριμένες δραστηριότητες που εξουσιοδοτούσαν. Ωστόσο, ο κατάλογος δεν περιλάμβανε δραστηριότητα η οποία ονομάζεται «εγγραφές ήχου και βίντεο». Στην περίπτωση της προσφεύγουσας φάνηκε ότι η αστυνομία είχε πραγματοποιήσει δύο ξεχωριστά είδη λειτουργικών και μυστικών μέτρων παρακολούθησης, την εξωτερική επιτήρηση και την παρακολούθηση των τηλεφωνικών επικοινωνιών, αν και το ένταλμα δεν διευκρίνιζε ούτε ανέφερε τα μέτρα αυτά.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το μέτρο παρακολούθησης που εφαρμόστηκε κατά της προσφεύγουσας δεν είχε σωστή δικαστική εποπτεία και δεν ήταν «σύμφωνο με τον νόμο» κατά την έννοια του άρθρου 8 § 2 της Σύμβασης. Επομένως, υπήρξε παραβίαση της διάταξης αυτής.
Άρθρο 6
Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι δεν είχε δίκαιη δίκη λόγω του ότι το παράνομου υλικό παρακολούθησης είχε γίνει δεκτό ως αποδεικτικό στοιχείο από τα δικαστήρια. Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι η προσφεύγουσα μπόρεσε να αμφισβητήσει τη χρήση των εγγραφών της μυστικής παρακολούθησης στα εθνικά δικαστήρια και ότι δεν ήταν η μόνη απόδειξη εναντίον της.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα είχε πραγματική δυνατότητα να αμφισβητήσει τη γνησιότητα του υλικού και να αντιταχθεί στη χρήση του. Το εθνικό δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αυτό μόνο με ανεπαρκή αιτιολογία, αλλά το εφετείο εξέτασε τα επιχειρήματά της επί της ουσίας και είχε αιτιολογήσει τα επιχειρήματα της απόφασής του να υποστηρίξει τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για το θέμα αυτό.
Οι ηχογραφήσεις δεν ήταν οι μόνες αποδείξεις που χρησιμοποιήθηκαν για να την καταδικάσουν, καθώς το δικαστήριο είχε βασιστεί στις καταθέσεις της φυλακισμένης, άλλες καταθέσεις μαρτύρων καθώς και σε υλικά και εγκληματολογικά αποδεικτικά στοιχεία.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η χρήση του υλικού παρακολούθησης δεν έρχεται σε σύγκρουση με τις απαιτήσεις της δικαιοσύνης που εγγυάται το άρθρο 6 § 1 και δεν υπήρξε παραβίαση του εν λόγω άρθρου.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Αρμενία πρέπει να καταβάλει στην προσφεύγουσα 1.200 ευρώ για την ηθική της βλάβη.