Την απειλή της πράξης CAATSA επισείει η υπερδύναμη σε όσες χώρες επιλέξουν ρωσικό οπλισμό. Γιατί η στρατηγική Τραμπ κρύβει παγίδες. Τι δείχνει η στάση της Αγκυρας και το παιχνίδι με τους S-400 και τα F-35. Ο ανταγωνισμός Ουάσιγκτον-Μόσχας για τα συμβόλαια.
Στον μεταξύ τους ανταγωνισμό για την πώληση όπλων ανά τον κόσμο, ΗΠΑ και Ρωσία είναι σε τροχιά σύγκρουσης. Και σε αυτή τη μάχη, η Ουάσιγκτον έχει έναν άσο στο μανίκι: την Πράξη Αντιμετώπισης Αντίπαλων μέσω Κυρώσεων (CAATSA), ένα νόμο που της δίνει τη δυνατότητα να επιβάλει τιμωρητικά μέτρα σε χώρες που αγοράζουν όπλα από τη Μόσχα και, θεωρητικά, γέρνει την πλάστιγγα υπέρ της.
Τη χρονιά ξεκίνησε, ωστόσο, η απειλή της CAATSA μπορεί να μην προσφέρει στις ΗΠΑ όλα τα ντιλ στην αγορά όπλων που επιδιώκει. Πράγματι, στη σκιά της σκληρής προσέγγισης των ΗΠΑ αρκετές από τις μεσαίες δυνάμεις μπορεί να σνομπάρουν την Ουάσιγκτον υπέρ άλλων προμηθευτών ή ακόμα και της ίδιας της Ρωσίας.
Η προσέγγιση Τραμπ «αγοράστε αμερικανικά»
Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ανέβηκε στην εξουσία το 2017 προχώρησε σε μια σημαντική στροφή στις εξαγωγές αμερικανικών όπλων. Ενώ προηγούμενοι πρόεδροι λάμβαναν υπόψη τα συμφέροντα της αμυντικής βιομηχανίας των ΗΠΑ όταν σχημάτιζαν την εξωτερική τους πολιτική, ο Τραμπ έχει θέσει τον τομέα στο προσκήνιο της προσέγγισής του. Λίγους μήνες αφότου ανέλαβε καθήκοντα ενέκρινε μια πώληση F-16 στο Μπαχρέιν, αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων, αγνοώντας τους όρους σε ότι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα που καθυστερούσαν τη συμφωνία.
Στη συνέχεια, ο Λευκός Οίκος προχώρησε σε αρκετές μεγάλες πωλήσεις όπλων στη Σαουδική Αραβία, αναιρώντας όχι μόνο τους προηγούμενους περιορισμούς που είχε επιβάλει ο Μπάρακ Ομπάμα σε συγκεκριμένα όπλα, αλλά προσπερνώντας και το Κογκρέσο κηρύσσοντας κατάσταση εθνικής ανάγκης, αφότου βουλευτές μπλόκαραν τις πωλήσεις όπλων στο Ριάντ με αφορμή τη δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι.
Η κυβέρνηση Τραμπ σχημάτισε τη στρατηγική πίσω από αυτές τις πρόσφατες αμφιλεγόμενες πωλήσεις όπλων -και άλλες όπως αυτές- μέσα από ένα σχέδιο των αρχών του 2018, το «αγοράστε αμερικάνικα», που επεδίωκε να τονώσει την αμυντική βιομηχανία και την οικονομία γενικότερα μεγιστοποιώντας τον αριθμό των πετυχημένων συμβολαίων πώλησης όπλων.
Η πρωτοβουλία πίεσε αμερικανούς στρατιωτικούς και αξιωματούχους του υπουργείου Εξωτερικών να υιοθετήσουν ένα ρόλο πωλητή ανά τον κόσμο. Παρομοίως, οι ΗΠΑ κινήθηκαν για να αφαιρέσουν περιορισμούς στις πωλήσεις συγκεκριμένων όπλων, όπως οπλισμένων drones, οι οποίοι παλαιότερα είχαν στρέψει τους δυνητικούς αγοραστές σε άλλους προμηθευτές, όπως η Κίνα.
Η εστίαση στις πωλήσεις απέδωσε σε όρους εσόδων: οι αμερικανικές εξαγωγές από τα 33,6 δισ. δολάρια και τα 42 δισ. δολάρια το 2016 και 2017 αντίστοιχα, ανέβηκαν στα 55,6 δισ. και 55,4 δισ. δολάρια το 2018 και το 2019 αντίστοιχα.
Οι ΗΠΑ, όμως, δεν είναι το μοναδικό κράτος που αναζητά τρόπους να αυξήσει τις πωλήσεις όπλων. Η Ρωσία, ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας του πλανήτη, ενισχύει διαρκώς την συνηθισμένη στρατηγική της, αυτή της προώθησης των εξαγωγών όπλων ως το μέσο για να διατηρήσει υγιή αμυντική βιομηχανία σε μια στιγμή που οι παραγγελίες από το δικό της στρατό αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις λόγω των οικονομικών δυσκολιών. Σε αυτή την προσπάθεια αξιοποίησε την στρατιωτική της εμπλοκή στη Συρία ώστε να παρουσιάσει δημόσια τις ικανότητες του εξοπλισμού της, επεδίωξε να συνδέσει τις πωλήσεις όπλων με τις στρατηγικές δημιουργίας σχέσεων και επέδειξε διάθεση να πουλήσει τα καλύτερα και πλέον πρόσφατα όπλα για να εξασφαλίσει συμφωνίες.
Ο ρόλος της CAATSA
Αμφότερες ΗΠΑ και Ρωσία προσπαθούν να εξασφαλίσουν κρίσιμες συμφωνίες πώλησης όπλων με τους δυνητικούς πελάτες να βρίσκονται στη μέση. Αυτή η δυναμική είναι έκδηλη παντού, αν και στη Μέση Ανατολή είναι που οι συνέπειες του ανταγωνισμού φαίνονται περισσότερο, ειδικά με την απειλή κυρώσεων μέσω CAATSA.
Αν και η υπερδύναμη δεν ανέπτυξε την CAATSA με στόχο να προωθήσει τις εξαγωγές αμερικανικών όπλων έναντι των ρωσικών, αυτή έχει αναδειχτεί σε βασικό εργαλείο της κυβέρνησης Τραμπ γι’ αυτό το σκοπό. Υπό την CAATSA οι ΗΠΑ έχουν απειλήσει με κυρώσεις κράτη που δεν θα μειώσουν ουσιαστικά τις εισαγωγές όπλων από τη Ρωσία. Η Ουάσιγκτον έθεσε από τότε το θέμα των κυρώσεων σε συζητήσεις με κρίσιμες χώρες που παραμένουν εξαρτημένες από τα ρωσικά όπλα, περιλαμβανομένων της Ινδίας και της Ινδονησίας στην Ασία, της Αιγύπτου και της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή, καθώς και της Σερβίας στην Ευρώπη.
Δεδομένου του οικονομικού βάρους των ΗΠΑ, αυτή δεν είναι μια κούφια απειλή. Η Ρωσία έχει εδώ και καιρό χαρακτηρίσει την CAATSA ως ένα εργαλείο άδικου ανταγωνισμού. Η Πράξη, πάντως, είναι με πολλούς τρόπους δίκοπο μαχαίρι, κάτι που δεν έχει διαφύγει από αξιωματούχους του Πενταγώνου και του Υπουργείου Εξωτερικών που συμβουλεύουν προσοχή στην εφαρμογή της.
Πρώτον, οι χώρες είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες όταν ξένες δυνάμεις τους λένε ποιον πρέπει να διαλέξουν για να καλύψουν τις αμυντικές τους ανάγκες, ειδικά καθώς ο βαθμός πολιτικής παρέμβασης ή η έλλειψή της, είναι βασικός παράγοντας κάθε αγοράς. Όπως είναι φυσικό, τέτοιες κινήσεις καταστρέφουν την εμπιστοσύνη μεταξύ πιθανών αγοραστών και της Ουάσιγκτον.
Δεύτερον, πολλές χώρες, όπως η Ινδία και το Βιετνάμ, έχουν σημαντικές προϋπάρχουσες σχέσεις με την Μόσχα σε ότι αφορά τις εισαγωγές όπλων, κάτι που καθιστά υπερβολικά δύσκολο γι’ αυτές να κόψουν ουσιαστικά και γρήγορα τις αγορές, δεδομένου εκτός των άλλων ότι οι Ενοπλες Δυνάμεις τους είναι εξοικειωμένες με τα ρωσικά όπλα.
Για πολλές χώρες, για παράδειγμα, δεν υπάρχει ανταγωνιστική εναλλακτική για τον εξοπλισμό που αγοράζουν από τη Ρωσία (σε κάποιες περιπτώσεις ούτε καν από τις ΗΠΑ), καθώς άλλοι προμηθευτές δεν προσφέρουν το ίδιο προϊόν, στην ίδια τιμή ή με τον ίδιο βαθμό μεταφοράς τεχνολογίας.
Τέλος, πιέζοντας τους εταίρους της, κάποιοι εκ των οποίων ήδη αγοράζουν πολλά όπλα από τις ΗΠΑ, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να καταλήξει να τους στρέψει σε εναλλακτικές επιλογές, περιλαμβανομένης της Ευρώπης, της Κίνας ή ακόμα και σε εγχώριους παραγωγούς.
Ολες αυτές οι μεταβλητές αυξάνουν τον κίνδυνο οι κυρώσεις μέσω CAATSA να γυρίσουν μπούμερανγκ, οδηγώντας τη χώρα που μπαίνει στο στόχαστρο ακόμα μακρύτερα από τις ΗΠΑ, προς τη Ρωσία ή έναν εναλλακτικό ανταγωνιστή, όπως η Κίνα.
Η Τουρκία είναι μια τέτοια περίπτωση, καθώς η πρόθεση της χώρας επί μια δεκαετία να αγοράσει αντιαεροπορικό σύστημα οδήγησε σε κόντρα μεταξύ Ουάσιγκτον και Αγκυρας. Η Ρωσία, για παράδειγμα, δελέασε την Τουρκία να αγοράσει τους S-400 προσφέροντας σημαντική μεταφορά τεχνογνωσίας, ελκυστική τιμή και την προοπτική στενότερης συνεργασίας. Οι ΗΠΑ, όμως και ειδικά το Κογκρέσο ανταπέδωσαν, αρνούμενες να δώσουν τα μαχητικά F-35 και απειλώντας με κυρώσεις CAATSA ως τιμωρία.
Ο καυγάς στη Μέση Ανατολή
Αντί να υποκύψει στις απαιτήσεις των ΗΠΑ, η Τουρκία έχει έως τώρα απειλήσει να κινηθεί ακόμα πιο κοντά στη Ρωσία, εξετάζοντας την αγορά των ρωσικών αεροσκαφών Su-35 ως εναλλακτική των F-35, των οποίων η αποστολή μπλόκαρε. Αναγνωρίζοντας αυτή την πιθανότητα, και φοβούμενη την απώλεια ενός σημαντικού συμβολαίου, η κυβέρνηση Τραμπ επεδίωξε να καθυστερήσει την επιβολή κυρώσεων μέσω της CAATSA στην Αγκυρα αναζητώντας μια διέξοδο. Με την Τουρκία όμως να στυλώνει τα πόδια στην αγορά των S-400, ενώ παράλληλα το Κογκρέσο αυξάνει την πίεση, μοιάζει αναπόφευκτο ο Λευκός Οίκος να καταλήξει στο να επιβάλει κυρώσεις μέσω της CAATSA στην Αγκυρα.
Εν τέλει, ο καυγάς δείχνει πως το θέμα της πώλησης όπλων, παράλληλα με άλλες διαφωνίες με την Τουρκία, μπορεί να έχει αξιοσημείωτο αντίκτυπο στις σχέσεις μεταξύ τριών κρίσιμων δυνάμεων σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
Η «διασταύρωση» της CAATSA με τον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Ρωσίας στις προμήθειες όπλων εξελίσσεται και σε άλλες χώρες στη Μέση Ανατολή. Τα προηγμένα χαρακτηριστικά οπλικών συστημάτων της Ρωσίας παρουσιάζονται εμφανώς στην διπλωματική επίθεση της Μόσχας στην περιοχή, οδηγώντας κάποια σημαντικά κράτη της περιοχής, όπως η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, να εκδηλώσουν ενδιαφέρον. Η Ρωσία έχει επίσης κεφαλαιοποιήσει την βελτιωμένη σχέση της με το Κάιρο για να κλείσει αρκετές συμφωνίες πώλησης, περιλαμβανομένου πρόσφατου συμβολαίου για μαχητικά Su-35.
Η ρωσική επιτυχία σε χώρες που είναι παραδοσιακά στενοί σύμμαχοι των ΗΠΑ μπορεί, θεωρητικά, να αποτελέσει μεγάλη πρόκληση. Είναι όμως απίθανο η Μόσχα να καταφέρει να κάνει μεγάλη πρόοδο στο να εκτοπίσει τις ΗΠΑ, δεδομένου ότι αυτές οι χώρες εξαρτώνται από την υπερδύναμη ως βασικό εγγυητή της ασφάλειάς τους, είναι ευάλωτες σε κυρώσεις και διψούν για προηγμένο αμερικανικό εξοπλισμό.
Εξαιτίας αυτής της εξάρτησης, στην πραγματικότητα οι ΗΠΑ πιθανότατα θα είναι πιο επιτυχημένες με τη χρήση της απειλής της CAATSA στο να διαμορφώσουν τη συμπεριφορά αυτών των χωρών, απ’ ότι σε άλλες περιπτώσεις. Ετσι, δεν αποτελεί έκπληξη ότι έσπευσαν να απειλήσουν την Αίγυπτο με κυρώσεις αν προχωρήσει στις αγορές ρωσικών όπλων.
Ουάσιγκτον και Μόσχα θα συνεχίσουν να παλεύουν για μερίδιο αγοράς, καθώς αμφότερες προτεραιοποιούν τις πωλήσεις όπλων. Ο ανταγωνισμός, ωστόσο, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ είναι τώρα πρόθυμες να κραδαίνουν την απειλή των κυρώσεων. Η υιοθέτηση μιας τέτοιας προσέγγισης «μηδενικού αθροίσματος», θα μπορούσε να βοηθήσει στο να συγκρατηθούν χώρες, ειδικά αυτές με υψηλή εξάρτηση, από το να αγοράσουν οπλισμό από τη Ρωσία.
Όπως όμως υπογραμμίζει και η περίπτωση της Τουρκίας, παίζοντας σκληρό παιχνίδι μπορεί να οδηγήσει κράτη πιο κοντά στην αγκαλιά της Ρωσίας. Και με τις ΗΠΑ πιθανότατα να στηρίζονται στο ότι παραδοσιακοί αγοραστές ρωσικών όπλων, όπως η Ινδία, θα «αγοράσουν από Αμερική το 2020», έχουμε μια προσέγγιση η οποία ίσως δημιουργήσει εντάσεις με μεγάλους διεθνείς παίκτες τη χρονιά που ξεκίνησε.