Η εξυγίανση των ισολογισμών από τα κόκκινα δάνεια μέσω της αξιοποίησης του «Ηρακλή», η επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης και η ενίσχυση των λειτουργικών εσόδων που θα θωρακίσουν την κερδοφορία, η αλλαγή του επιχειρησιακού μοντέλου και ο μετασχηματισμός των τραπεζών στη νέα ψηφιακή εποχή καθώς και η επιτυχής ολοκλήρωση των στρες τεστ και η πρόσβαση στις αγορές για την κεφαλαιακή τους ενίσχυση, είναι οι βασικές προκλήσεις που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν οι τράπεζες το 2020.
Οι βάσεις έχουν ήδη μπει από τη χρονιά που μόλις πέρασε, καθώς η ψήφιση του «Ηρακλή» και η δυνατότητα οι κρατικές εγγυήσεις να φτάσουν τα 12 δισ. ευρώ, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια ουσιαστική μείωση, της τάξης του 40%, των κόκκινων δανείων που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους οι τράπεζες. Οι εκτιμήσεις ανεβάζουν το ύψος των τιτλοποιήσεων που θα ενταχθούν στον «Ηρακλή» στα 33 δισ. ευρώ, καθώς εκτός από τα 7,5 δισ. ευρώ της Eurobank, στα 12 δισ. ευρώ φθάνει η τιτλοποίηση που θα πραγματοποιήσει η Alpha Bank, ενώ στα 7 δισ. ευρώ περίπου εκτιμάται το ύψος των τιτλοποιήσεων που θα πραγματοποιήσουν –η καθεμιά ξεχωριστά– Εθνική και Τράπεζα Πειραιώς.
Εκτός από τον μηχανισμό των κρατικών εγγυήσεων και τις πωλήσεις χαρτοφυλακίων που θα συνεχιστούν με αμείωτο ρυθμό και το 2020, οι τράπεζες θα πρέπει παράλληλα να εντείνουν τις προσπάθειες για οργανική μείωση των κόκκινων δανείων που θα απομείνουν στους ισολογισμούς τους. Η δέσμευση που έχουν αναλάβει έναντι του SSM για μονοψήφιο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων έως και το 2021 από το σημερινό επίπεδο του 42% –με βάση τα αποτελέσματα του 9μήνου– δεν επιτρέπει εφησυχασμό και προς την κατεύθυνση αυτή ουσιαστικό ρόλο θα παίξει το νέο πτωχευτικό πλαίσιο για τις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες που θα πρέπει να επεξεργαστεί η κυβέρνηση.
Πέραν της εξυγίανσης των ισολογισμών τους, το βασικό στοίχημα για το τραπεζικό σύστημα το 2020 θα είναι η επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης που ανέκαμψε στο 2,5% τον τελευταίο χρόνο, με έμφαση όμως στις χρηματοδοτήσεις προς τις μεγάλες επιχειρήσεις. Η θετική μεταβολή μένει να διευρυνθεί και προς τις μικρομεσαίες και τις μικρές επιχειρήσεις, οι χρηματοδοτήσεις προς τις οποίες παραμένουν σε αρνητικό έδαφος, συμπαρασύροντας με τη σειρά τους και τις χορηγήσεις προς νοικοκυριά, που ακολουθούν με σημαντική υστέρηση. Η πρόκληση αυτή είναι διπλή. Πρώτον, γιατί αποτελεί τον μοναδικό δρόμο για την ενίσχυση των λειτουργικών εσόδων των τραπεζών και τη θωράκιση της κερδοφορίας τους, που ανέκαμψε μεν αλλά με οδηγό τα κέρδη από τα ομόλογα. Δεύτερον, γιατί θα πρέπει να επιτευχθεί στο δύσκολο περιβάλλον των αρνητικών επιτοκίων, που ναι μεν έχει δημιουργήσει στο σύστημα πλεονάζουσα ρευστότητα, παράλληλα όμως συμπιέζει τα περιθώρια των επιτοκίων και τα τραπεζικά έσοδα.
Ο μετασχηματισμός των τραπεζών και η στροφή προς ένα πιο αποτελεσματικό μοντέλο λειτουργίας, με μικρότερα διοικητικά κόστη, αποτελεί το επόμενο στοίχημα των τραπεζών, που αναδεικνύεται σε προτεραιότητα λόγω και των πιέσεων στη λειτουργική τους κερδοφορία. Αν και ο δείκτης έξοδα προς έσοδα των ελληνικών τραπεζών διαμορφώνεται κοντά στο 50%, σε συγκρίσιμα δηλαδή επίπεδα με αυτά των ευρωπαϊκών τραπεζών, η πρόκληση του ψηφιακού μετασχηματισμού θα μπει σε κρίσιμη φάση τη νέα χρονιά σε συνδυασμό με τις ανάγκες για περαιτέρω εξορθολογισμό του τραπεζικού δικτύου.
Η πολυμέτωπη προσπάθεια του τραπεζικού συστήματος το 2020 έχει έναν κοινό παρονομαστή. Τη διατήρηση της κεφαλαιακής επάρκειας σε υψηλά επίπεδα. Ο στόχος αυτός θα δοκιμαστεί λόγω των ζημιών που θα υποχρεωθούν να εγγράψουν οι τράπεζες μέσω της γενναίας εκκαθάρισης των ισολογισμών τους από τα κόκκινα δάνεια, που αν και διαχειρίσιμες, δεν είναι αμελητέες. Η σταδιακή επίπτωση από την πρώτη εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 και η πρόσβαση στις αγορές για ομολογιακές εκδόσεις Tier II στο πλαίσιο της υποχρέωσης για τη σταδιακή δημιουργία κεφαλαιακού αποθέματος (MREL), που τοποθετείται το πρώτο τρίμηνο του 2020, θα δοκιμάσει επίσης τις αντοχές των τραπεζών τη νέα χρονιά. Τα στρες τεστ της ΕΚΤ, που θα πραγματοποιηθούν τη νέα χρονιά, θα γίνουν κάτω από ευνοϊκότερες συνθήκες σε σχέση με αυτά του 2017 για την ελληνική οικονομία, αλλά δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί το γεγονός ότι θα ενσωματώνουν και παραδοχές για το ευρύτερο ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον, που προβλέπεται δυσμενέστερο.