Με ελπίδες εισέρχονται οι επενδυτές στη νέα δεκαετία, αφού παρά τα δεινά που επιφύλασσε το 2019 οι αγορές σημείωσαν ισχυρή ανοδική κίνηση. Το τοπίο για το 2020 είναι ακόμη θολό, καθώς το Brexit, οι επικείμενες αμερικανικές εκλογές, ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, αλλά και οι αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών αναμένεται πως θα επηρεάσουν τις αγορές και την παγκόσμια οικονομία, προκαλώντας είτε ευχάριστες εκπλήξεις είτε παρατράγουδα.
Brexit
Οσον αφορά το Brexit, οι εκλογές του Δεκεμβρίου με τη συντριπτική νίκη των Συντηρητικών χάρισαν μια ανάσα ανακούφισης στους επενδυτές. Από την άλλη πλευρά, η αυστηρή προθεσμία που έθεσε ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον για λήξη του θέματος στο τέλος του 2020 δημιούργησε νέο κύμα αβεβαιότητας.
«Είναι πιθανό ότι θα υπάρξει ανάκαμψη στην επιχειρηματική δραστηριότητα δεδομένης της διαύγειας σχετικά με το ζήτημα του Brexit, αλλά οποιαδήποτε βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος πιθανότατα θα υποχωρήσει, όσο πλησιάζει η επόμενη προθεσμία για το Brexit», σχολίασε στη βρετανική Guardian o Ντιν Τέρνερ, οικονομολόγος στην UBS Global Wealth Management. Λόγω της σταθερότητας στην πολιτική σκηνή, ενδέχεται να σημειωθεί σημαντική αύξηση των εξαγορών βρετανικών επιχειρήσεων μέσα στο 2020. Το βρετανικό υπουργείο Εμπορίου προβλέπει για το 2020 τη χαμηλότερη ανάπτυξη από το 2009, στο 1%.
Το χρηματιστήριο του Λονδίνου κατέγραψε το 2019 τις καλύτερες αποδόσεις των τελευταίων τριών ετών, ενώ ορισμένοι αναλυτές αναμένουν ότι θα κινηθεί στους ίδιους τόνους και φέτος. Ωστόσο, πιθανολογείται ότι οι σκληρές διαπραγματεύσεις μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών σχετικά με την έξοδο της χώρας από την Ε.Ε. θα επιβαρύνουν τη στερλίνα.
Εμπορικές διενέξεις
Για άλλη μία χρονιά θα απασχολήσει την παγκόσμια οικονομία το ζήτημα του εμπορίου, ιδίως εάν κλιμακωθεί η εμπορική διένεξη μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης. Ο Ρόμπερτ Λαϊτχάιζερ, Αμερικανός εκπρόσωπος εμπορίου, έχει χαρακτηρίσει τη σχέση αυτή «ανισόρροπη», ενώ άφησε να εννοηθεί ότι οι εμπορικές διαπραγματεύσεις με την Ευρώπη αποτελούν προτεραιότητα για την Ουάσιγκτον. Στην περίπτωση κλιμάκωσης, η γερμανική οικονομία θα περιπέσει «αναπόφευκτα» σε ύφεση, όπως δήλωσε στον Guardian ο Μαρκ Οστβαλντ, στέλεχος στην ADM Investor Services.
Οσον αφορά τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ και Κίνας, αναμένεται πως θα υπογραφεί αυτό τον μήνα η περιορισμένου εύρους εμπορική συμφωνία μεταξύ των δύο. Δεδομένου, όμως, ότι η είδηση για υπογραφή της συμφωνίας δεν είχε επιβεβαιωθεί μέχρι χθες από το Πεκίνο, ορισμένοι φοβούνται αναταράξεις και επιβολή νέων δασμών στις εισαγωγές. Στην περίπτωση κλιμάκωσης, θα προκληθεί τεράστια αναστάτωση στην παγκόσμια οικονομία.
Παρότι η κινεζική οικονομία σημείωσε το 2019 τον χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης των τελευταίων τριών δεκαετιών, στο 6%, αναμένεται πως το 2020 θα υποχωρήσει ακόμη περισσότερο κυρίως λόγω του εμπορικού πολέμου. «Προβλέπουμε πως ο ρυθμός ανάπτυξης της Κίνας θα υποχωρήσει ακόμη περισσότερο, στο 5,7% το 2020 και στο 5,6% το 2021, εκτός εάν η κυβέρνηση επιβάλει πιο επιθετική επεκτατική πολιτική», δήλωσε στον Guardian o Νάριμαν Μπεχραβές, επικεφαλής οικονομολόγος στην IHS Markit.
Αμερικανικές εκλογές
Από την άλλη πλευρά, η αμερικανική οικονομία διατρέχει τη μεγαλύτερη περίοδο ανάπτυξης στην ιστορία της, ενώ διέψευσε τις ανησυχίες περί ύφεσης το 2019. Οι αμερικανικές αγορές σημείωσαν ανοδική κίνηση, η οποία αναμένεται πως θα συνεχιστεί και φέτος ενόψει εκλογών. Πριν από τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ θα φροντίσει να αυξήσει τη δημοτικότητά του και να ενισχύσει τις αγορές.
Πιθανολογείται πως η νίκη κάποιου υποψηφίου από τους Δημοκρατικούς θα φέρει αναστάτωση στις αγορές. Η Ελίζαμπεθ Γουόρεν και ο Μπέρνι Σάντερς των Δημοκρατικών, εφόσον εκλεγούν, πρόκειται να επιβάλουν περιορισμούς στους τεχνολογικούς κολοσσούς, στις τράπεζες και στις φαρμακευτικές, γεγονός που θα πυροδοτούσε μαζικό ξεπούλημα των μετοχών τους. «Η Ελίζαμπεθ Γουόρεν, για παράδειγμα, δεν έχει κρύψει τις σκέψεις της σχετικά με το Facebook και την επιθυμία της να διασπάσει μερικούς από τους υπόλοιπους τεχνολογικούς γίγαντες», δήλωσε στη βρετανική εφημερίδα Guardian o Τζον Μουρ, υψηλόβαθμο στέλεχος στην Brewin Dolphin.
Κεντρικές τράπεζες
Η πολιτική των κεντρικών τραπεζών θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην πορεία των χρηματοπιστωτικών αγορών. Η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) θα διατηρήσει κατά πάσα πιθανότητα σταθερά τα επιτόκια δανεισμού. Στην Ευρώπη, η Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία ανέλαβε πρόσφατα τα ηνία της ΕΚΤ, έχει εστιάσει την προσοχή της στην κλιματική αλλαγή. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται πως θα διατηρήσει την προσέγγιση του προκατόχου της Μάριο Ντράγκι, διατηρώντας σε αρνητικό επίπεδο τα επιτόκια δανεισμού. Στη Βρετανία, η κεντρική τράπεζα θα κινηθεί ανάλογα με την κατάσταση της οικονομίας μετά την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ενωση στο τέλος του Ιανουαρίου.