Το άρθρο 937 ΑΚ ορίζει: “Η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης”.
Η δεύτερη παράγραφος της ανωτέρω διατάξεως θεσπίσθηκε για τον λόγο, ότι δεν θα ήταν δικαιολογημένη η κατάλυση μέσω της παραγραφής της αστικής προς αποζημίωση απαιτήσεως, ενόσω ο δράστης της αδικοπραξίας θα ήταν ακόμη εκτεθειμένος στην βαρύτερα πλήττουσα αυτόν, ποινική δίωξη και στην συνέχεια καταδίκη.
Για την εφαρμογή δε της διατάξεως αυτής πρέπει να συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις:
1) Η αδικοπραξία πρέπει ν’ αποτελεί συνάμα κολάσιμη κατά τον ποινικό νόμο πράξη. Δεν αποτελεί, όμως, προϋπόθεση η προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως και η τιμωρία του δράστη. Αν δεν έχει προηγηθεί άσκηση ποινικής διώξεως, το πολιτικό δικαστήριο που κρίνει την αγωγή αποζημιώσεως ερευνά τη συνδρομή των υποκειμενικών και αντικειμενικών προϋποθέσεων της κολάσιμης πράξεως.
2) Η ποινική αξίωση της πολιτείας για την τιμωρία της αξιόποινης πράξεως πρέπει να υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή. Για την διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξεως είναι ή όχι μακρότερη από την αστική παραγραφή της απαιτήσεως από την αδικοπραξία θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξεως, ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη στον ποινικό νόμο, αναλόγως, ποινική παραγραφή όπως αυτή, ως προς τη διάρκειά της, καθορίζεται στο άρθρο 111 ΠΚ ή σε διάταξη άλλου, ειδικού ποινικού νόμου, η οποία προκειμένου περί κακουργημάτων ανέρχεται σε δέκα πέντε (15) έτη και σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠΚ αρχίζει από τον χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από την αφετηρία της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως, όπως αυτή προβλέπεται στη παρ. 1 του άρθρου 937 ΑΚ (ΟλΑΠ 21/2003). Στην ίδια δε δεκαπενταετή παραγραφή υπόκειται και η απαίτηση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αξιόποινη πράξη που συνιστά κακούργημα, με αφετηρία τον ίδιο πιο πάνω χρόνο (ΑΠ 901/2014).
Τα ανωτέρω ισχύουν, για τον υπαίτιο της πράξεως, ήτοι τότε μόνον, όταν ο δράστης της αξιόποινης πράξεως είναι ταυτόχρονα και ο υπόχρεως σε αποζημίωση (ή χρηματική ικανοποίηση) και όχι όταν ο αστικός υπεύθυνος είναι διαφορετικό πρόσωπο.
Στην τελευταία περίπτωση, η παραγραφή της αξιώσεως από την αδικοπραξία εξακολουθεί να είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση, άσχετα αν ο δράστης της αξιόποινης πράξης ενήργησε, ως προστηθείς ή όργανο του εναγομένου σε αποζημίωση (ή χρηματική ικανοποίηση) φυσικού ή νομικού προσώπου (άρθρα 922, 923, 71 ΑΚ) και ανεξάρτητα από τον τρόπο συμμετοχής του δράστη στην αξιόποινη πράξη, ως αυτουργού ή συνεργού ή ηθικού αυτουργού, αρκεί ότι το εναγόμενο, ως υπόχρεο σε αποζημίωση πρόσωπο, δεν υπέχει κατά νόμο ποινική ευθύνη, αλλά ενάγεται, ως αστικώς υπεύθυνο, όπως πρωτίστως συμβαίνει επί νομικών προσώπων, των οποίων όργανα ή προστηθέντες τέλεσαν, ως αυτουργοί ή συμμέτοχοι, την αξιόποινη πράξη (βλ. ΑΠ 16/1998, ΑΠ 1749/2007).
Στην ένδικη περίπτωση το Εφετείο, σχετικά με την προταθείσα από την αναιρεσείουσα ένσταση παραγραφής της αξιώσεως του αναιρεσιβλήτου για χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των αρμοδίων οργάνων της αναιρεσείουσας, δέχτηκε τα ακόλουθα: “Ο ισχυρισμός της εναγομένης Ιεράς Μονής Βατοπεδίου ότι η ένδικη αξίωση του ενάγοντος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 παρ. 1 του ΚΠολΔ, που άρχισε να τρέχει από την υποβολή στις 10-10- 2003 των προτάσεων του Δημοσίου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θράκης, από τις οποίες αποδεικνύεται η γνώση του ενάγοντος περί της επελθούσας ζημιάς του, είναι απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθότι, στην προκειμένη περίπτωση, εφαρμοστέα τυγχάνει η περίπτωση του εδαφίου β του άρθρου 937 του ΚΠολΔ, κατά την οποία “αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης” αφού αποδείχθηκε ότι οι ως άνω εκπρόσωποι της εναγομένης Ιεράς Μονής Βατοπεδίου έχουν παραπεμφθεί αμετακλήτως στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών κατηγορούμενοι σε βαθμό κακουργήματος για ηθική αυτουργία από κοινού κατ’ εξακολούθηση στις πράξεις: α) της απιστίας σε βάρος του Δημοσίου, β) της απλής συνέργειας σε απιστία σε βάρος του Δημοσίου, γ) της ψευδής βεβαίωσης με σκοπό τον προσπορισμό στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου αθέμιτου οφέλους σε βάρος του Δημοσίου, πράξεις που αφορούν τη λήψη και υλοποίηση αποφάσεων, μεταξύ των άλλων, για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της λίμνης … και για τις συμβάσεις ανταλλαγής της λίμνης … με ακίνητα του ενάγοντος Δημοσίου, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, και συνακόλουθα η αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης δεν υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, αλλά, κατ’ άρθρο 111 παρ.2 στ. β του Π.Κ. σε δεκαπενταετή παραγραφή…στην οποία υπόκειται και η αντίστοιχη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος κατά της εναγομένης…, δεκαπενταετή παραγραφή που διακόπηκε, στις 31-12-2010, με την επίδοση από το ενάγον στην εναγόμενη της ένδικης από 11-11-2010 αγωγής, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. Γ/1255/31-12-2010 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Χαλκιδικής Ευθυμίου Λάμπρου…”.
Με την ανωτέρω κρίση του, το Εφετείο, δεχόμενο ότι για την κατά της αναιρεσείουσας αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως του αναιρεσιβλήτου ισχύει η δεκαπενταετής και όχι η πενταετής παραγραφή, παρά το ότι η αναιρεσείουσα ενάγεται, ως αστικώς υπεύθυνη, προς χρηματική ικανοποίηση, για αξιόποινες πράξεις κακουργηματικού χαρακτήρα των προστηθέντων εκπροσώπων της και με βάση τον γενόμενο δεκτό από την αναιρεσιβαλλομένη χρόνο έναρξης της παραγραφής (10/10/2003) και διακοπής της (31/12/2010, ήτοι μετά τη συμπλήρωση πενταετίας), έκρινε ότι δεν είχε υποκύψει σε παραγραφή η κατά της αναιρεσείουσας αξίωση χρηματικής ικανοποίησης και απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμο τον ανωτέρω ισχυρισμό, παραβίασε ευθέως την διάταξη ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 937 ΑΚ.
Συνεπώς, ο σχετικός περί τούτου έβδομος λόγος της αιτήσεως, για την πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση ΑΠ 981/2019