Ανησυχητικά πυκνώνουν οι φωνές που ασκούν πιέσεις για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Αλλοτε διαδήλωναν μικρές ομάδες ακτιβιστών, στη συνέχεια οι μεγάλες περιβαλλοντικές οργανώσεις ενέτειναν τις πιέσεις και πλέον οι ανησυχίες σχετικά με την επίπτωση της κλιματικής αλλαγής έρχονται στο τραπέζι διεθνών οργανισμών, οι οποίοι επιβεβαιώνουν ότι το ζήτημα δεν λαμβάνει μόνον σοβαρές διαστάσεις σε κοινωνικό επίπεδο, αλλά και σε οικονομικό. Ενδεικτικά, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF) θα γιορτάσει την επέτειο την πεντηκοστής συνόδου του υπό τη σκιά της κλιματικής αλλαγής, αφού την πρόταξε έναντι άλλων φλεγόντων ζητημάτων ως κίνδυνο για την ανθρωπότητα και για τη διεθνή οικονομία. Την αποτίμηση του κόστους της κλιματικής αλλαγής επιχειρεί να αποτυπώσει σε έρευνά του το Ινστιτούτο McKinsey Global Institute, λαμβάνοντας ως σημείο αναφοράς τη Γη στις επόμενες δεκαετίες, η οποία θα δέχεται αλλεπάλληλα χτυπήματα είτε από πλημμύρες είτε από καύσωνες και πυρκαγιές.
Τα τρομακτικά σενάρια που παρουσιάζονται στην έρευνα δεν είναι διόλου απίθανα, αφού οι μετρήσεις των δορυφόρων αποδεικνύουν ότι η εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα από ανθρώπινες ενέργειες, η βασική δηλαδή αιτία για την κλιματική αλλαγή, έχει οδηγήσει σε αύξηση της μέσης θερμοκρασίας κατά 1,1 βαθμό Κελσίου από τη δεκαετία του 1880. Ανατρέχοντας σε μετρήσεις των τελευταίων 65 εκατομμυρίων ετών, πρόκειται για τη μεγαλύτερη μέση αύξηση που έχει υποστεί ο πλανήτης σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Το πρόβλημα, όμως, δεν λήγει εκεί, αφού ακόμη και στην περίπτωση που η Γη καταφέρει πράγματι να γίνει «κλιματικά ουδέτερη» με συντονισμένες προσπάθειες και ευρύτατη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, θα περάσουν μερικά ακόμα χρόνια, ώστε να επιστρέψει σε φυσιολογικές καιρικές συνθήκες.
Υποθέτοντας, λοιπόν, ότι η ανθρωπότητα θα υποχρεωθεί να ζήσει για τις επόμενες τρεις περίπου δεκαετίες στο κατώφλι της κλιματικής αλλαγής και ακόμη χειρότερα, θα έρθει αντιμέτωπη με συχνότερα και εντονότερα καιρικά φαινόμενα, η καθημερινότητα και η οικονομία πρόκειται να αλλάξουν ριζικά. Οι αισιόδοξοι μπορεί να κρίνουν ότι η αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1,1 βαθμό Κελσίου δεν είναι τόσο δραματική ή να εκτιμήσουν ακόμη ότι θα ανοίξει νέα επιχειρηματικά πεδία σε ορισμένες περιοχές. Αδιαμφισβήτητα, οι βόρειες και οι αρκτικές περιοχές θα αυξήσουν την αλιεία, θα γίνουν τουριστικοί προορισμοί και ενδεχομένως να ενισχύσουν τις καλλιέργειές τους.
Ωστόσο, πρώτες οι περιοχές κοντά στον ισημερινό θα βιώσουν τις επικίνδυνες έως και θανατηφόρες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Οι ώρες κατά τις οποίες κρίνεται ασφαλής η εργασία σε εξωτερικό χώρο πρόκειται να μειωθούν αισθητά. Σύμφωνα με την έκθεση του McKinsey Global Institute, 700 εκατ. έως 1,2 δισ. άνθρωποι θα εκτίθενται στον κίνδυνο ενός θανατηφόρου καύσωνα μέχρι το 2050. Το εντυπωσιακό είναι ότι σήμερα αυτός ο αριθμός βρίσκεται στο μηδέν. Αστικές περιοχές της Ινδίας και του Πακιστάν αναμένεται πως θα είναι οι πρώτες που θα βιώσουν κύματα θανατηφόρου καύσωνα. Στην Ινδία, παραδείγματος χάριν, μέχρι το 2030 θα διακυβεύεται 2,5-4,5% του ΑΕΠ της, καθώς οι εργατοώρες θα μειωθούν για λόγους ασφάλειας.
Διατάραξη αναμένεται να προκληθεί επίσης στην παραγωγή τροφίμων, η οποία είναι συγκεντρωμένη σε συγκεκριμένες περιοχές, ανάλογα με τη δυνατότητα καλλιέργειας. Για παράδειγμα, μόνον πέντε περιοχές παράγουν σχεδόν το 60% της παγκόσμιας παραγωγής σιτηρών. Στην περίπτωση που έστω μία από τις βασικές περιοχές «χτυπηθεί», θα υπάρξει σημαντική έλλειψη συγκεκριμένων τροφίμων στην αγορά. Το χειρότερο σενάριο όσον αφορά την παραγωγή τροφίμων είναι ότι μέχρι το 2050, θα υπάρχει 20% πιθανότητα ανά έτος για 10% μείωση της παγκόσμιας παραγωγής σιτηρών, δημητριακών, σόγιας και ρυζιού.
Οι φτωχές χώρες θα πληγούν περισσότερο από τα ακραία καιρικά φαινόμενα
Αδιαμφισβήτητα, δεν θα υπάρξει σημείο στον παγκόσμιο χάρτη που θα μείνει ανεπηρέαστο από τις παρενέργειες της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο, περισσότερο εκτεθειμένες στα ακραία καιρικά φαινόμενα θα είναι οι χώρες με χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Οχι μόνον επειδή οι περισσότερες από αυτές βρίσκονται πιο κοντά στις επικίνδυνες ζώνες του ισημερινού, αλλά επίσης διότι δεν θα μπορούν να διαχειριστούν το κόστος της πρόληψης και της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με την έκθεση του McKinsey Global Institute. Το Ινστιτούτο εξετάζει στοιχεία από 105 χώρες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 90% του παγκοσμίου ΑΕΠ. Οι χώρες που βρίσκονται στις επικίνδυνες ζώνες του ισημερινού βασίζονται περισσότερο στην εργασία σε εξωτερικούς χώρους και στις πλουτοπαραγωγικές τους πηγές, που θα επιβαρυνθούν αμφότερα από την κλιματική αλλαγή. Για παράδειγμα, η αύξηση της θερμοκρασίας στους ωκεανούς θα μπορούσε να μειώσει την αλιεία, από τα έσοδα της οποίας εξαρτώνται 650 έως 800 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως. Μέχρι το 2050 σχεδόν σε κάθε χώρα θα υπάρξει έστω μικρή μεταβολή του οικοσυστήματος, οδηγώντας σε διάβρωση των βιοτόπων καθώς και σε μεταμόρφωση των τοπικών κοινωνιών.
Παράλληλα, η διατάραξη της παραγωγής τροφίμων θα μπορούσε να προκαλέσει αύξηση στις τιμές των τροφίμων, πλήττοντας τις φτωχότερες χώρες, και ιδίως τα 750 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, οι οποίοι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.
Οταν και εφόσον οι χρηματοπιστωτικές αγορές αναγνωρίσουν την κλιματική αλλαγή ως κίνδυνο για την οικονομία, θα κληθούν πιθανότατα να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις, δηλαδή την ανακατανομή κεφαλαίων και την υποτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων. Πλημμύρες, πυρκαγιές και τυφώνες πιθανολογείται ότι θα φθείρουν ή θα καταστρέψουν πλήρως πολλά περιουσιακά στοιχεία, οδηγώντας στην υποτίμηση της αξίας τους, ενώ ενδέχεται να διαταράξουν επίσης την παροχή υπηρεσιών.
Για παράδειγμα στη Φλόριντα, οι καταστροφές από τις πλημμύρες θα μπορούσαν να προκαλέσουν την υποτίμηση της αξίας των ακινήτων κατά 30 έως 80 δισ. δολάρια, δηλαδή κατά 15 έως 35% μέχρι το 2050. Ως αποτέλεσμα, η φορολογία των ακινήτων είναι πιθανό πως στην περίπτωση αυτή θα αποφέρει 15 έως 30% λιγότερα έσοδα στις ΗΠΑ.
Ιδιαίτερα ευαίσθητος στην κλιματική αλλαγή είναι ο ασφαλιστικός κλάδος, ο οποίος κρίνεται απαραίτητος για την οικονομική αποκατάσταση των πληγεισών περιοχών μετά το πέρας των καταστροφών. Τα αποθεματικά των ασφαλιστικών εταιρειών ενδέχεται να μην αρκούν για τις απώλειες και τις καταστροφές, όπως προειδοποιεί η έρευνα του McKinsey Global Institute. Η ανακατανομή κεφαλαίων αλλά και η υποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων θα μπορούσε βέβαια να αποτελέσει συστημικό κίνδυνο.
Δρομολογούνται πράσινες επενδύσεις τρισ. ευρώ σε όλο τον κόσμο
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει σύσσωμη η επιστημονική κοινότητα είναι ότι η συμβολή των κυβερνήσεων και του επιχειρηματικού τομέα για την αναστροφή της κλιματικής αλλαγής είναι απολύτως απαραίτητη. Οπως ακριβώς λαμβάνουν υπόψη τα συστήματα πληροφοριών και τους κινδύνους κυβερνοασφάλειας, ώστε να προβούν σε πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις, έτσι θα έπρεπε να συνυπολογίζουν τον παράγοντα της κλιματικής αλλαγής.
Για τις επιχειρήσεις αυτό σημαίνει ότι οφείλουν να έχουν υπόψη τα προβλήματα του περιβάλλοντος, όταν επιλέγουν τις επενδύσεις τους, όταν δημιουργούν προϊόντα και όταν διαχειρίζονται τις εφοδιαστικές τους αλυσίδες. Παράδειγμα προς μίμηση αποτελεί η στάση της BlackRock, της μεγαλύτερης εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων, η οποία ανακοίνωσε αυτή την εβδομάδα ότι θα διπλασιάσει τις πράσινες επενδύσεις της στο 1 τρισ. δολ. μέχρι το 2030. Παράλληλα, ανακοίνωσε ότι σταδιακά θα εκποιήσει τις επενδύσεις της σε όσες εταιρείες αποκτούν τουλάχιστον το ένα τέταρτο των εσόδων τους από δραστηριότητες που περιλαμβάνουν καύση άνθρακα.
Οσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, θα μπορούσαν να εκδίδουν περισσότερα πράσινα ομόλογα, ώστε να ενισχύσουν τις επενδύσεις σε υποδομές φιλικές προς το περιβάλλον. Τον ίδιο ρόλο έκδοσης πράσινων ομολόγων οφείλουν να αναλάβουν οι κυβερνήσεις, καθώς και να επιβάλουν μέτρα για τη μείωση των εκπομπών αέριων ρύπων.
Προς τη σωστή κατεύθυνση βαδίζει η αγορά πράσινων ομολόγων, η οποία ξεπέρασε τα 189 δισ. δολάρια τους πρώτους εννέα μήνες του 2019, αγγίζοντας ιστορικό υψηλό. Αξιοσημείωτο είναι ότι πρωταγωνιστικό ρόλο στην αγορά ομολόγων έπαιξαν οι επιχειρήσεις, εκδίδοντας το 46% αυτών. Εκ μέρους των κυβερνήσεων χαρακτηριστικότερο ήταν το παράδειγμα της Γαλλίας, η οποία εξέδωσε ομόλογα αξίας 4 δισ. δολαρίων το 2019. Το γαλλικό κράτος ανέκαθεν υποστήριζε ένθερμα τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ενώ έχει ασκήσει επανειλημμένως πιέσεις στην Ε.Ε. για μείωση των εκπομπών αέριων ρύπων κατά τουλάχιστον 40% από το 1990 έως το 2030.
Σίγουρα, τα τελευταία χρόνια οι πιέσεις των περιβαλλοντικών οργανώσεων και των ακτιβιστών έχουν αποδώσει καρπούς, αφού το θέμα της κλιματικής αλλαγής έχει έρθει στο τραπέζι πολλών διεθνών φορέων και κυβερνήσεων, που παλαιότερα δεν ενδιαφέρονταν για περιβαλλοντικά ζητήματα. Ενδεικτικά, στις πρώτες δηλώσεις τις χρονιάς η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ σημείωσε ότι οι ανώτατες ευρωπαϊκές αρχές θα συντονιστούν, η καθεμία εντός της αρμοδιότητάς της, για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Ωστόσο, η εμβέλεια και ο ρυθμός επιβολής των μέτρων πρέπει οπωσδήποτε να ενισχυθούν, αφού το πρόβλημα τείνει να εξελιχθεί σε αγώνα δρόμου μεταξύ ανθρωπότητας και κλιματικής αλλαγής. Ταχύτερα οφείλουν να προσαρμοστούν οι χώρες που βρίσκονται στις κρίσιμες ζώνες, οι οποίες κινδυνεύουν από κύματα καυσώνων, αλλά και όσες απειλούνται από την αύξηση της στάθμης του νερού.
Εκτός από την ανέγερση υποδομών και τη δημιουργία υπηρεσιών για την προστασία από ακραία καιρικά φαινόμενα και καταστροφές, αναγκαία είναι η ευρύτερη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η Γερμανία σηματοδότησε αυτή την εβδομάδα μία νέα εποχή μετάβασης στις ΑΠΕ, αποφασίζοντας την κατάργηση της παραγωγής και χρήσης λιθάνθρακα μέχρι το 2038. Πρόκειται για μία ιστορική συμφωνία, η οποία περιλαμβάνει την αποζημίωση των εταιρειών κοινής ωφελείας και των περιφερειών που παράγουν το ρυπογόνο ορυκτό καύσιμο, συνολικού ύψους 44 δισ. ευρώ.
Κριστίν Λαγκάρντ
«Χρωστάμε αυτόν τον αγώνα στην Ευρώπη, όλοι μας δρώντας εντός της αρμοδιότητάς μας. Θα παίξουμε τον ρόλο μας εντός του πλαισίου της αρμοδιότητάς μας για τη σταθερότητα των τιμών και την επιτήρηση των τραπεζών», δήλωσε η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, αναφερόμενη στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Ντόναλντ Τραμπ
«Ινδία, Κίνα, Ρωσία, αν πάτε σε κάποιες πόλεις δεν μπορείτε καν να αναπνεύσετε», είχε δηλώσει ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έπειτα από σχετική συζήτηση με τον πρίγκιπα Κάρολο, καταγγέλλοντας πολλές χώρες, οι οποίες κατά τη γνώμη του δεν έχουν προβεί στα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Λάρι Φινκ
«Η κλιματική αλλαγή είναι διαφορετική. Στην περίπτωση που πραγματοποιηθεί έστω και ένα μικρό μέρος των επιπτώσεων, που προβλέπονται, τότε θα πρόκειται για μια πιο δομική, μακροχρόνια κρίση», έγραψε σε επιστολή προς τους πελάτες της εταιρείας ο Λάρι Φινκ, διευθύνων σύμβουλος του κολοσσού διαχείρισης κεφαλαίων BlackRock.