Παγωμάρα» φέρνει το νέο ασφαλιστικό στο Δημόσιο καθώς εξανεμίζονται οι όποιες ελπίδες για αποκατάσταση αδικιών.
Προς απογοήτευση των δημοσίων υπαλλήλων, στο νέο νόμο δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για 13η και 14η σύνταξη ενώ «αγνοείται» και οποιαδήποτε αναφορά για τους εργαζόμενους στα ΒΑΕ, για μείωση των ορίων ηλικίας τους.
Ούτε για τους εκπαιδευτικούς στο δημόσιο αλλάζει κάτι, καθώς ο τελευταίοι προσδοκούσαν νομοθετική ρύθμιση λόγω ιδιαιτερότητας του επαγγέλματος, έχοντας καταθέσει σχετικές αγωγές.
Με το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο επίσης, δεν προβλέπονται αλλαγές στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, τα οποία -στη βάση τους- παραμένουν «ως έχουν» και είχαν διαμορφωθεί με το νόμο Κατρούγκαλου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΥΣ -ΠΟΙΟΙ ΕΠΗΡΕΑΖΟΝΤΑΙ
Όπως προκύπτει, από το νέο καθεστώς επηρεάζονται όλες οι συντάξεις, παλαιές και νέες με χρόνο ασφάλισης 30,1 έτη και πάνω. Ο επανυπολογισμός των παλαιών συντάξεων που είχαν ήδη εκδοθεί πριν από τις 12 Μαίου του 2016 θα βρεθεί σε φάση «επανεκκίνησης» καθώς οι ανταποδοτικές συντάξεις πρέπει να υπολογιστούν ξανά με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης. Με την ίδια λογική επανυπολογίζονται και όλες οι «νέες συντάξεις», δηλαδή όσες έχουν εκδοθεί μετά τον νόμο Κατρούγκαλου. Όπως σημειώνουν ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης, η νέα ημερομηνία – κλειδί για όλες τις επερχόμενες αλλαγές είναι η 1η Οκτωβρίου 2019, καθώς το νέο ασφαλιστικό θα ισχύσει αναδρομικά από την στιγμή της έκδοσης της απόφασης του ΣτΕ.
Στο νέο τοπίο καθαρές αυξήσεις στην τσέπη από φέτος και πριν το 2023, εφάπαξ ή σε 5 ετήσιες δόσεις, μικρότερες ή μεγαλύτερες, αναμένεται να δουν :
Νέοι συνταξιούχοι από όλα τα πρώην Ταμεία του ιδιωτικού τομέα και το Δημόσιο που έχουν αποχωρήσει μετά τις 13 Μαΐου 2016 και δεν έχουν προσωπική διαφορά. Θα λάβουν όλο το ποσό της αύξησης εφόσον έχουν πάνω από 30 χρόνια ασφάλισης ως αναπροσαρμογή του μεικτού ποσού αναδρομικά από 1η Οκτωβρίου 2019. Στη διάταξη νόμου αναφέρεται πως από 1.10.2019 οι συντάξεις που έχουν απονεμηθεί με βάση το νόμο Κατρούγκαλου ή εκκρεμεί η απονομή τους (αιτήσεις από 13 Μαίου 2016 και μετά) υπολογίζονται εκ νέου σύμφωνα με τα νέα ποσοστά αναπλήρωσης. «Από 1.10.2019, καταβάλλονται τυχόν προκύπτουσες αυξήσεις στη σύνταξη» αναφέρει η σχετική διάταξη. Η μεσοσταθμική αύξηση σε αυτή την περίπτωση υπολογίζεται κοντά στα 50 ευρώ. Σύμφωνα με τον κ. Μπούρλο, στην κατηγορία αυτή φαίνεται κατ αρχήν να ανήκουν :
- Δημόσιοι υπάλληλοι ΥΕ και ΔΕ με χαμηλές και μεσαίες συντάξιμες αποδοχές που έχουν συνταξιοδοτηθεί με 30,1 έτη έως 44 έτη ασφάλισης.
Παλαιοί συνταξιούχοι που αποχώρησαν πριν από τις 13 Μαΐου 2016 και έχουν πολύ μικρή θετική προσωπική διαφορά, κάτω από 50 ευρώ και κατά μέσο όρο στα 30 ευρώ, εφόσον φυσικά ανήκουν στις κατηγορίες αυξηµένης ανταποδοτικότητας (χρόνια ασφάλισης 30,1 – 44), αλλά και άλλες ειδικές περιπτώσεις.
ΤΙ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ
Σε έξι άρθρα (23 έως 28) και 12 σελίδες περιλαμβάνονται οι ρυθμίσεις του νέου ασφαλιστικού ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ για το Δημόσιο.
Αναλυτικά:
Ενιαίοι κανόνες ασφάλισης
παροχών υπαλλήλων Δημοσίου
Από 1.1.2017 το συνολικό ποσοστό εισφοράς κλάδου σύνταξης στον Ε.Φ.Κ.Α. ασφαλισμένου και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των συνταξίμων μηνιαίων αποδοχών των προσώπων της περίπτωσης α` της παραγράφου 1 του άρθρου 4, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά και κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος του ασφαλισμένου και κατά 13,33% σε βάρος του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
2. α) Το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς των μισθωτών και των εργοδοτών, ορίζεται στο ποσό των 6.500 ευρώ αναπροσαρμοζόμενο από 1.1.2023 έως 31.12.24 κατ΄ έτος με διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, κατά το ποσοστό μεταβολής του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή του προηγούμενου έτους. Σε περίπτωση αρνητικής τιμής του ως άνω ποσοστού το ποσόν των ασφαλιστέων αποδοχών παραμένει στα επίπεδα του προηγουμένου έτους. Από 1.1.2025 και εφεξής το ανώτατο όριο των ασφαλιστέων αποδοχών προσαυξάνονται κατ΄έτος κατά το δείκτη μεταβολής μισθών σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη παράγραφο 4 του άρθρου 8.
β) Οι ασφαλιστικές εισφορές για τα πρόσωπα, που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 4 του ν.3660/2008 (Α΄ 78), παραμένουν στο ύψος που προβλεπόταν μέχρι την 1-1-2017.
3. Οι εισφορές δηλώνονται από τον εργοδότη στην Αναλυτική Περιοδική Δήλωση, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις .
4. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων μετά από γνώμη του Δ.Σ καθορίζονται οι απαιτούμενες διαδικασίες για τις προσαρμογές στα πληροφοριακά συστήματα και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
5. Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται ο Υπουργός Οικονομικών ως αρμόδιος για την έκδοση αποφάσεων επί συνταξιοδοτικών θεμάτων του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), νοείται εφεξής ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, διατηρούμενης της συναρμοδιότητας του Υπουργού Οικονομικών επί θεμάτων εφαρμογής μισθολογικών διατάξεων επί συνταξιούχων κατά το π.δ. 169/2007.
Ασφάλιση Εξωκοινοβουλευτικών και Μετακλητών Υπαλλήλων
Τα μέλη της Κυβέρνησης και οι Υφυπουργοί που δεν είναι βουλευτές, καθώς και οι διοριζόμενοι σε οιαδήποτε θέση μετακλητού υπαλλήλου, ανεξαρτήτως σχέσεως εργασίας Δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, από την ημερομηνία διορισμού τους διατηρούν το καθεστώς ασφάλισης κύριας και επικουρικής ασφάλισης, υγειονομικής περίθαλψης και εφάπαξ παροχής, στο οποίο υπάγονταν πριν από το διορισμό τους. Ο σχετικός χρόνος ασφάλισης θεωρείται ότι έχει διανυθεί στο καθεστώς αυτό.
2. α) Για την ασφάλισή τους, και για τους κλάδους στους οποίους προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης βάσει του προγενέστερου καθεστώτος, καταβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές:
i) για κύρια ασφάλιση, μηνιαία εισφορά σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 5.
ii) για υγειονομική περίθαλψη, μηνιαία εισφορά σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 41.
iii) για επικουρική ασφάλιση, μηνιαία εισφορά εμμίσθων ασφαλισμένων βάσει του άρθρου 97.
iv) για εφάπαξ παροχή, μηνιαία εισφορά εμμίσθων ασφαλισμένων βάσει του άρθρου 35.
β) Οι ανωτέρω ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί των συνταξίμων μηνιαίων αποδοχών, όπως αυτές καθορίζονται για τα πρόσωπα που υπάγονται στο άρθρο 5 του παρόντος.
Η εισφορά ασφαλισμένου βαρύνει τα πρόσωπα της παρ. 1 και η εργοδοτική εισφορά, όπου προβλέπεται, το αρμόδιο Υπουργείο για τα μέλη της Κυβέρνησης και τους Υφυπουργούς ή τον φορέα στον οποίο γίνεται ο διορισμός για τους μετακλητούς υπαλλήλους.
Η εισφορά ασφαλισμένου παρακρατείται από τον εργοδότη, και αποδίδεται με την εργοδοτική εισφορά στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης.
γ) Η ασφαλιστική εισφορά που καταβάλλεται σύμφωνα με τα ανωτέρω θεωρείται εισφορά μισθωτού για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 17 και 36.
3. Εφόσον στο προγενέστερο καθεστώς ασφάλισης περιλαμβάνονται φορείς που δεν έχουν ενταχθεί στον Ε.Φ.Κ.Α. ή το ΕΤΕΑΕΠ καταβάλλονται οι προβλεπόμενες για τους φορείς αυτούς ασφαλιστικές εισφορές.
4. Εάν τα πρόσωπα της παρ. 1 κατά το αμέσως προηγούμενο πριν τον διορισμό τους δωδεκάμηνο δεν υπάγονταν στην ασφάλιση φορέα κύριας ασφάλισης της ημεδαπής, καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές για κύρια σύνταξη και υγειονομική περίθαλψη υπέρ του Ε.Φ.Κ.Α. (πρώην ΙΚΑ – ΕΤΑΜ), και για επικουρική ασφάλιση στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης του ΕΤΕΑΕΠ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2.
5. Εάν τα πρόσωπα της παρ. 1 είναι συνταξιούχοι από ίδιο δικαίωμα, καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές για κύρια σύνταξη και υγειονομική περίθαλψη υπέρ του Ε.Φ.Κ.Α. (πρώην ΙΚΑ – ΕΤΑΜ).
6. Οι ρυθμίσεις των ανωτέρω παραγράφων εφαρμόζονται στα πρόσωπα της παρ. 1 που διορίζονται από 1/7/2019.
Σε περίπτωση που από την αναδρομική εφαρμογή των ανωτέρω ρυθμίσεων προκύψουν ποσά προς επιστροφή, το επιπλέον ποσό που έχει καταβληθεί συμψηφίζεται, μέχρι εξάλειψής του, με μελλοντικές καταβολές ασφαλιστικών εισφορών. Εάν προκύψει οφειλή, αυτή εξοφλείται σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, ίσες με τον αριθμό των μηνών για τους οποίους προκύπτει διαφορά, χωρίς την επιβολή προστίμων καθυστέρησης εξόφλησης.
7. Στις ανωτέρω ρυθμίσεις μπορούν να υπαχθούν και πρόσωπα της παρ. 1 που έχουν διοριστεί μέχρι 30/6/2019 και εξακολουθούν να υπηρετούν στις θέσεις, εφόσον υποβάλλουν σχετική αίτηση εντός τριμήνου από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Στην περίπτωση αυτή υπάγονται στις ρυθμίσεις του παρόντος από 1/7/2019.».
Ανταποδοτική σύνταξη
Οι υπάλληλοι-λειτουργοί του Δημοσίου και οι στρατιωτικοί, οι οποίοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, δικαιούνται ανταποδοτικό μέρος σύνταξης, που προκύπτει με βάση τις συντάξιμες αποδοχές της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, το χρόνο ασφάλισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 15 του παρόντος, και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης, όπως αυτά προκύπτουν από τον πίνακα ο οποίος ενσωματώνεται στην παράγραφο 5, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων.
2. α. Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης εξ ιδίου δικαιώματος, ανικανότητας ή κατά μεταβίβαση λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών δια του συνολικού χρόνου ασφάλισής του. Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου.
Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, προσαυξανόμενες σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 4. Στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης με τις προϋποθέσεις των διατάξεων του τετάρτου εδαφίου της περίπτωσης α` της παρ. 1 των άρθρων 1 και 26 του π.δ/τος 169/2007, είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές, όπως ισχύουν κάθε φορά, καθώς και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του ν. 612/1977 είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές και ισχύον κάθε φορά είτε με βάση τις διατάξεις του ν. 2084/1992, ως συντάξιμες αποδοχές επί των οποίων θα υπολογιστεί το ποσοστό αναπλήρωσης των 35 ετών λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά τη διάρκεια της συνολικής ασφάλισής του.
β. Για το χρόνο ασφάλισης που αναγνωρίζεται πλασματικά, κατόπιν καταβολής του προβλεπόμενου ποσού εξαγοράς, ως συντάξιμες αποδοχές ορίζεται το ποσό που θα αποτελούσε τον ασφαλιστέο μηνιαίο μισθό-εισόδημα αν εκλαμβανόταν ως μηνιαία εισφορά το ποσό που καταβλήθηκε για την εξαγορά κάθε μήνα ασφάλισης.
3. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης των προσώπων των περιπτώσεων β` και γ` της παραγράφου 1 του άρθρου 6, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνεται υπόψη ο, σύμφωνα με την περίπτωση α` της παραγράφου 2, μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών, όπως αυτές ισχύουν κατά περίπτωση με βάση τις διατάξεις της ίδιας παραγράφου, που προκύπτει από το ασφαλιστικό έτος 2002 και έως την έναρξη καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου – λειτουργού του Δημοσίου ή του στρατιωτικού.
Αν δεν προκύπτει χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ασφάλισης ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος), τουλάχιστον πέντε (5) ετών από την 1.1.2002 μέχρι την έναρξη καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου – λειτουργού του Δημοσίου ή του στρατιωτικού, τότε για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών αναζητείται χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος) και κατά το πριν την 1.1.2002 χρονικό διάστημα και μέχρι τη συμπλήρωση συνολικά έως πέντε (5) ετών ασφάλισης.
Για συντάξεις με έναρξη καταβολής από 1.1.2021, αν δεν προκύπτει χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ασφάλισης ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος), τουλάχιστον δέκα (10) ετών από την 1.1.2002 μέχρι την έναρξη καταβολής της σύνταξης του υπαλλήλου – λειτουργού του Δημοσίου ή του στρατιωτικού, τότε για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών αναζητείται χρόνος ασφάλισης (πραγματικός, πλασματικός, χρόνος προαιρετικής ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος) και κατά το πριν την 1.1.2002 χρονικό διάστημα και μέχρι τη συμπλήρωση έως δέκα (10) ετών ασφάλισης.
4.α. Η αναπροσαρμογή των συνταξίμων αποδοχών, για το διάστημα έως και το 2024, διενεργείται κατά τη μεταβολή του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Η προσαύξηση των συνταξίμων αποδοχών για το διάστημα από το 2025 και εφεξής διενεργείται με βάση το δείκτη μεταβολής μισθών, που υπολογίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ.
β. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, και Οικονομικών καθορίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες και η διαδικασία της εφαρμογής του δείκτη μεταβολής μισθών της ΕΛΣΤΑΤ για την αναπροσαρμογή των συνταξίμων αποδοχών.
5. Το τελικό ποσό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης υπολογίζεται για το σύνολο του χρόνου ασφάλισης, με βάση το ποσοστό αναπλήρωσης του κατωτέρω πίνακα, που προσαρτάται στο τέλος της παρούσας και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Το ποσοστό αναπλήρωσης για κάθε έτος ασφάλισης εντός εκάστης κλίμακας ετών, αντιστοιχεί στο ποσοστό που αναγράφεται στην τρίτη στήλη του πίνακα.
Έως 30-09-2019 τα ποσοστά αναπλήρωσης για κάθε επιμέρους περίοδο ασφάλισης αποτυπώνονται στον ακόλουθο πίνακα 1:
ΚΛΙΜΑΚΕΣ ΕΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ | ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ | |
ΑΠΌ | ΕΩΣ | |
0 | 15 | 0,77% |
15,01 | 18 | 0,84% |
18,01 | 21 | 0,90% |
21,01 | 24 | 0,96% |
24,01 | 27 | 1,03% |
27,01 | 30 | 1,21% |
30,01 | 33 | 1,42% |
33,01 | 36 | 1,59% |
36,01 | 39 | 1,80% |
39,01 42 και περισσότερα | 2,00% |
Από 1-10-2019 τα ποσοστά αναπλήρωσης για κάθε επιμέρους περίοδο ασφάλισης αποτυπώνονται στον ακόλουθο πίνακα 2:
ΚΛΙΜΑΚΕΣ ΕΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ | ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ | |
ΑΠΌ | ΕΩΣ | |
0 | 15 | 0,77% |
15,01 | 18 | 0,84% |
18,01 | 21 | 0,90% |
21,01 | 24 | 0,96% |
24,01 | 27 | 1,03% |
27,01 | 30 | 1,21% |
30,01 | 33 | 1,98% |
33,01 | 36 | 2,50% |
36,01 | 40 | 2,55% |
40,01 ΚΑΙ ΑΝΩ ΚΑΤ ΕΤΟΣ | 0,50% |
Το συνολικό ακαθάριστο ποσό της ανταποδοτικής σύνταξης, όπως αυτό προκύπτει σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ακαθάριστο ποσό των συντάξιμων αποδοχών, όπως αυτές ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3.
6. Πρόσωπα τα οποία είναι συνταξιούχοι των ενταχθέντων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, τομέων και κλάδων, κατά την ημερομηνία ένταξής τους στον Ε.Φ.Κ.Α., εφόσον οι συντάξεις τους είναι της αυτής αιτίας, δικαιούνται από τον Ε.Φ.Κ.Α. σύνταξη ίση με το άθροισμα των καταβαλλόμενων συντάξεων από τους ενταχθέντες στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς και κλάδους. Αν οι συντάξεις προέρχονται από διαφορετικές αιτίες, ο Ε.Φ.Κ.Α. εξακολουθεί να καταβάλλει αυτές χωριστά.
7. Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 14 του π.δ/τος 169/2007(Α΄ 210) και της παραγράφου 5 του άρθρου 55, καθώς και κάθε άλλη διάταξη που παραπέμπει σε αυτές δεν έχουν εφαρμογή για τα πρόσωπα των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 6».
Αναπροσαρμογή συντάξεων-
προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων
α. Σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α. και των θεμελιωδών αρχών του άρθρου 1, οι ήδη καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, κύριες συντάξεις αναπροσαρμόζονται, σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8, 13 και 14, βάσει των διατάξεων των επόμενων παραγράφων.
β. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, συντάξεων, για τον προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου κανονίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, με βάση τους κανόνες αναπροσαρμογής των συντάξιμων αποδοχών του Δημοσίου, που ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων καθορίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής.
2. α. Μέχρι την 31.12.2018, οι συντάξεις της προηγούμενης παραγράφου συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014, σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες διατάξεις. Ειδικά, ο υπολογισμός της κράτησης υπέρ υγειονομικής περίθαλψης διενεργείται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 30 του άρθρου 1 του ν. 4334/2015 (Α` 80), όπως ισχύει.
β. Από 1.1.2019, αν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο εκείνου που προκύπτει από τον υπολογισμό τους σύμφωνα με την παράγραφο 1, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο, συμψηφιζόμενο κατ` έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων, όπως αυτή προκύπτει κατ` εφαρμογή της παραγράφου 4, όπως ισχύει.
γ. Αν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους βάσει της παραγράφου 1, τότε αυτό προσαυξάνεται, από την 1.1.2019, κατά 1/5 της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε (5) ετών.
δ. Τα στοιχεία που προκύπτουν από τις περιπτώσεις β` και γ` αποτυπώνονται από την 1.1.2018 για κάθε ασφαλισμένο στο οικείο πληροφοριακό σύστημα.
3. α. Από 1.10.2019 οι συντάξεις που έχουν απονεμηθεί ή εκκρεμεί η απονομή τους σύμφωνα με τις διατάξεις μετά την έναρξη ισχύος του Ν.4387/2016, υπολογίζονται εκ νέου σύμφωνα με τα ποσοστά αναπλήρωσης του πίνακα 2 της παραγράφου 5 του άρθρου 8. Από 1.10.2019, καταβάλλονται τυχόν προκύπτουσες αυξήσεις στη σύνταξη. Αν το ποσό των συντάξεων αυτών όπως επανυπολογίζεται είναι μικρότερο εκείνου που προκύπτει από τον υπολογισμό τους σύμφωνα με τον πίνακα 1 της παραγράφου 5 του άρθρου 8, το ποσόν της διαφοράς που προκύπτει εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά.
β.i Οι κύριες συντάξεις που έχουν απονεμηθεί ή εκκρεμεί η απονομή τους σύμφωνα με τις διατάξεις πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4387/2016 και έχουν επανυπολογισθεί σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου υπολογίζονται εκ νέου από 1.10.2019 σύμφωνα με τα ποσοστά αναπλήρωσης του πίνακα 2 της παραγράφου 5 του άρθρου 8.
β.i Από 1.10.2019 αν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων σύμφωνα με τις διατάξεις πριν την έναρξη ισχύος του Ν.4387/2016 είναι μεγαλύτερο εκείνου που προκύπτει από τον υπολογισμό τους σύμφωνα με τον πίνακα 2 της παραγράφου 5 του άρθρου 8, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ` έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την εκάστοτε αναπροσαρμογή των συντάξεων, όπως αυτή προκύπτει κατ` εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 4α του παρόντος άρθρου. Στην περίπτωση που η προσωπική διαφορά που προκύπτει είναι μεγαλύτερη από την προσωπική διαφορά που προέκυπτε από τον επανυπολογισμό της σύνταξης με βάση τα ποσοστά αναπλήρωσης του πίνακα 1 της παραγράφου 5 του άρθρου 8, ο συμψηφισμός ολοκληρώνεται έως το ύψος της προσωπικής διαφοράς που προκύπτει με βάση τα ποσοστά αναπλήρωσης του πίνακα 1 της παραγράφου 5 του άρθρου 8 και το υπόλοιπο ποσόν εξακολουθεί να καταβάλλεται στο δικαιούχο ως υπερβάλλουσα διαφορά.
β.ii Από 1.10.2019 αν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων σύμφωνα με τις διατάξεις πριν την έναρξη ισχύος του Ν.4387/2016 είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους σύμφωνα με τον πίνακα 2 της παραγράφου 5 του άρθρου 8, τότε συνεχίζει να καταβάλλεται η προσωπική διαφορά με βάση τα ποσοστά αναπλήρωσης του πίνακα 1 της παραγράφου 5 του άρθρου 8 και το ποσόν των συντάξεων προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της τυχόν πρόσθετης διαφοράς που προκύπτει, για την περίοδο από 1η Οκτωβρίου 2019 έως 31η Δεκεμβρίου 2020 και σταδιακά ισόποσα κατ έτος έως την 31η Δεκεμβρίου 2024. Στην περίπτωση που η προσωπική διαφορά που προκύπτει είναι μικρότερη από την προσωπική διαφορά που προέκυπτε από τον επανυπολογισμό της σύνταξης με βάση τα ποσοστά αναπλήρωσης του πίνακα 1 της παραγράφου 5 του άρθρου 8, συνεχίζει να καταβάλλεται η προσωπική διαφορά που προκύπτει με βάση τα ποσοστά αναπλήρωσης του πίνακα 1 της παραγράφου 5 του άρθρου 8 .
γ. Τα στοιχεία που προκύπτουν από τις περιπτώσεις α΄ και β` αποτυπώνονται από την 1.1.2020 για κάθε ασφαλισμένο στο οικείο πληροφοριακό σύστημα.
4. α. Το συνολικό ποσό της σύνταξης αυξάνεται από την 1.1.2023 κατ΄ έτος, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων με βάση συντελεστή που προκύπτει από το άθροισμα του ετήσιου ποσοστού μεταβολής του ΑΕΠ συν το ποσοστό μεταβολής του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή του προηγούμενου έτους διαιρούμενου δια του δύο (2) και δεν υπερβαίνει το ποσοστό μεταβολής του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή.
β. Οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου με τις οποίες προβλέπεται αναπροσαρμογή ή αύξηση των συντάξεων που καταβάλλονται από αυτό, κατά τρόπο διαφορετικό από τον οριζόμενο στην περίπτωση α` ή με βάση τις ισχύουσες κάθε φορά μισθολογικές διατάξεις, καταργούνται.
5. Από την 1.1.2017 και ανά τριετία, η Εθνική Αναλογιστική Αρχή εκπονεί υποχρεωτικά αναλογιστικές μελέτες, οι οποίες επικυρώνονται από την Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με αντικείμενο τη συνεχή παρακολούθηση της εξέλιξης της εθνικής συνταξιοδοτικής δαπάνης. Με ειδικό νόμο ανακαθορίζονται οι συντάξεις με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Το ύψος των ανωτέρω δαπανών για την εθνική, την ανταποδοτική και την επικουρική σύνταξη, προβαλλόμενο έως το έτος 2060, δεν πρέπει να υπερβαίνει το περιθώριο αύξησης των 2,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, με έτος αναφοράς το 2009.»
Διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης
1α. Η αίτηση συνταξιοδότησης που υποβάλλεται βάσει των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης εξετάζεται από την αρμόδια Υπηρεσία του φορέα ή τομέα ή κλάδου ή λογαριασμού, στην οποία ασφαλισμένοι υπάγονταν, λόγω ιδιότητας ή απασχόλησης, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, σύμφωνα με τη νομοθεσία του τελευταίου αυτού φορέα.
Η διαδικασία εύρεσης των συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων με τις οποίες θεμελιώνεται συνταξιοδοτικό δικαίωμα καθορίζεται ως ακολούθως:
Τα πρόσωπα, τα οποία ασφαλίστηκαν διαδοχικά σε περισσότερους από έναν ενταχθέντες στον Ε.Φ.Κ.Α ασφαλιστικούς οργανισμούς, δικαιούνται σύνταξη με τις προϋποθέσεις του ενταχθέντα φορέα ή τομέα ή κλάδου ή λογαριασμού που υπάγονταν κατά το χρόνο άσκησης της τελευταίας δραστηριότητας ή απασχόλησης, εφόσον πραγματοποίησαν στην ασφάλισή του:
αα) 1000 ημέρες ασφάλισης συνολικά από τις οποίες 300 ημέρες την τελευταία πενταετία πριν την υποβολή αίτησης συνταξιοδότησης ή πριν τη διακοπή της ασφάλισης για την κρίση του δικαιώματος σε σύνταξη λόγω γήρατος.
αβ) 600 ημέρες ασφάλισης οποτεδήποτε πριν τη διακοπή της δραστηριότητας ή απασχόλησης ή την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης ή την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου για τις συντάξεις λόγω αναπηρίας ή θανάτου.
β. Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της περίπτωσης 1α ή σε περίπτωση που πληρούνται, αλλά δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του φορέα ή τομέα ή κλάδου ή λογαριασμού που υπάγονταν κατά το χρόνο άσκησης της τελευταίας δραστηριότητας ή απασχόλησης, δικαιούνται σύνταξη με τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης της δραστηριότητας στην οποία πραγματοποίησαν τις περισσότερες ημέρες ασφάλισης, στην οποία δεν περιλαμβάνεται η τελευταία, εφόσον:
βα) έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης λόγω γήρατος ή είναι ανάπηρα με το ποσοστό αναπηρίας που προβλέπεται από τη νομοθεσία του φορέα που υπάγονταν κατά το χρόνο άσκησης της τελευταίας δραστηριότητας ή απασχόλησης και
ββ) πληρούνται οι προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση που προβλέπει η νομοθεσία του φορέα της δραστηριότητας που διένυσαν τον περισσότερο χρόνο ασφάλισης.
γ. Σε περίπτωση που ανωτέρω πρόσωπα δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία του φορέα της δραστηριότητας ή απασχόλησης στην οποία πραγματοποίησαν τις περισσότερες ημέρες ασφάλισης, σύμφωνα με την περίπτωση 1β τότε το συνταξιοδοτικό δικαίωμα κρίνεται με τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του φορέα της δραστηριότητας ή απασχόλησης κατά φθίνουσα σειρά αριθμού ημερών ασφάλισης.
δ. Σε περίπτωση που δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης που προβλέπει η νομοθεσία κάποιου από τους ενταχθέντες, πλην του τελευταίου, στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέα ή τομέα ή κλάδου ή λογαριασμού, στους οποίους ασφαλίσθηκαν, τότε η αίτηση συνταξιοδότησης απορρίπτεται.
ε. Ως χρόνος ασφάλισης που απαιτείται για την πλήρωση των ανωτέρω προϋποθέσεων της παραγράφου 1α λογίζεται ο χρόνος υποχρεωτικής ή προαιρετικής ασφάλισης. Ειδικά, για την πλήρωση των προϋποθέσεων του απαιτούμενου συνολικού χρόνου ασφάλισης, (ήτοι 1000 ημερών ασφάλισης) καθώς και των 600 ημερών ασφάλισης, δύναται να συνυπολογιστεί και ο χρόνος αναγνώρισης στρατιωτικής θητείας για τον οποίο καταβλήθηκαν εισφορές στον αρμόδιο ενταχθέντα φορέα, τομέα, κλάδο ή λογαριασμό.
στ. Ειδικές διατάξεις που αφορούν στην ύπαρξη ενεργού ασφαλιστικού δεσμού, στη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας σε δεδομένο χρόνο σε σχέση με το χρόνο διακοπής της απασχόλησης, στην παραγραφή κ.λ.π., δεν λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
2. Το ποσό της σύνταξης υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7, 8 και 28 του ν. 4387/2016, όπως ισχύουν με βάση το συνολικό χρόνο που διανύθηκε στην ασφάλιση όλων των ενταχθέντων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών.
Ο παράλληλος χρόνος ασφάλισης έως 31.12.2016 σε περισσότερους του ενός φορείς, αξιοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 17 και 36Α.
3. Ο ασφαλισμένος δύναται να επιλέξει τον συνυπολογισμό του χρόνου διαδοχικής ασφάλισης στους ενταχθέντες στον Ε.Φ.Κ.Α φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, υπό την προϋπόθεση ότι μετά την ένταξη τους στον Ε.ΦΚ.Α., δεν συνεχίζει να ασφαλίζεται για δραστηριότητα ή απασχόληση που υπάγεται στην ασφάλιση του αντίστοιχου φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού που δεν επιθυμεί την προσμέτρηση του χρόνου του. Δεν είναι δυνατή η προσμέτρηση μόνο μέρους τους χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση του κάθε φορέα, τομέα, κλάδου και λογαριασμού.
4. Στις περιπτώσεις που έχει διανυθεί παράλληλος χρόνος ασφάλισης σε περισσότερους του ενός ενταχθέντες στον Ε.Φ.Κ.Α φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς έως 31.12.2016, ο ασφαλισμένος δύναται να επιλέξει τον χρόνο ασφάλισης που επιθυμεί να συνυπολογίσει σύμφωνα με τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης.
5. Στα πρόσωπα που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα λόγω γήρατος με 15 τουλάχιστον έτη ασφάλισης στο 67ο έτος της ηλικίας, με συνυπολογισμό διαδοχικού χρόνου ασφάλισης, χορηγείται σύνταξη από την Υπηρεσία του Ε.Φ.Κ.Α του τελευταίου φορέα ή τομέα ή κλάδου ή λογαριασμού στον οποίο υπαγόταν ο ασφαλισμένος, χωρίς να εξετάζεται η πλήρωση των προϋποθέσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
6. Για τα πρόσωπα που προσλήφθηκαν για πρώτη φορά στο Δημόσιο πριν την 1.1.1983 και έχουν πραγματοποιήσει χρόνο ασφάλισης σε περισσότερους από έναν φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς που εντάχθηκαν στον Ε.Φ.Κ.Α., ισχύουν τα εξής:
α. Για αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί έως την 13.05.2016, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 6 του ν. 1405/1983 (Α΄ 180), όπως ισχύουν.
β. Από 13.05.2016 εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 6 του ν. 1405/1983, μόνο για τα πρόσωπα για τα οποία δεν έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές για κύρια σύνταξη στο Δημόσιο.
γ. Για χρόνο ασφάλισης, για τον οποίο έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου περί συνυπολογισμού διαδοχικού χρόνου ασφάλισης και δεν απαιτείται αναγνώριση του χρόνου αυτού, εφόσον υποβληθεί η αίτηση συνταξιοδότησης μετά τις 13.5.2016.
Το ίδιο ισχύει και για τις εκκρεμείς αιτήσεις αναγνώρισης κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 4387/2016, σε οποιοδήποτε στάδιο έκδοσης της σχετικής πράξης αναγνώρισης, εφόσον υποβληθεί αίτηση συνταξιοδότησης μετά την 13.05.2016.
Πράξεις αναγνώρισης που έχουν εκδοθεί προ της 13.05.2016 και αφορούν χρόνο για τον οποίο είχαν καταβληθεί εισφορές, για πρόσωπα που υποβάλουν αίτηση συνταξιοδότησης μετά την 13.05.2016, παραμένουν ισχυρές, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007 (Α΄ 210), όπως ισχύουν.
7. Για τους φορείς, τομείς, κλάδους ή λογαριασμούς που χορηγούν εφάπαξ παροχές που εντάχθηκαν στον Κλάδο εφάπαξ παροχών του ΕΤΕΑΕΠ υποβάλλεται μία αίτηση χορήγησης εφάπαξ παροχής στην αρμόδια Υπηρεσία του ΕΤΕΑΕΠ στην οποία υπάγεται ο ασφαλισμένος, πριν τη διακοπή της ασφάλισης ή την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου. Η αρμόδια Υπηρεσία του ΕΤΕΑΕΠ εξετάζει την αίτηση για το σύνολο του χρόνου που έχει διανυθεί σε όλους τους ενταχθέντες Φορείς/Τομείς/Κλάδους/Λογαριασμούς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 35 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει.
Αιτήσεις χορήγησης εφάπαξ παροχής που έχουν υποβληθεί πριν την έναρξη λειτουργίας του ΕΤΕΑΕΠ εξετάζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4387/2016 από την αρμόδια Υπηρεσία του ΕΤΕΑΕΠ.
8. Εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν.δ. 4202/1961, όπως ισχύουν περί επίλυσης αμφισβητήσεων.
Ειδικότερα η επίλυση αμφισβητήσεων που αφορούν συντάξεις υπαλλήλων λειτουργών του Δημοσίου, καθώς και στρατιωτικών εξακολουθεί να υπάγεται στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
9. Τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο ισχύουν για όλα τα πρόσωπα ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση και ανεξαρτήτως χρόνου που υπήχθησαν διαδοχικά για πρώτη φορά στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα.
10.α. Αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί πριν από την 13.05.2016, εξετάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 4202/1961 (Α΄ 175), όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με τον ν. 4387/2016.
β. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται για αιτήσεις συνταξιοδότησης που υποβάλλονται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και εφεξής καθώς και για όσες εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, των οποίων τα οικονομικά αποτελέσματα ανατρέχουν στην ημερομηνία της αρχικής αίτησης συνταξιοδότησης. Οι αιτήσεις, οι οποίες έχουν απορριφθεί επανεξετάζονται κατόπιν όχλησης του ασφαλισμένου, με έναρξη των οικονομικών αποτελεσμάτων από την έναρξη ισχύος του νόμου.
11. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.».
Απασχόληση συνταξιούχων
α. Στους εξ ιδίου δικαιώματος συνταξιούχους του Ε.Φ.Κ.Α., οι οποίοι έχουν ήδη αναλάβει η αναλαμβάνουν από της δημοσιεύσεως του νόμου εργασία ή αποκτούν ιδιότητα ή δραστηριότητα υποχρεωτικώς υπακτέα στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α., οι ακαθάριστες συντάξεις κύριες, επικουρικές και προσυνταξιοδοτικές παροχές καταβάλλονται μειωμένες σε ποσοστό 30% για όσο χρονικό διάστημα απασχολούνται ή διατηρούν την ιδιότητα ή την δραστηριότητα.
Ειδικότερα για συνταξιούχους οι οποίοι έχουν ήδη αναλάβει ή αναλαμβάνουν από της δημοσιεύσεως του νόμου εργασία ή αποκτούν ιδιότητα ή δραστηριότητα σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης υποχρεωτικώς υπακτέα στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α. αναστέλλεται πλήρως η καταβολή των κύριων , επικουρικών συντάξεων και των προσυνταξιοδοτικών παροχών εφόσον δεν έχουν συμπληρώσει το 62ο έτος της ηλικίας.
β. Στο ανωτέρω ποσό δεν συμπεριλαμβάνεται το εξωιδρυματικό επίδομα των διατάξεων της παρ. 1 και 2 του άρθρου 42 του ν.1140/1981 όπως ισχύει, και το επίδομα ανικανότητας των διατάξεων του άρθρου 54 του π.δ/τος 169/2007 .
2. Για τους συνταξιούχους λόγω αναπηρίας εφαρμόζονται οι διατάξεις των εντασσομένων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων.
3. α. Για το χρονικό διάστημα απασχόλησης του συνταξιούχου καταβάλλονται για τον μισθωτό συνταξιούχο και τον αυτοτελώς απασχολούμενο ή ελεύθερο επαγγελματία ή υπαγόμενο στη ασφάλιση του ΟΓΑ, με την επιφύλαξη της παραγράφου 4.α., οι προβλεπόμενες ασφαλιστικές εισφορές του άρθρου 38 ή άρθρου 39 ή 40 αντιστοίχως.
β. Οι συνταξιούχοι πρώην φορέων κύριας ασφάλισης ή του Δημοσίου που είχαν αναλάβει ή αναλαμβάνουν δραστηριότητα για την οποία υπάγονται στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ καταβάλλουν την ασφαλιστική εισφορά του άρθρου 40.
4. Εξαιρούνται των ανωτέρω ρυθμίσεων:
α. Οι συνταξιούχοι του ΟΓΑ εφόσον συνεχίζουν την απασχόλησή τους στον αγροτικό τομέα ως αγρότες μελισσοκόμοι, κτηνοτρόφοι –πτηνοτρόφοι και αλιείς.
β. Οι ψυχικά ασθενείς του άρθρου 23 του ν.4488/2017(Α΄176).
γ. Οι συνταξιούχοι με βάση τον ν.612/77 ,όπως ισχύουν
δ. Οι συνταξιούχοι του τετάρτου εδαφίου της περίπτωσης α` της παρ. 1 των άρθρων 1 και 26 του Π.δ. 169/2007 (Α` 210) ,όπως ισχύουν.
ε. Όσοι λαμβάνουν το εξωϊδρυματικό επίδομα ή το αντίστοιχο επίδομα του άρθρου 54 του π.δ 169/2007.
στ. τα πρόσωπα που αναφέρονται στη παράγραφο 3 του άρθρο 4 του ν.4387/2016
5. Ο συνταξιούχος που αναλαμβάνει μισθωτή εργασία ή αυταπασχολείται δύναται να αξιοποιήσει το χρόνο της ασφάλισής του. Για το χρονικό διάστημα της απασχόλησης του συνταξιούχου δύναται κατόπιν αιτήσεώς του να χορηγείται για την κύρια σύνταξη ποσό, που προκύπτει με βάση τα ποσοστά αναπλήρωσης και τις συντάξιμες αποδοχές του άρθρου 8 και 28 και μόνο για το χρονικό διάστημα της απασχόλησης ως συνταξιούχου. Για την επικουρική σύνταξη χορηγείται ποσό που προκύπτει με βάση τον υπολογισμό της επικουρικής σύνταξης και μόνο για το χρονικό διάστημα της απασχόλησης μετά τη συνταξιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 96.
6. Για τους απασχολούμενους συνταξιούχους κατά την 12.5.2016, οι οποίοι συνέχισαν απασχολούμενοι χωρίς διακοπή και μετά την έναρξη ισχύος του ν.4387/2016 όλος ο χρόνος εργασίας ή αυτοαπασχόληση ή μέρος αυτού αξιοποιείται σύμφωνα με τα ανωτέρω, εφόσον από τις προϊσχύουσες διατάξεις προβλέπονταν αξιοποίηση του χρόνου απασχόλησης
7. Οι συνταξιούχοι της παραγράφου 1 υποχρεούνται πριν αναλάβουν εργασία ή αυτοαπασχοληθούν να δηλώσουν τούτο στον φορέα κύριας ασφάλισης του Ε.Φ.Κ.Α., καθώς και στο ΕΤΕΑΕΠ. Παράλειψη της δήλωσης συνεπάγεται καταλογισμό σε βάρος του συνταξιούχου ποσού ίσου με το ύψος δέκα (10) μηνιαίων συντάξεων.
Το ποσό της οφειλής δύναται να αποπληρωθεί με παρακράτηση έως του ποσού του 1/4 από τη κύρια σύνταξη και για την επικουρική σύμφωνα με το άρθρο 46 του παρόντος νόμου. Άλλως εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ) (ν.δ/γμα 356/1979 Α90).
8. Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται.».