Ο κόσμος σπανίως συμπονά τους πλουσίους για τα προβλήματά τους. Αυτή την κατάσταση αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή η Γερμανία, της οποίας οι πολιτικοί έχουν διχαστεί σχετικά με τη διαχείριση του τεράστιου δημοσιονομικού πλεονάσματος, ακόμη και σε μια περίοδο υποχώρησης της ανάπτυξης. Ωστόσο, οι επιλογές της κυβέρνησης συνασπισμού της καγκελαρίου Αγκελα Μέρκελ θα επηρεάσουν την ανάπτυξη των χωρών πέρα από τα όρια της ίδιας της Γερμανίας.
Το γερμανικό ΑΕΠ ενισχύθηκε κατά μόλις 0,6% πέρυσι, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν χθες. Επρόκειτο για τον χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από το 2013 και για λιγότερο από το μισό του 2018. Αυτό δεν θα έπρεπε να αποτελεί πρόβλημα, δεδομένου ότι το δημοσιονομικό πλεόνασμα του 2019 ήταν 1,5%. Ενας τόσο μεγάλος χώρος για δημοσιονομική επέκταση θα ήταν αποκύημα της φαντασίας για τις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης. Ωστόσο οι πλούσιοι αντιμετωπίζουν τα δικά τους προβλήματα.
Το πρώτο εμπόδιο στην προσπάθεια αναθέρμανσης της γερμανικής οικονομίας είναι πολιτικό. Οι Συντηρητικοί της Μέρκελ επιθυμούν περικοπές στη φορολογία των επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά, ο υπουργός Οικονομικών Ολαφ Σολτς, ο οποίος είναι μέλος των κεντροαριστερών Σοσιαλδημοκρατών, τάσσεται υπέρ της αύξησης των κρατικών επενδύσεων. Τελικά, ενδέχεται να μην επιδιωχθεί καμία πολιτική σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ενισχύσει επαρκώς την οικονομία. Επίσης, υπάρχουν μειονεκτήματα και στις δύο εναλλακτικές. Ισως η περικοπή της φορολογίας των επιχειρήσεων να μην είναι απολύτως αναγκαία στη Γερμανία. Παρότι ο φορολογικός συντελεστής είναι σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σε καμία περίπτωση δεν είναι ο υψηλότερος, σύμφωνα με στοιχεία της Κομισιόν. Επίσης, αυτές οι περικοπές ενδέχεται να βοηθήσουν αυτούς που το χρειάζονται λιγότερο. Η ιδιοκτησία των επιχειρήσεων συγκεντρώνεται στις πλουσιότερες οικογένειες: το πλουσιότερο 10% κατέχει το 60% του συνολικού πλούτου στην οικονομία. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη συγκέντρωση πλούτου στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην κυριαρχία των μεσαίων επιχειρήσεων, τις οποίες κατέχουν ή ελέγχουν γερμανικές οικογένειες.
Η πιο ελκυστική εναλλακτική είναι η αύξηση των δημόσιων επενδύσεων. Η κυβέρνηση έχει ήδη δεσμευθεί για τη δημιουργία ενός εθνικού δικτύου οπτικών ινών μέχρι το 2025, ενώ έχει προγραμματιστεί η κατασκευή σιδηροδρομικού δικτύου ταχείας κυκλοφορίας, το οποίο θα συνδέει τις γερμανικές πόλεις. Ωστόσο η γραφειοκρατία, οι δυσκολίες αδειοδότησης και η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού καθυστερούν τις διαδικασίες. Οπως δήλωσε τη Δευτέρα το υπουργείο Οικονομικών, η καθυστέρηση στη διοχέτευση κεφαλαίων, τα οποία δρομολογούνται για έργα υποδομών, οδήγησε εν μέρει στη διαμόρφωση του μεγαλύτερου δημοσιονομικού πλεονάσματος για τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Ενωσης από την επανένωση της Γερμανίας το 1990.