Με την υπ’ αριθμ. 1851/2019 απόφασή του ο Άρειος Πάγος (Τμήμα Ζ’ Ποινικό) έκρινε ότι η ύπαρξη στη σχηματισθείσα δικογραφία ένορκων και ανώμοτων καταθέσεων του υπόπτου, πριν αυτός αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, και η παράλειψη περιορισμού αυτών στο αρχείο της Εισαγγελίας, δεν επηρεάζει κατά οποιονδήποτε τρόπο την άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και δεν επάγεται ακυρότητα θεμελιώνουσα λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠοινΔ.
Απόσπασμα της απόφασης
Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση, διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του απαραδέκτως τις δοθείσες στην προδικασία καταθέσεις του, γεγονός που προκύπτει από την ακόλουθη, επί λέξει, αναφορά στο σκεπτικό της: “καθόσον αφορά στις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης των εγκληματικών ενεργειών των κατηγορουμένων, οι απολογίες τους στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αλλά και στα στάδια της προδικασίας περιέχουν πλήρεις αντιφάσεις, όμως και οι δύο ομολογούν πάντα τη συμμετοχή τους στο έγκλημα”.
Ανεξαρτήτως του ότι η αναφορά στο σκεπτικό στις δοθείσες στην προδικασία και μη αναγνωσθείσες απολογίες του κατηγορουμένου έγινε διηγηματικά και η διαμορφωθείσα τελική κρίση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου δεν στηρίζεται αποκλειστικά σε αυτές, αφού μνημονεύονται, τόσο η απολογία του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου της ουσίας, η οποία συνεκτιμήθηκε παραδεκτώς και λήφθηκε υπόψη μετά από ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, όσο και η απολογία του ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, όπου ομολογήθηκαν οι ένδικες αξιόποινες πράξεις, ενώ προβάλλονται και καταθέσεις μαρτύρων, από την επισκόπηση των δοθεισών στην προδικασία καταθέσεων του τότε κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, ήτοι της από 21-12-2010 έκθεσης εξέτασής του ως κατηγορουμένου ενώπιον του Ανθυπαστυνόμου Ε. Ρ., της από 22-10-2010 έκθεσης εξέτασής του ως κατηγορουμένου ενώπιον του Υ/Α Α. Μ., της από 22-12-2010 συμπληρωματικής έκθεσης εξέτασής του ως κατηγορουμένου ενώπιον του Υ/Α Α. Μ., της από 22-12-2010 β’ συμπληρωματικής έκθεσης εξέτασής του ως κατηγορουμένου ενώπιον του Υ/Α Α. Μ. και της από 24-12-2010 απολογίας του ενώπιον της Ανακρίτριας του 5ου Ειδικού Τμήματος, Ναρκωτικών, Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και τη σύγκριση αυτών με τις επ’ ακροατηρίω απολογίες του, ενώπιον αμφοτέρων των Δικαστηρίων της ουσίας, δεν διαπιστώνεται, ότι περιλήφθηκαν σ’ εκείνες δυσμενέστερα γι’ αυτόν στοιχεία από εκείνα που διαλήφθηκαν στις επ’ ακροατηρίω δοθείσες καταθέσεις και, κατά συνέπεια, ουδόλως προσβλήθηκαν τα υπερασπιστικά του δικαιώματα.
Επομένως, είναι αβάσιμη, τόσο η παραπάνω αιτίαση του αναιρεσείοντος, όσο και η ακολουθούσα, κατά την οποία το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας συνεκτίμησε, για να σχηματίσει την καταδικαστική του κρίση, μεταξύ άλλων, δύο ένορκες καταθέσεις, που έδωσε αυτός στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, πριν αποδοθεί σ’ αυτόν η ιδιότητα του κατηγορουμένου. Και τούτο, διότι δεν αναφέρονται αυτές στο σκεπτικό ούτε παρατίθενται επιβαρυντικά γι’ αυτόν στοιχεία περιεχόμενα σ’ αυτές, ώστε από την ύπαρξή τους να παραβιάζεται το δικαίωμά του για μη αυτοενοχοποίηση. Σημειωτέον, ότι ο αναιρεσείων δεν προέβαλε οποιαδήποτε αιτίαση για παραβίαση των απορρεόντων από τα άρθρα 102-104 ΚΠοινΔ δικαιωμάτων του στο στάδιο της προανακριτικής του απολογίας.
Σημειωτέον, ότι η ύπαρξη στη σχηματισθείσα δικογραφία ένορκων και ανώμοτων καταθέσεων του υπόπτου, πριν αυτός αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, και η παράλειψη περιορισμού αυτών στο αρχείο της Εισαγγελίας, δεν επηρεάζει κατά οποιονδήποτε τρόπο την άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και δεν επάγεται ακυρότητα θεμελιώνουσα λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠοινΔ.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr