Με την υπ’ αριθμ. 4621/2019 απόφασή του το Εφετείο Αθηνών έκρινε κατά πλειοψηφία ότι ιδιόγραφη διαθήκη, στην οποία η χρονολογία δεν τέθηκε με το χέρι του διαθέτη, αλλά με σφραγιδάκι του ΚΕΠ, είναι άκυρη.
Σύμφωνα με την πλειοηφία, η ιδιόγραφη διαθήκη για να έχει αποδεικτική ισχύ, πρέπει ολόκληρο το περιεχόμενο της όπως και η χρονολογία της να έχουν γραφεί ιδιοχείρως, δεν αρκεί δηλαδή να είναι απλώς και μόνο ιδιοχείρως υπογεγραμμένο το κείμενο της σύμφωνα με το τεκμήριο της γνησιότητας του περιεχομένου ιδιόγραφης διαθήκης.
Στην απόφαση μειοψήφισε η Πρόεδρος, η οποία υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι με τη θεώρηση όμως του γνησίου της υπογραφής του διαθέτη από τον αρμόδιο υπάλληλλο του ΚΕΠ η διαθήκη απέκτησε βέβαιη χρονολογία κατά το άρθρο 446 ΚΠολΔ, το οποίο δεν εφαρμόζεται μεν στην ιδιόγραφη διαθήκη, αλλά η θεώρηση δεν στερείται εννόμων συνεπειών, παρότι δε αποτελεί προσθήκη τρίτου στο έγγραφο της διαθήκης, δεν επιδρά στο κύρος της, επειδή έχει τεθεί μετά το κείμενο και την υπογραφή του διαθέτη.
Απόσπασμα της απόφασης
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1721 ΑΚ η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται απ’ αυτόν. Από τη χρονολογία, πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Η ιδιόγραφη διαθήκη δεν υποβάλλεται σε κανένα άλλο τύπο. Τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν συστατικούς όρους εγκυρότητας της διαθήκης. Η ιδιόγραφη διαθήκη για να έχει αποδεικτική ισχύ, πρέπει ολόκληρο το περιεχόμενο της όπως και η χρονολογία της να έχουν γραφεί ιδιοχείρως, δεν αρκεί δηλαδή να είναι απλώς και μόνο ιδιοχείρως υπογεγραμμένο το κείμενο της σύμφωνα με το τεκμήριο της γνησιότητας του περιεχομένου ιδιόγραφης διαθήκης. Απαιτείται και η αναγνώριση ή απόδειξη της γνησιότητας του περιεχομένου και της χρονολογίας της (ΑΠ 708/2015 δημ. Νόμος, ΑΠ 807/2018 δημ. Νόμος, ΑΠ 103/2013, ΑΠ 1155/2005). Η ιδιόγραφη διαθήκη δεν υποβάλλεται σε κανένα άλλον τύπο. Ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης, κατά δε το άρθρο 1718 ΑΚ διαθήκη κατά τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 ΑΚ είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά.
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι, και αν ακόμη λείπει παντελώς η χρονολογία από την ιδιόγραφη διαθήκη, συγχωρείται ο καθορισμός αυτής εκ του περιεχομένου της, ακόμη και με τη χρησιμοποίηση γεγονότων εκτός αυτής κειμένων, τα οποία χρήζουν αποδείξεως, με μόνο σκοπό την αποσαφήνιση εκείνων που περιέχονται στη διαθήκη και από τα οποία προκύπτει η χρονολογία συντάξεως της (Ολ. ΑΠ 7/2017, Ολ. ΑΠ 1234/1982, Ολ. ΑΠ 97/1979, ΑΠ 1349/2014 δημ. Νόμος).
Η ανωτέρω περίπτωση αντιδιαστέλλεται προς εκείνη της υπάρξεως μεν πλήρους χρονολογίας, η οποία όμως είναι ψευδής ή εσφαλμένη από σκοπού ή από πλάνη του διαθέτη. Μόνο στην τελευταία αυτή περίπτωση ισχύει ο ως άνω κανόνας της §3 του άρθρου 1721 ΑΚ, κατά την έννοια του οποίου η ακυρότητα της διαθήκης επέρχεται, εφόσον η αναλήθεια της χρονολογίας μπορεί να συνδυασθεί με κάποιο αυτοτελή λόγο ακυρότητας της διατάξεως τελευταίας βουλήσεως που συγκαλύπτεται (Ολ. ΑΠ 7/2017, ΑΠ 1520/2006, ΑΠ 1028/2002, ΑΠ 107/2000).[…]
[…] Η εν λόγω διαθήκη είναι κατά την πλειοψηφούσα άποψη άκυρη σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας καθόσον δεν έχει χρονολογηθεί ιδιοχείρως από το διαθέτη, αλλά έχει τεθεί έντυπη χρονολογία.
Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Δικαστηρίου, ήτοι της Προέδρου Κωνσταντίνος Αλεβιζοπούλου η ένδικη διαθήκη είναι έγκυρη για τους κάτωθι λόγους: Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων 1721 και 1728 ΑΚ η ιδιόχειρη χρονολογία από το διαθέτη είναι στοιχείο απαραίτητο για το κύρος της ιδιόγραφης διαθήκης, διότι ο χρόνος σύνταξης αυτής έχει πολλαπλή σημασία για το κύρος της καθόσον εκτός των άλλων από τη χρονολογία κρίνεται η ικανότητα ή ανικανότητα του διαθέτη για τη σύνταξη της, καθώς και σε περίπτωση πολλών διαθηκών το ποία από αυτές είναι προγενέστερη ή η τελευταία. Η χρονολογία δύναται να τεθεί στην αρχή ή το τέλος της διαθήκης ή οπουδήποτε του περιεχομένου της. Δύναται επίσης να τεθεί προ της υπογραφής ή και μετά από αυτή ακόμη και επί του φακέλλου που περιέχει τη διαθήκη, αρκεί να τελεί προς την υπογεγραμμένη από το διαθέτη διάταξη τελευταίας βουλήσεως σε τοιαύτη τοπική και εσωτερική συνάφεια, ώστε να δύναται να θεωρηθεί χρονολογία (βλ. Μπαλή κληρονομικό δίκαιο, παρ. 33, σελ. 53, Εμ. Βουζίκα, κληρονομικό δίκαιο σελ. 240, Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλο Αστικός Κώδικας κατ’ άρθρο ερμηνεία τόμος Ι.Χ. κληρονομικό δίκαιο σελ. 124, παρ. 22). Η μνημονευόμενη στη διαθήκη χρονολογία θεωρείται βεβαία, ήτοι αληθής, ως προς τους τρίτους, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, διότι η χρονολογία απαιτείται ρητά από το νόμο ως ουσιώδες στοιχείο του κύρους της διαθήκης. Αυτό σημαίνει ότι η χρονολογία τεκμαίρεται αληθής, μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο.
Η διάταξη του άρθρου 226 ΚΠολΔ περί βεβαίας χρονολογίας των ιδιωτικών εγγράφων δεν έχει εφαρμογή στην ιδιόγραφη διαθήκη, διότι αν ο νόμος δεν απέδιδε πίστη στην αλήθεια της φερόμενης χρονολογίας, δεν θα επέβαλλε της σημείωσης αυτής. Αυτά όμως ισχύουν υπό την προϋπόθεση ότι έχει τεθεί πλήρης και υπαρκτή χρονολογία. Όταν αντιθέτως η χρονολογία είναι ελαττωματική, δηλαδή ελλιπής ή αδύνατη, παύει να είναι βεβαία. Το βάρος απόδειξης πραγματικής ή πλήρους χρονολογίας έχει σ’ αυτήν την περίπτωση, όποιος επικαλείται την εγκυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης (βλ. Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλο ο.π. σελ. 128, περ. 38, Μπαλή ο.π., παρ. 38, σελ. 59, Εμ. Βουζίκα ο.π., παρ. 27 σελ. 244). Περαιτέρω από το συνδυασμό των ιδίων ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι και όταν ακόμη λείπει παντελώς η χρονολογία από ιδιόγραφη διαθήκη συγχωρείται ο καθορισμός αυτής εκ του όλου περιεχομένου της καθεαυτό ή σε συνάρτηση με άλλα εκτός αυτού στοιχεία, τα οποία χρειάζεται να αποδειχθούν και λαμβάνεται υπόψη προς αποσαφήνιση εκείνων που είτε αναφέρονται ως προς την χρονολογία, είτε συνάγονται από το κείμενο της διαθήκης. Συνεπώς, αν μεν είναι εφικτός, με τον τελευταίο τρόπο ο προσδιορισμός της ελλείπουσας χρονολογίας της διαθήκης, κατά κάποιον τρόπο ώστε να προκύπτουν όλα τα απαιτούμενα για το κύρος αυτής στοιχεία, ήτοι ημέρα, μήνας και έτος η διαθήκη έχει πλήρη χρονολογία και θέμα ακυρότητας της λόγω ελλείψεως της δεν τίθεται (Ολ. ΑΠ 7/2017, Ολ. ΑΠ 1234/1982, Ολ. ΑΠ 97/1979, ΑΠ 1348/2014, ΑΠ 511/2000, ΑΠ 167/2006, ΑΠ 509/1983). Με έλλειψη της χρονολογίας της ιδιόγραφης διαθήκης ισοδυναμεί και η χρονολογία που δεν έχει τεθεί με το χέρι του διαθέτη, όπως με το χέρι τρίτου προσώπου ή με μηχανικό μέσο (βλ. ΑΠ 726/2016 ΤΝΠ-Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση στο τέλος του κειμένου της ένδικης ιδιόγραφης διαθήκης με το παραπάνω περιεχόμενο, έχει τεθεί η υπογραφή του διαθέτη, και μετά από αυτή έντυπη χρονολογία με μηχανικό μέσο 19 ΑΥΓ. 2014. Ακολουθεί θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του διαθέτη από υπάλληλο του ΚΕΠ του Δήμου Αθηναίων, με σχετική σφραγίδα και έντυπη ημερομηνία 19 ΑΥΓ. 2014.
Η χρησιμοποίηση μηχανικού μέσου και όχι ιδιόχειρης γραφής του διαθέτη για την ημερομηνία της διαθήκης ισοδυναμεί κατά τα προαναφερόμενα με έλλειψη χρονολογίας αυτής. Με τη θεώρηση όμως του γνησίου της υπογραφής του διαθέτη η διαθήκη απέκτησε βέβαιη χρονολογία κατά το άρθρο 446 ΚΠολΔ εκείνη της 19 Αυγούστου 2014, ημερομηνία κατά την οποία προσκομίσθηκε στο ΚΕΠ του Δήμου Αθηναίων από το διαθέτη, όπου υπογράφηκε από αυτόν, βεβαιώθηκε το γνήσιο της υπογραφής του από τον αρμόδιο υπάλληλο και θεωρήθηκε νόμιμα.
Και ναι μεν κατά τα προαναφερόμενα δεν εφαρμόζεται το άρθρο 446 ΚΠολΔ στην ιδιόγραφη διαθήκη τούτο όμως έχει την έννοια, ότι δεν απαιτείται η θεώρηση από τις αρμόδιες υπηρεσίες για να θεωρηθεί βεβαία η μνημονευόμενη σ’ αυτή χρονολογία και όχι ότι αν τυχόν φέρει βεβαία χρονολογία λόγω θεωρήσεως αυτής από την αρμόδια αρχή, στερείται αυτή εννόμων συνεπειών. Έτσι η ελλείπουσα στην προκειμένη περίπτωση ιδιόχειρη υπογραφή του διαθέτη μπορεί να προσδιορισθεί και εξακριβωθεί κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ως προς όλα αυτής τα στοιχεία ήτοι ημέρα, μήνα και έτος από την υπάρχουσα σε αυτό τούτο το έγγραφο της διαθήκης, μετά το κείμενο αυτής βεβαία ημερομηνία θεώρησης του γνησίου της υπογραφής του, ως προς την οποία αποτελεί πλήρη απόδειξη και δεν προσβάλλεται ως πλαστή (άρθ. 438 ΚΠολΔ). Η ημερομηνία αυτή συνδέεται οπωσδήποτε αποκλειστικά με τη σύνταξη της διαθήκης, αφού κατ’ αυτήν ο διαθέτης εμφανίστηκε ενώπιον του αρμοδίου υπαλλήλου του ΚΕΠ και έθεσε την υπογραφή του, με την οποία περατώθηκε η κατάρτιση της, και βεβαιώθηκε η οριστική έκφραση της τελευταίας βουλήσεως του διαθέτη, ώστε από αυτή τεθείσα επί του εγγράφου της διαθήκης και χωρίς κάποιο άλλο γεγονός που να αναφέρεται στο κείμενο της, συνάγεται ο ακριβής χρόνος σύνταξης της. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαθέτη, ναι μεν αποτελεί προσθήκη τρίτου στο έγγραφο της διαθήκης, εφόσον όμως έχει τεθεί μετά το κείμενο και την υπογραφή του διαθέτη ουδόλως επιδρά στο κύρος της (Α. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλο ο.π. σελ. 123, Εμ. Βουζίκα ο.π. σελ. 237).
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο dsanet.gr