Απόφαση 1191 / 2019
(Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Από το συνδυασμό ων διατάξεων των άρθρων 914, 932 του ΑΚ και 1, 16 του Ν. 551/1915 προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1915 κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα ή τα κατά το άρθρο 6 αυτού πρόσωπα, δικαιούνται να εγείρουν την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση για ηθική ζημία για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι’ αυτό μόνο οι γενικές διατάξεις. Επομένως, για να δικαιούται η οικογένεια του θανατωθέντος σε εργατικό ατύχημα χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη του θανατωθέντος ή του κυρίου του έργου ή των προστηθέντων απ’ αυτούς (άρθρο 922 ΑΚ), με την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή της υπαίτιας ζημιογόνου, πράξεως ή παραλείψεως. (ΑΠ 1801/2017).
Από τα άρθρα 297, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, που υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας του, να είναι παράνομη η πράξη ή παράλειψη του και να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξεως ή της παραλείψεως και της ζημίας. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του υπαιτίου ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, ικανή να επιφέρει την ζημία και την επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Το αν η πράξη ή παράλειψη ήταν ικανή, αντικειμενικά εξεταζόμενη, να επιφέρει την ζημία, δηλαδή το αν ευρίσκεται σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με το αποτέλεσμα, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο και μάλιστα από την άποψη της παραβάσεως ή μη των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Η κρίση όμως ότι η πράξη ή παράλειψη υπήρξε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος, αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται ακυρωτικώς. Δεν αποκλείεται κατ’ αρχήν η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου από το γεγονός ότι στο αποτέλεσμα συντέλεσε και συνυπαιτιότητα του βλαβέντος εφ’ όσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος. Ειδικότερα, από τις διατάξεις αυτές συνάγεται επίσης ότι οι έννοιες της αμέλειας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου ως προς το εάν, τα περιστατικά που το Δικαστήριο της ουσίας δέχεται ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν την έννοια του συντρέχοντος πταίσματος. Αντιθέτως, ο καθορισμός της βαρύτητας του πταίσματος και του ποσοστού, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, αφορά εκτίμηση πραγμάτων που δεν ελέγχεται ακυρωτικώς (ΑΠ 1320/1988, ΑΠ 1801/2017).
Κατά το άρθρο 932 ΑΚ, “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης”. Προσδιοριστικό στοιχείο για τον καθορισμό χρηματικής ικανοποιήσεως, κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, αποτελεί, πλην των άλλων, και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος (ΑΠ 1546/2014, AΠ 1801/2017).Αριθμός 1191/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη – Εισηγητή, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου και Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 9 Απριλίου 2019, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ι. Χ. του Δ., κατοίκου …, για τον εαυτό του ατομικά και ως κληρονόμου της μητέρας του Ε. χας Δ. Κ. και ως δικαστικού συμπαραστάτη του έτερου κληρονόμου της Ε. χήρας Δ. Κ., Β. Χ. του Δ., 2) Γ. Χ. συζ. Ι., 3) Ε. Χ. του Ι. και 4) Κ. χας Χ. Κ. κατοίκων ομοίως ως άνω, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους …….., που δεν κατέθεσε προτάσεις
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Δ. του Μ., κατοίκου …, 2) Β. Δ. του Ε., κατοίκου …, 3 ) Ανώνυμης Τεχνικής Εταιρείας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στα …. και εκπροσωπείται νόμιμα, 4) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… Α.Ε.”, που εδρεύει στα …. και εκπροσωπείται νόμιμα, 5)κοινοπραξίας με την επωνυμία “… Α.Ε. – …”, που εδρεύει στα …. και εκπροσωπείται νόμιμα, και 6) Α. Κ. του Ν., κατοίκου …. Οι 1ος, 2ος και 3η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ………….., με δήλωση του άρθρου 242 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις και οι 4η, 5η και 6ος δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/3/2010 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και άλλου προσώπου που δεν είναι διάδικος στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 200/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 27/2017 του Μονομελούς Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29/1/2018 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Aπό τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ. 2, 498 παρ. 1, 568 παρ. 1 και 2 και 576 παρ. 1-3 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ’ αυτή κάποιος διάδικος, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και αν τη συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (βλ. ΑΠ 142/2016 ).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τις …2 ΣΤ/17.01.2019, …7 ΣΤ/17.01.2019 και …3 ΣΤ/17.01.2019 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Κρήτης Ι. Β.- Σ., που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ένδικης αναίρεσης με την πράξη ορισμού δικασίμου και με κλήση για συζήτηση για την ως άνω δικάσιμο της 09.04.2019 επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους τέταρτη, πέμπτη και έκτο αναιρεσίβλητους. Επομένως, αφού οι ως άνω αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίσθηκαν κατά την παραπάνω δικάσιμο (09.04.2019), κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από την σειρά του οικείου πινακίου, πρέπει να δικασθούν ερήμην, αλλά η συζήτηση της υπόθεσης θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτοί παρόντες.
Με την από 29.01.2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. 27/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κρήτης, που εκδόθηκε κατόπιν άσκησης των από 24.02.2015 (με αριθ. καταθ.31/2015 ) και από 24.04.2014 (με αυξ. αριθ. καταθ.71/2014) εφέσεων της διαδίκων κατά της εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών με αριθ. 200/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως προς την 4η και 6ο των εναγομένων, έγινε δεκτή εν μέρει η αγωγή ως προς και λοιπούς εναγομένους. Με την προσβαλλομένη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου απορρίφθηκαν αμφότερες οι εφέσεις και επικυρώθηκε η πρωτοβάθμια απόφαση. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι η 6η ενάγουσα Μ. Χ. δεν άσκησε αναίρεση.
Από το συνδυασμό ων διατάξεων των άρθρων 914, 932 του ΑΚ και 1, 16 του Ν. 551/1915 προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1915 κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα ή τα κατά το άρθρο 6 αυτού πρόσωπα, δικαιούνται να εγείρουν την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση για ηθική ζημία για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι’ αυτό μόνο οι γενικές διατάξεις. Επομένως, για να δικαιούται η οικογένεια του θανατωθέντος σε εργατικό ατύχημα χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη του θανατωθέντος ή του κυρίου του έργου ή των προστηθέντων απ’ αυτούς (άρθρο 922 ΑΚ), με την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή της υπαίτιας ζημιογόνου, πράξεως ή παραλείψεως. (ΑΠ 1801/2017).
Από τα άρθρα 297, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, που υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας του, να είναι παράνομη η πράξη ή παράλειψη του και να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξεως ή της παραλείψεως και της ζημίας. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του υπαιτίου ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, ικανή να επιφέρει την ζημία και την επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Το αν η πράξη ή παράλειψη ήταν ικανή, αντικειμενικά εξεταζόμενη, να επιφέρει την ζημία, δηλαδή το αν ευρίσκεται σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με το αποτέλεσμα, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο και μάλιστα από την άποψη της παραβάσεως ή μη των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Η κρίση όμως ότι η πράξη ή παράλειψη υπήρξε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ένας από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος, αφορά τα πράγματα και δεν ελέγχεται ακυρωτικώς. Δεν αποκλείεται κατ’ αρχήν η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου από το γεγονός ότι στο αποτέλεσμα συντέλεσε και συνυπαιτιότητα του βλαβέντος εφ’ όσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος. Ειδικότερα, από τις διατάξεις αυτές συνάγεται επίσης ότι οι έννοιες της αμέλειας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και επομένως η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου ως προς το εάν, τα περιστατικά που το Δικαστήριο της ουσίας δέχεται ανελέγκτως ως αποδειχθέντα, συγκροτούν την έννοια του συντρέχοντος πταίσματος. Αντιθέτως, ο καθορισμός της βαρύτητας του πταίσματος και του ποσοστού, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, αφορά εκτίμηση πραγμάτων που δεν ελέγχεται ακυρωτικώς (ΑΠ 1320/1988, ΑΠ 1801/2017).
Κατά το άρθρο 932 ΑΚ, “Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης”. Προσδιοριστικό στοιχείο για τον καθορισμό χρηματικής ικανοποιήσεως, κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, αποτελεί, πλην των άλλων, και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος (ΑΠ 1546/2014, AΠ 1801/2017).
Περαιτέρω, κατά την διάταξη της παρ. 6 εδ. α’και β’ του άρθρου 6 του ν. 1418/1984 “Η διεύθυνση των έργων από την πλευρά του αναδόχου στους τόπους κατασκευής τους γίνεται από τεχνικούς που έχουν τα κατάλληλα προσόντα και είναι αποδεκτοί από την υπηρεσία. Η επιτόπου των έργων παρουσία τεχνικού στελέχους ή τεχνικού υπαλλήλου της εργοληπτικής επιχείρησης είναι υποχρεωτική και ανάλογη με την φύση και το μέγεθος του κατασκευαζόμενου έργου”. Επίσης κατά την διάταξη του άρθρου 111 του Π.Δ/τος 1073/1981 “Δια την διαρκή επίβλεψιν και επιμέλειαν του παρόντος” ως και του Π.Δ/τος 778/80 “περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών”, “Εις τας οικοδομικός και εν γένει εργοταξιακάς εργασίας παρίστανται, ανελλιπώς καθ’ όλην την διάρκειαν της ημερήσιας εργασίας, οι νόμω υπόχρεοι εργοδόται ή οι εκπρόσωποι τούτων. Το προσωπικόν εκάστου συνεργείου πρέπει να επιθεωρείται τουλάχιστον άπαξ της ημέρας υπό του επικεφαλής του υπεργολάβου, άπαξ δε της εβδομάδος υπό του εργολάβου, εφόσον έχει ειδικάς γνώσεις, ή υπό καταλλήλου εκπροσώπου του. Οι υπεργολάβοι και εργολάβοι οφείλουν διαρκώς να καθοδηγούν τους εργαζομένους περί των, κατά φάσιν εργασίας, απαιτουμένων μέτρων ασφαλείας”.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 εδ. α ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν έπρεπε, γιατί δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, δηλαδή αν το δικαστήριο της ουσίας απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοσθέντα κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή.
Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και την υπαγωγή αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν εμφανή την παράβαση (Ολ ΑΠ 7/2014, 2/2013). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 15/2006). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 455/2014). Για να είναι όμως ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρεται ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου, σε σχέση με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης με πληρότητα και σαφήνεια, σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, ποια, δηλαδή, στοιχεία αναγκαία για την επάρκειά τους λείπει και σε τι συνίσταται η αντίφαση των αιτιολογιών και από ποια αντιτιθέμενα μέρη τους προκύπτει ( ΑΠ 670/2018, ΑΠ 121/2014, 1504/2011, 479/2009).
Περαιτέρω, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι “οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Με τη νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αλλά και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1εδ. γ` του Συντάγματος η θεσπιζόμενη από αυτή προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και “στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει“ και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμόδιων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για το διάδικο σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ` αυτή, απευθύνεται και στο δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτή ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κλπ). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσής της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας που, όπως αναφέρθηκε, απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου.
Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση, δηλαδή, του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ελέγχονται ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ (Ολ ΑΠ 9/2015, ΑΠ 76/2016).
Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης αυτής είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτό αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου“ εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι ιδίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν το δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις), αλλά κατ` εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκείμενων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, αποφασίζεται (κατ` αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα τη κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στην συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον παθόντα), τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου“ και συνακόλουθα το “εύλογο“ εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο“. Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μία ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ.1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (Ολ ΑΠ 9/2015, ΑΠ 76/2016).
Στην προκειμένη περίπτωση, επί της από 03.02.2010 αγωγής των εναγόντων για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης λόγω του επισυμβάντος κατά την 09.05.2017 εργατικού ατυχήματος εκδόθηκε η 200/2013 απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε αυτή ως προς την τέταρτη και έκτη των εναγομένων και δεχτηκε εν μέρει αυτή ως προς τους λοιπούς κατά παραδοχή της ένστασης των εναγομένων περί συνυπαιτιότητας του παθόντος στην επέλευση του ατυχήματος. Ακολούθως, κατόπιν ασκήσεως αντιθέτων εφέσεων, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκαν οι εφέσεις και επικυρώθηκε η πρωτοβάθμια απόφαση. Το Εφετείο όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε κατ’ ανέλεγκτη κρίση τα ακόλουθα: Δυνάμει της από 27/10/2006 εργολαβικής σύμβασης που συνήφθη στα γραφεία της Δ/νσης Τεχνικών Υπηρεσιών της (τέως) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (Ν.Α.) Χανίων μεταξύ αφενός της πέμπτης εναγομένης (ανάδοχο του έργου), υπό τη μορφή κοινοπραξίας, αποτελούμενης από την τρίτη και την τέταρτη των εναγομένων ανώνυμες εταιρίες, που συνέστησαν την εν λόγω κοινοπραξία δυνάμει του από 26-10-2006 “Συστατικού Εγγράφου (Κοινοπρακτικού) της Κοινοπραξίας με την επωνυμία “Κ/Ξ … Α.Τ.Ε.Ε.”, και της (τέως) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης (Ν.Α.) …. αφετέρου, η ανάδοχος του έργου κοινοπραξία ανέλαβε, κατόπιν της από 12-5-2006 δημοπρασίας της Δ/νσης Τεχνικών Υπηρεσιών της (τέως) Ν.Α. …., την εκτέλεση του έργου με τίτλο “Βελτίωση χάραξης δρόμου Χώρα …, 2° υποέργο: Κατασκευή δρόμου Χώρα …”, το οποίο κατακυρώθηκε στην πέμπτη εναγομένη με την υπ’ αριθ. 147/15-6-2006 απόφαση της Νομαρχιακής Επιτροπής Διοίκησης, Οικονομικών και Τεχνικών Υπηρεσιών της (τέως) Ν.Α. …… Αναθέτουσα το επίδικο έργο Αρχή ήταν η Δ/νση Τεχνικών Υπηρεσιών της Ν.Α. …. Διευθύνουσα το έργο Υπηρεσία ήταν το Τμήμα Εκτέλεσης Έργων της Δ/νσης Τεχνικών Υπηρεσιών της Ν.Α. … Εργοδότης/Κύριος του έργου ήταν η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση (Ν.Α.) …., Προϊσταμένη Αρχή ήταν η Δ/νση Τεχνικών Υπηρεσιών της Ν.Α. Χανίων και Φορέας Κατασκευής του επίδικου έργου ήταν επίσης η Δ/νση Τεχνικών Υπηρεσιών της Ν.Α. …… Ας σημειωθεί ότι διαχειριστές της ως άνω κατασκευαστικής κοινοπραξίας είχαν οριστεί ο δεύτερος και ο έκτος των εναγομένων, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του ως άνω συστατικού εγγράφου αυτής. Με το από 7-11-2006 “Συμφωνητικό ανάληψης τμημάτων του έργου από τα μέλη της αναδόχου κοινοπραξίας (σύμφωνα με το άρθρο 34 ν. 2238/1994)”, το οποίο υπεγράφη στα ….., μεταξύ αφενός του έκτου εναγομένου, ως διαχειριστή της πέμπτης εναγομένης κοινοπραξίας, αλλά και ως νομίμου εκπροσώπου της τέταρτης εναγομένης και αφετέρου του δεύτερου εναγομένου, ως διαχειριστή της πέμπτης εναγομένης κοινοπραξίας, αλλά και ως νομίμου εκπροσώπου της τρίτης εναγομένης, η τρίτη και η τέταρτη των εναγόμενων ανέλαβαν η κάθε μία την εκτέλεση συγκεκριμένων επιμέρους τμημάτων του όλου έργου και συγκεκριμένα η τέταρτη εναγομένη (“… Α.Ε.”) είχε αναλάβει την εκτέλεση του Α’ Τμήματος του έργου, το οποίο περιελάμβανε τις εργασίες από την Χώρα ….. προς την …. σε μήκος 4.000 μέτρων και η τρίτη εναγομένη (“… Α.Τ.Ε.Ε.”) είχε αναλάβει την εκτέλεση του Β’ Τμήματος του έργου, το οποίο περιελάμβανε τις εργασίες από την ….. προς την ….. σε μήκος 4.000 μέτρων, κάθε μία δε ανέλαβε την εκτέλεση των συμφωνημένων Τμημάτων έργου με δικά της μηχανήματα, εξοπλισμό και προσωπικό που εκάστη θα προσλάμβανε και θα ασφάλιζε. Διευθυντής, εργοταξιάρχης και συντονιστής ασφαλείας και υγείας του 2ου Τμήματος του πιο πάνω έργου ήταν ο δεύτερος εναγόμενος ενώ βοηθός εργοταξιάρχη-εργοδηγός ήταν ο πρώτος εναγόμενος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η τρίτη εναγομένη είχε προσλάβει στις 20-3-2007 τον Χ.- Δ. Χ. του Ι., υιό των δύο πρώτων εναγόντων, αδελφό της τρίτης, εγγονό των τέταρτης και πέμπτης και μνηστήρα της έκτης από αυτούς, σύμφωνα με την από 27-3-2007 αναγγελία πρόσληψής του προς τον ΟΑΕΔ, ως βοηθό χειριστή μηχανήματος εκτέλεσης τεχνικών έργων προκειμένου να εργαστεί στο επιμέρους τμήμα του όλου έργου, το οποίο (τμήμα) είχε αναλάβει αυτή να κατασκευάσει. Στις 9-5-2007 αυτός, κατόπιν εντολής των νομίμων εκπροσώπων της εργοδότριάς του, πέμπτης εναγόμενης, μαζί με τους Γ. Β. και Χ. Δ. (ως συνεργείο) πραγματοποιούσαν εργασίες διάνοιξης τμήματος του δρόμου, στο 1° περίπου χιλιόμετρο του δρόμου από …. προς ……. Ωστόσο ο ανωτέρω συγγενής των πέντε πρώτων εναγόντων και μνηστήρας της έκτης από αυτούς βρισκόταν σε σχέση με τους δύο άλλους προαναφερόμενους εργαζομένους 500 περίπου μέτρα χαμηλότερα στο δρόμο προς ….., όπου εκτελούσε εργασίες μόνος του με έναν υδραυλικό εκσκαφέα (Hydraulic Excavator) και συγκεκριμένα με ερπυστριοφόρα τσάπα με κουβά μάρκας … PC 290-8. Το μηχάνημα αυτό, όπως προκύπτει, από το προσκομιζόμενο φυλλάδιο τεχνικών χαρακτηριστικών του, που υπάρχει και στην ποινική δικογραφία, έχει μήκος ερπύστριας 4,955 mm, ήτοι 4,9 μέτρα, συνολικό πλάτος πέλματος ερπύστριας 2,999 mm, ήτα, 2,9 μέτρα, και συνολικό μήκος οχήματος με κλειστό το βραχίονα 10 περίπου μέτρα. Λόγω της ιδιομορφίας του εδάφους στην περιοχή (ο δρόμος είναι ανηφορικός με συνεχείς στροφές και πλάτος περίπου 4,5-5,00 μέτρα καθ’ όλο το μήκος του), δεν υπήρχε οπτική επαφή των άλλων δύο παραπάνω εργαζομένων με τον Χ. – Δ. Χ. του Ιωάννη. Ο τελευταίος είχε μόλις ξεκινήσει τις εργασίες στο τμήμα του δρόμου που επρόκειτο να διενεργήσει στη συνέχεια τη διάνοιξη, όπως διαπιστώνεται στη με αριθ. πρωτ. 24ΑΧ/15-6- 2007 έκθεση έρευνας (αυτοψία), που διενήργησαν οι τεχνικοί επιθεωρητές Ε. Γ. και Ε. Μ. και φαίνεται στη συνημμένη σε αυτή φωτογραφία με αριθ. 1. Η εργασία που έπρεπε να κάνει ήταν, ευρισκόμενο το μηχάνημα επί της ασφάλτου, τοποθετημένο με κατεύθυνση από … προς … (στον ανήφορο δηλαδή), να διαπλατύνει το δρόμο από την αριστερή πλευρά που βρισκόταν το πρανές και να εναποθέσει τα μπάζα στη δεξιά πλευρά, ώστε στη συνέχεια να τοποθετηθεί το μηχάνημα έργου παράλληλα στο δρόμο και μέσα στο σημείο διαπλάτυνσης για να διενεργεί την εκσκαφή χωρίς να σταματήσει η κυκλοφορία των οχημάτων από και προς την …. Σημειώνεται ότι καθ’ όλο το μήκος της δεξιάς πλευράς του δρόμου όπου γινόταν η εναπόθεση τω μπαζών υπήρχε γκρεμός. Περί την 12:30 μ.μ. το μηχάνημα που χειριζόταν ο Χ. – Δ. Χ. του Ι. κατακρημνίστηκε στο γκρεμό που βρισκόταν στη δεξιά πλευρά του δρόμου και σε βάθος 200-250 μέτρων (βλ. τη συνημμένη στην πιο πάνω έκθεση αυτοψίας φωτογραφία με αριθμό 2), με αποτέλεσμα αυτός να τραυματιστεί και να υποκύψει στα τραύματά του κατά την μεταφορά του στο Κέντρο Υγείας της περιοχής (βλ. την από 10-5-2007 ιατροδικαστική έκθεση της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας ….. από την οποία προκύπτει ότι ο θάνατος του ανωτέρω οφείλεται σε θανατηφόρες κακώσεις της κεφαλής εν ώρα εργασίας). Το θανόντα περισυνέλεξε ο Γ. Β., που ειδοποιήθηκε από κάποιον περαστικό, και σύμφωνα με τη μαρτυρία του, ο θανών βρέθηκε εκτός καμπίνας του μηχανήματος, 50 περίπου μέτρα πριν από την θέση που βρέθηκε το μηχάνημα. Το ατύχημα, σύμφωνα με την ανωτέρω έκθεση αυτοψίας, συνέβη όταν το μηχάνημα προσέγγισε το χείλος του γκρεμού και μετατοπίστηκε το κέντρο βάρους του προς το γκρεμό με αποτέλεσμα να κατακρημνιστεί. Υπαίτιος για το επίδικο ατύχημα και τον συνεπεία αυτού θανάσιμο τραυματισμό του είναι κατά κύριο λόγο ο ίδιος ο θανών, ο οποίος πραγματοποίησε οπισθοπορεία στο χείλος του γκρεμού, χωρίς να βεβαιωθεί ότι μπορεί να πράξει τούτο χωρίς κίνδυνο, δεν είχε τον πλήρη έλεγχο του μηχανήματος που χειριζόταν, γεγονός που ενισχύεται από το ότι τελούσε υπό την επίδραση ναρκωτικών ουσιών και αλκοόλ, ενώ επιπλέον δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας, η οποία θα τον συγκρατούσε εντός της καμπίνας του οχήματος και θα τον προστάτευε από τα κτυπήματα στο κεφάλι. Ειδικότερα, οι εργασίες που εκτελούσε ο θανών γίνονταν όλες με περιστροφική κίνηση του βραχίονα του μηχανήματος, που έφερε τον κουβά, χωρίς μετακίνηση του μηχανήματος, το οποίο, ως ερπυστριοφόρο όχημα, είχε την δυνατότητα να στηρίζεται στο έδαφος και να μην μετακινείται από το οδόστρωμα όπου ”πατούσε” παρά μόνο με την κίνηση του χειριστή του. Ο θανών όμως, για άγνωστους λόγους, αφού πρώτα έθεσε σε λειτουργία την όπισθεν ταχύτητα (βλ. την από 10-5-2007 προανακριτική ένορκη κατάθεση του Αρχιφύλακα του Α.Τ. … Ι. Φ., στην οποία αναφέρεται ότι το ηχητικό σήμα της όπισθεν ταχύτητας του μηχανήματος ήταν σε λειτουργία κατά την μετάβαση του αστυνομικού αυτού στο χώρο του συμβάντος λίγες ώρες μετά το ατύχημα), μετακίνησε στην συνέχεια το μηχάνημα προς τα πίσω, όπου υπάρχει αριστερή στροφή. Κατά την είσοδό του στη στροφή, το μηχάνημα πλησίασε αρκετά τη δεξιά πλευρά του δρόμου, την πλευρά δηλαδή του γκρεμού, με αποτέλεσμα να βρεθεί στο κενό το βάρος 5 τόνων αντίβαρό του, να μετατοπιστεί το κέντρο βάρους του, να απωλέσει ως εκ τούτου την στήριξή του και να κατακρημνιστεί. Επισημαίνεται ότι το συγκεκριμένο μηχάνημα φέρει στο πίσω μέρος του κάμερα προκειμένου να ελέγχει ο χειριστής του, μέσω οθόνης που υπάρχει στην καμπίνα, ολόκληρο τον όπισθεν του μηχανήματος χώρο. Η αμελής αυτή ενέργεια του θανόντος να κινήσει προς τα πίσω το μηχάνημα, όπως και η εξίσου αμελής συμπεριφορά του να αγνοήσει την ως άνω οθόνη που έδειχνε την κίνηση του μηχανήματος προς τον το γκρεμό ή έστω την άκρως επικίνδυνη προσέγγισή του στο γκρεμό, γιατί αλλιώς θα το είχε αντιληφθεί, είχε ως αποτέλεσμα την κατακρήμνιση του μηχανήματος που οδηγούσε στο γκρεμό και το θανάσιμο τραυματισμό του. Επιπλέον….. ο θανών κατά τον χρόνο του ατυχήματος τελούσε υπό την επίδραση ναρκωτικών ουσιών και οινοπνεύματος. Συγκεκριμένα κατά την τοξικολογική εξέταση που διενεργήθηκε βρέθηκαν στον οργανισμό του αιθανόλη σε ποσοστό 0,2gl, καθώς επίσης κανναβινόλη και THC, ήτοι τετραιδροκανναβινόλη, που είναι παράγωγο της ινδικής κάνναβης, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 1.558/23-5-2007 τοξικολογική έκθεση της Μονάδας Τοξικολογίας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Κρήτης, που συνέταξε η βιολόγος Μ. Χ.- Χ.. Η κατανάλωση από αυτόν οινοπνεύματος και η χρήση ναρκωτικών ουσιών πριν το ατύχημα επέδρασαν στην οδηγητική του ικανότητα και άρα στην πρόκληση του ατυχήματος, αφού του αποστερούσαν τον πλήρη έλεγχο του ως άνω μηχανήματος, στο βαθμό που η συνδυασμένη χρήση των ως άνω ουσιών είναι βέβαιο, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ότι επηρεάζει τόσο τις γνωστικές λειτουργίες και την δυνατότητα συγκέντρωσης όσο και την αντίληψη για τον κίνδυνο και στην προκειμένη περίπτωση διετάραξε τις γνωστικές και ψυχοκινητικές δεξιότητες του θανόντος, που ήσαν αναγκαίες για το χειρισμό του ως άνω μηχανήματος και την εκτέλεση των προαναφερομένων εργασιών και τον περιέφερε σε κατάσταση αδυναμίας να αντιληφθεί τον κίνδυνο που διέτρεχε. Πέραν όμως αυτών, αποδεικνύεται ότι ο θανών κατά τον χρόνο του ατυχήματος δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας, αφού το σώμα του βρέθηκε 50 περίπου μέτρα πιο μακριά από το μηχάνημα. Η παράλειψη χρήσης της ζώνης ασφαλείας συνδέεται αιτιωδώς με τον θανάσιμο τραυματισμό του, διότι η χρήση της ήταν ικανή να αποτρέψει ή έστω να περιορίσει τις σωματικές κακώσεις που υπέστη στο κεφάλι, αφού η ζώνη θα συγκρατούσε το σώμα του μέσα στην καμπίνα του μηχανήματος και δεν θα εκσφενδονιζόταν αυτό στα βράχια. Σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι η καμπίνα του μηχανήματος, παρά την κατακρήμνισή του και μάλιστα σε βάθος 200μ., υπέστη ελάχιστη παραμόρφωση λόγω της κατασκευής της από συμπαγές υλικό. Επομένως, με βάση τα παραπάνω περιστατικά, ο θανών δεν έδειξε κατά την εκτέλεση των ως άνω εργασιών και κατά το χειρισμό του ως άνω μηχανήματος, την επιμελή συμπεριφορά και προσοχή που θα έδειχνε ο μέσος συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος του ίδιου τομέα επαγγελματικής δραστηριότητας, αν βρισκόταν υπό τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες υπό τις οποίες βρέθηκε αυτός κατά τον χρόνου του ατυχήματος, αλλά αντίθετα προέβη από αμέλεια στον ως άνω εσφαλμένο χειρισμό του μηχανήματος που οδηγούσε, ευρισκόμενος μάλιστα υπό την επίδραση οινοπνεύματος και ναρκωτικών ουσιών, που αν μη τι άλλο, περιόριζαν την οδηγητική του ικανότητα και αντίληψη και μείωναν τα αντανακλαστικά του ενώπιον οποιουδήποτε κινδύνου, ούτε έκανε χρήση της ζώνης ασφαλείας, ως όφειλε, η συμπεριφορά του δε αυτή συνολικά τελεί σε άμεση αιτιώδη συνάφεια με το επισυμβάν ατύχημα και τον εξ’ αυτού επελθόντα θάνατο του. Συνυπαίτιοι όμως για την πρόκληση του ατυχήματος είναι και οι δύο πρώτοι εναγόμενοι, οι οποίοι με τις προαναφερθέντες ιδιότητές τους, ενώ είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να είναι παρόντες στον τόπο εκτέλεσης των εργασιών του έργου καθ’ όλη την διάρκεια αυτών και να κατευθύνουν τον θανόντα, δίνοντάς του οδηγίες ως προς τον ασφαλή χειρισμό του μηχανήματος και τις κινήσεις αυτού, παρά ταύτα άφησαν μόνο του τον τελευταίο με αποτέλεσμα να συμβεί το ατύχημα. Αν όμως αυτοί παρευρίσκονταν, θα καθοδηγούσαν με προσοχή κάθε κίνηση του θανόντος με το ως άνω μηχάνημα κατά την εκτέλεση των σχετικών εργασιών και μόλις έβλεπαν ότι αυτός πλησιάζει επικίνδυνα στο γκρεμό, θα τον προειδοποιούσαν και θα είχε αποφευχθεί το ατύχημα. Η ιδιαίτερη αυτή υποχρέωση του πρώτου και δεύτερου των εναγομένων απέρρεε κατ’ αρχήν από το από μηνός Νοεμβρίου του 2006 Πρόγραμμα Ποιότητας Έργου (Π.Π.Ε.) σύμφωνα με το οποίο η ανάδοχος του έργου πέμπτη εναγομένη δεσμεύτηκε ότι οι εργοταξιάρχες μηχανικοί έπρεπε να βρίσκονται στον τόπο εκτέλεσης των εργασιών του έργου (γι’ αυτό φέρουν και την ονομασία “επί τόπου του έργου μηχανικοί”), το ίδιο δε και οι δύο εργοδηγοί (βλ. σελ. 15: ” Εργοδηγοί: Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, υπό τις οδηγίες των επί τόπου του έργου Μηχανικών θα βρίσκονται δύο Εργοδηγοί. Ευθύνη κάθε Εργοδηγού είναι να συντονίζει τόσο το εργατοτεχνικό προσωπικό, όσο και τους χειριστές των μηχανημάτων…”). Παρακάτω δε, στα υποκεφ. 5.1 και 5.2 του κεφαλαίου 5 του Π.Π.Ε., αναφέρεται επίσης η αυτοπρόσωπη – φυσική παρουσία του εργοδηγού καθ’ όλη την διάρκεια των εκτελουμένων εργασιών στον τόπο εκτέλεσης αυτών, ο οποίος μάλιστα, θα έπρεπε να έχει στην διάθεσή του και φορητό φαρμακείο για την παροχή πρώτων βοηθειών, δεδομένου ότι, όπως ρητά αναγράφεται στο 5.1 υποκεφάλαιο του Π.Ε.Ε. ”..Παρ’ όλη τη λήψη όλων των απαιτούμενών μέτρων ασφαλείας είναι πιθανή η πρόκληση κάποιου ατυχήματος…”. Όπως δηλαδή, προκύπτει από τα ανωτέρω, είχαν υποχρέωση οι υπεύθυνοι του έργου να βρίσκονται στον τόπο εκτέλεσης των εργασιών (τουλάχιστον οι εργοδηγοί, οι εργοταξιάρχες μηχανικοί και ο επιβλέπων της διευθύνουσας υπηρεσίας μηχανικός), προκειμένου να προλαμβάνουν τη δημιουργία καταστάσεων και κινδύνων εις βάρος της σωματικής υγείας, ακεραιότητας και ζωής των εργαζομένων, δίνοντάς τους οδηγίες και βοηθώντας πρακτικά και άμεσα, κατά τους χειρισμούς των μηχανημάτων, για την εκτέλεση των εργασιών του έργου. Αυτοί, όμως είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρευρίσκονται στον τόπο των εργασιών και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 6 εδ. α’ και β’ του άρθρου 6 Ν. 1418/1984 και του άρθρου 111 Π.Δ/τος 1073/1981, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση της απόφασης. Πέραν αυτών οι προαναφερόμενοι εναγόμενοι είχαν υποχρέωση να παρευρίσκονται στο χώρο εκτέλεσης των εργασιών ή έστω να έχουν ορίσει ένα τρίτο να επιβλέψει τον θανόντα προκειμένου να τον κατευθύνει συνεχώς με οδηγίες και σήματα λόγω ακριβώς των συγκεκριμένων εργασιών που εκτελούσε ο τελευταίος, οι οποίες από την φύση τους ήσαν επικίνδυνες (εκσκαφή δίπλα σε γκρεμό βάθους 200 μέτρων με μεγάλο μηχάνημα, που κάλυπτε μεγάλο μέρος του δρόμου και με δυσκολία έκανε ελιγμούς λόγω των διαστάσεων του και του στενού οδοστρώματος). Επομένως οι δύο πρώτοι των εναγομένων δεν έδειξαν την επιμελή συμπεριφορά και προσοχή που θα έδειχνε ένας μέσος συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος του ίδιου τομέα επαγγελματικής δραστηριότητας, αν βρισκόταν υπό τις ίδιες συνθήκες υπό τις οποίες βρέθηκαν αυτοί κατά το χρόνο του ατυχήματος, αλλά αντίθετα προέβησαν στις ως άνω παραλείψεις κατά παράβαση των κανόνων και των υποχρεώσεών τους που προαναφέρθηκαν, αυτή δε η αμελής συμπεριφορά τους βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με το επίδικο ατύχημα και το επελθόν εξ αυτού αποτέλεσμα, τα οποία τελικά οφείλονται στην συγκλίνουσα υπαιτιότητα και των δύο πλευρών, τόσο δηλαδή του θανόντα όσο και των πρώτων και δευτέρου των εναγομένων, που ήσαν με τις ανωτέρω ιδιότητές τους και προστηθέντες τόσο της πέμπτης εναγομένης, που ήταν ανάδοχος του έργου, όσο και της τρίτης εναγομένης, που ήταν υπερεργολάβος εταιρεία για το συγκεκριμένο τμήμα του έργου. Αντίθετα δεν συνδέεται αιτιωδώς με το ατύχημα το γεγονός ότι ο θανών εστερείτο της απαιτούμενης άδειας χειριστή χωματουργικών μηχανημάτων, έτσι ώστε να θεμελιώνεται συντρέχον πταίσμα του πρώτου και δευτέρου των εναγομένων και λόγω της έλλειψης αυτής. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται, η πρόσληψη του θανόντος έγινε με σκοπό να εκπαιδεύσει τους λοιπούς χειριστές της τρίτης εναγομένης στο χειρισμό του ως άνω μηχανήματος έργου, το οποίο είχε αποκτήσει αυτή με αγορά από τον αντιπρόσωπο της εταιρείας … στα …. Ι. Μ., ο οποίος και είχε προτείνει στην τρίτη εναγομένη την πρόσληψη του ως άνω χειριστή, διότι αυτός είχε απασχοληθεί στην επιχείρησή του ως βοηθός συντηρητής και ως εκ τούτου γνώριζε τη λειτουργία και το χειρισμό του συγκεκριμένου μηχανήματος, αφού κατά την διάρκεια της συντήρησης δοκίμαζε το μηχάνημα τόσο από μηχανικής πλευράς όσο και ως προς τη λειτουργία του. Μάλιστα όπως προαναφέρθηκε, η πρόσληψη του θανόντος αναγγέλθηκε στις αρμόδιες υπηρεσίες με την ειδικότητα του βοηθού χειριστή και αυτό γιατί δεν είχε λάβει ακόμα την άδεια του χειριστή. Όπως, όμως, προκύπτει από τον προσκομιζόμενο επίσημο πίνακα του ΙΚΑ, στον οποίο φαίνονται οι ημέρες ασφάλισης του θανόντος, ο τελευταίος είχε πραγματοποιήσει 239 ημέρες ασφάλισης με την ειδικότητα του χειριστή χωματουργικών μηχανημάτων και μηχανημάτων έργου. Ο πρώτος ενάγων, εξάλλου, στην από 14-5-2007 ένορκη προανακριτική κατάθεσή του ενώπιον του αρχιφύλακα του Α.Τ. … Κ. Γ. αναφέρει ότι ο γιός του ”γνώριζε πολύ καλά από την λειτουργία του συγκεκριμένου μηχανήματος… δούλευε στην αντιπροσωπεία … που πουλάει και συντηρεί τέτοια μηχανήματα….”. Επομένως, ο θανών, μπορεί να μην είχε ακόμη τα τυπικά προσόντα, ουσιαστικά όμως είχε εμπειρία στο χειρισμό μηχανημάτων έργου και ειδικότερα του συγκεκριμένου που εχειρίζετο την ημέρα του ατυχήματος και γνώριζε πολύ καλά την λειτουργία του και συνεπώς η ανάθεση σ’ αυτόν από τους εναγομένους του χειρισμού του μηχανήματος, παρά το ότι εστερείτο της σχετικής άδειας δεν επέδρασε αιτιωδώς στην πρόκληση του ατυχήματος. Ούτε, εξάλλου, το γεγονός ότι δεν διεκόπη η κυκλοφορία των οχημάτων στο σημείο που ο θανών εκτελούσε εργασίες πριν το επίδικο συμβάν αποδεικνύεται ότι συνδέεται αιτιωδώς με αυτό. Η κυκλοφορία των οχημάτων δεν διακόπηκε, διότι ο συγκεκριμένος δρόμος είναι ο μοναδικός δρόμος που συνδέει την … με την … και για τούτο άλλωστε και δεν προβλέπετο η διακοπή της κυκλοφορίας από το σχέδιο ασφαλείας του έργου στο οποίο γίνεται λόγος μόνο για παράκαμψη της κυκλοφορίας. Άλλωστε, δεν αποδεικνύεται ότι ο θανών κινήθηκε προς τον γκρεμό προκειμένου να αφήσει ελεύθερο χώρο για να περάσει κάποιο όχημα, ώστε να θεωρηθεί ότι το ατύχημα έγινε επειδή δεν είχε διακοπεί η κυκλοφορία. Ούτε όμως ανάχωμα (επίχωμα στην τεχνική ορολογία) προβλέπετο να κατασκευαστεί από την πλευρά του γκρεμού, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο ημερολόγιο του έργου, στο οποίο ως εργασίες της συγκεκριμένης ημέρας αναγράφονται μόνο η διαπλάτυνση δρόμου και η απομάκρυνση προϊόντων εκσκαφής από τη διατομή ΤΙ4 έως τη διατομήΤΓ39. Η κατασκευή επιχώματος ούτε από τις προσκομιζόμενες κατά πλάτος τομές προκύπτει, ούτε και προβλεπόταν στο συγκεκριμένο σημείο, διότι ήταν τεχνικά δύσκολη, αφού λόγω της μεγάλης κλήσης του εδάφους προς τον γκρεμό, για να κατασκευαστεί επίχωμα θα έπρεπε να προηγηθούν εργασίες κατασκευής τοιχίου αντιστήριξης, το οποίο και πάλι θα ήταν δύσκολο να κατασκευαστεί, λόγω του μεγάλου βάθους του γκρεμού. Τα προϊόντα της εκσκαφής εναποτίθεντο στην απέναντι πλευρά, δηλ. στην πλευρά του γκρεμού, προκειμένου να πραγματοποιηθεί στην συνέχεια η αποκομιδή τους, ενώ αρκετά από αυτά κατακρημνίζονταν στο γκρεμό. Ο ως άνω θανών δεν είχε κατασκευάσει πρόχειρο ανάχωμα, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες. Αυτό που αναφέρεται ως “μπάζωμα” στην από 10-5-2007 έκθεση αυτοψίας, που συνέταξε ο Αρχιφύλακας του Α.Τ. … Κ. Γ., αποτελούσε στην πραγματικότητα σωρό από τα υλικά εκσκαφής που εναπόθετε ο θανών στην δεξιά πλευρά του δρόμου κατά την εκτέλεση του έργου. Εάν ο θανών είχε προβεί στην κατασκευή τέτοιου αναχώματος, αυτό θα αναφερόταν στην ως άνω τεχνική έκθεση, αφού δεν θα ήταν δυνατόν να διαφύγει της προσοχής των τεχνικών επιθεωρητών εργασίας, που διενήργησαν την έρευνα και συνέταξαν την έκθεση, θα δινόταν δε και κάποια εξήγηση, αν είχε πράγματι κατασκευαστεί ανάχωμα και υποχωρούσε, για τις συνθήκες υπό τις οποίες υποχώρησε και συνέβη το ατύχημα. Αντίθετα στην ως άνω έκθεση γίνεται αναφορά στο ότι στη δεξιά πλευρά του δρόμου και καθ’ όλο το μήκος του γινόταν μόνο απλή εναπόθεση των μπαζών. Υπό τα ανωτέρω περιστατικά το Δικαστήριο κρίνει ότι το ποσοστό συνυπαιτιότητας για την πρόκληση του ατυχήματος και του επελθόντος αποτελέσματος είναι 70% για τον ίδιο τον θανόντα και 30% για τον πρώτο και δεύτερο των εναγομένων, κατά την βάσιμη εν μέρει κατ’ ουσίαν ένσταση συνυπαιτιότητας του θανόντος, που πρότειναν παραδεκτά πρωτοδίκως ο πρώτος και ο δεύτερος των εναγομένων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού δέχθηκε τα ίδια, έκρινε στη συνέχεια συνυπαίτιους τον θανόντα και τον πρώτο και δεύτερο των εναγομένων κατά τα ίδια ως άνω ποσοστά αντίστοιχα, δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τον πρώτο λόγο και των δύο εφέσεων, που πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, καμία ευθύνη δεν μπορεί να αποδοθεί στην τετάρτη και στον έκτο των εναγομένων για το ένδικο ατύχημα, διότι αυτό έλαβε χώρα σε τμήμα του έργου που είχε ανατεθεί προς εκτέλεση αποκλειστικά στην τρίτη των εναγομένων, με δικά της μηχανήματα και προσωπικό, από την οποία και είχε προσληφθεί ο θανών, ενώ επιπλέον η τετάρτη και ο έκτος των εναγομένων δεν συνδέονται με οποιαδήποτε σχέση με τον θανόντα, αλλά ούτε και συνδέονταν με σχέση πρόστησης με τους δύο πρώτους των εναγομένων, ώστε να μπορεί να θεμελιωθεί αδικοπρακτική ευθύνη εις βάρος τους. Επομένως η αγωγή είναι απορριπτέα κατ’ ουσίαν ως προς αυτούς, όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, απορριπτομένου ως αβασίμου του δευτέρου λόγου της υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 71/2014 έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες υποστηρίζουν τα αντίθετα. Εξάλλου ο θανών ήταν ηλικίας 27 ετών κατά τον χρόνο του θανάτου του και συνδεόταν με αισθήματα αγάπης και στοργής με τους ενάγοντες (γονείς, αδελφή και γιαγιάδες), οι οποίοι υπέστησαν μεγάλο ψυχικό πόνο από τον αδόκητο και υπό τις προαναφερόμενες τραγικές συνθήκες αιφνίδιο θάνατό του. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις προαναφερόμενες συνθήκες του ατυχήματος, το βαθμό του πταίσματος του πρώτου και του δεύτερου των εναγομένων, αλλά και το βαθμό συνυπαιτιότητας του θανόντος, το βαθμό συγγένειας των εναγόντων με τον θανόντα και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων – ο πρώτος ενάγων είναι δημοτικός υπάλληλος, η δεύτερη νοικοκυρά, η τέταρτη και η πέμπτη συνταξιούχοι του ΟΓΑ και του ΙΚΑ αντίστοιχα και χήρες, ενώ ο πρώτος εναγόμενος είναι εργολάβος μηχανικός και η τρίτη και η πέμπτη είναι από τις μεγαλύτερες κατασκευαστικές εταιρείες της περιοχής των …., χωρίς να παραβλέπονται οι συνέπειες που έχουν υποστεί από την οικονομική κρίση των τελευταίων ετών – κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί σε καθέναν από τους πρώτο και δεύτερη των εναγόντων το ποσό των 40.000 ευρώ, στην τρίτη το ποσό των 32.000 ευρώ, ενώ σε κάθε μία από τις τετάρτη και πέμπτη των εναγόντων το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση των ψυχικής οδύνης που υπέστησαν, τα οποία (ποσά) κρίνονται εύλογα και δίκαια, (άρθρο 932 ΑΚ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο με τα ίδια ως άνω περιστατικά επιδίκασε στους ενάγοντες τα ίδια ποσά αντίστοιχα για την αιτία αυτή, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, γι’ αυτό ο τρίτος λόγος της υπ’ αριθ. 71/2014 έφεσης και ο δεύτερος λόγος της υπ’ αριθ. 31/2015 έφεσης, με τους οποίους οι εκκαλούντες ισχυρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι……” Με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες από το άρθρο 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι με εσφαλμένη ερμηνεία παραβίασε τις διατάξεις του άρθρων 297, 298, 300, 330, 914 ΑΚ, 6 παρ.6 εδ α και β του Ν. 1418/1984 και 111 του ΠΔ 1073/1971 και ότι η προσβαλλόμενη δεν έχει επαρκή αιτιολογία ως προς την ευθύνη του θανόντος Χ.- Δ. Χ. σην επέλευση του ατυχήματος. Με τις άνω παραδοχές, το Εφετείο ορθά έκρινε ότι κατά κύριο λόγο συνυπαίτιος στην επέλευση του ατυχήματος ήταν ο ίδιος ο θανών, εφόσον α) ο θανών πραγματοποίησε οπισθοπορεία στο χείλος του γκρεμού χωρίς να βεβαιωθεί ότι μπορεί να πράξει τούτο χωρίς κίνδυνο, αγνοώντας την οθόνη του οχήματος που έδειχνε την επικίνδυνη κίνηση αυτού προς τον γκρεμό β) δεν είχε τον πλήρη έλεγχο του μηχανήματος που χειριζόταν γεγονός το οποίο οφείλεται στο ότι τελούσε υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών και αλκοόλ, που επέδρασαν στην οδηγητική του ικανότητα και γ) δεν φορούσε ζώνη ασφαλείας, η χρήση της οποίας ήταν ικανή να αποτρέψει ή έστω να περιορίσει τις σωματικές κακώσεις που υπέστη στο κεφάλι. Με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που το Εφετείο κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δέχθηκε ως αποδειχθέντα δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία τις διατάξεις του άρθρων 297, 298, 300, 330, 914 ΑΚ, 6 παρ.6 εδ α και β του Ν. 1418/1984 και 111 του ΠΔ 1073/1971, κατέληξε δε ακολούθως στο αποδεικτικό του πόρισμα διαλαμβάνοντας στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την αιτιωδη συνάφεια μεταξύ των πράξεων και των παραλείψεών του θανόντος και συνακόλουθα τη μείζονα συνυπαιτιότητα αυτού. Επομένως, ο από το άρθρο 559 αρ. 1α 19 ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες από το άρθρο 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι με εσφαλμένη ερμηνεία παραβίασε τις διατάξεις του άρθρων 297, 298, 300, 330, 914 ΑΚ, 6 παρ.6 εδ α και β του Ν. 1418/1984 και 111 του ΠΔ 1073/1971 και ότι η προσβαλλόμενη δεν έχει επαρκή αιτιολογία ως προς την υπαιτιότητα των υποχρέων εναγομένων, την παράνομη συμπεριφορά αυτών και την ύπαρξη συνάφειας μεταξύ της ζημιογόνου πράξεως και του επελθόντος θανάτου του Χ. Με τις άνω παραδοχές, το Εφετείο ορθά έκρινε ότι συνυπαίτιοι κατά δεύτερο λόγο στην επέλευση του ατυχήματος ήταν οι ως άνω πρώτος και δεύτερος εναγόμενοι Ε. Δ. και Β. Δ., οι οποίοι, ενώ είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να είναι παρόντες στον τόπο εκτέλεσης των εργασιών του έργου καθ’ όλη την διάρκεια αυτών και να κατευθύνουν τον θανόντα, δίνοντας του οδηγίες ως προς τον ασφαλή χειρισμό του μηχανήματος και τις κινήσεις αυτού, παρά ταύτα άφησαν μόνο του τον τελευταίο με αποτέλεσμα να συμβεί το ατύχημα. Επίσης, το Εφετείο ορθά έκρινε ότι η έλλειψη αδείας χειριστή του μηχανήματος εκ μέρους του θανόντος και η παράλειψη διακοπής άλλως παράκαμψης της κυκλοφορίας στον τόπο του ατυχήματος δεν επέδρασαν στην προκειμένη περίπτωση στην πρόκληση του ατυχήματος, δεδομένου ότι α) ο θανών είχε εμπειρία στο χειρισμό μηχανημάτων έργου και ειδικότερα του αυτού που χειριζόταν την ημέρα του ατυχήματος και γνώριζε πολύ καλά την λειτουργία του και β) η κυκλοφορία των οχημάτων δεν διακόπηκε, διότι ο συγκεκριμένος δρόμος είναι ο μοναδικός δρόμος που συνδέει την … με την … και για τούτο άλλωστε και δεν προβλεπόταν η διακοπή της κυκλοφορίας από το σχέδιο ασφαλείας του έργου στο οποίο γίνεται λόγος μόνο για παράκαμψη της κυκλοφορίας και δεν αποδείχθηκε ότι ο θανών κινήθηκε προς τον γκρεμό προκειμένου να αφήσει ελεύθερο χώρο για να περάσει κάποιο όχημα, ώστε να θεωρηθεί ότι το ατύχημα έγινε επειδή δεν είχε διακοπεί η κυκλοφορία. Με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που το Εφετείο κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δέχθηκε ως αποδειχθέντα δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία τις διατάξεις του άρθρων άρθρων 297, 298, 300, 330, 914 ΑΚ, 6 παρ.6 εδ α και β του Ν. 1418/1984 και 111 του ΠΔ 1073/1971, καταλήγοντας ακολούθως στο αποδεικτικό του πόρισμα διαλαμβάνοντας στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την αιτιωδη συναφεια μεταξύ των πράξεων και των παραλείψεών του θανόντος και συνακολουθα τη μείζονα συνυπαιτιότητα αυτού, αλλά και των παραλείψεων των 1ου και 2ου των εναγομένων και ήδη 1ου και 2ου των αναιρεσιβλήτων και την αιτιώδη – συνάφεια αυτών στην πρόκληση του ατυχήματος και συνακόλουθα την συνυπαιτιότητα τους κατά ποσοστό 30%. Επομένως, ο από το άρθρο 559 αρ. 1β 19 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες από το άρθρο 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι με εσφαλμένη ερμηνεία παραβίασε τις διατάξεις του άρθρων 932 ΑΚ, 25 παρ. 1 του Συντάγματος ως προς την αρχή της αναλογικότητας και ότι η προσβαλλόμενη δεν έχει επαρκή αιτιολογία ως προς το ύψος των χρηματικών ποσών, που επιδικάσθηκαν ως χρηματική ικανοποίηση σε καθένα των εναγόντων.
Με ως άνω τις κρίσεις και τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο, αφού λήφθηκαν υπόψη οι συνθήκες του ατυχήματος, ο βαθμός του πταίσματος και δη η συνυπαιτιότητα 30% των πρώτου και δευτέρου εναγομένου για τον θάνατό του, η ηλικία του (27 ετών), το γεγονός ότι συνδεόταν με αισθήματα αγάπης και στοργής με τους ενάγοντες (γονείς, αδελφή και γιαγιάδες), οι οποίοι υπέστησαν μεγάλο ψυχικό πόνο από τον αδόκητο και υπό τις προαναφερόμενες τραγικές συνθήκες αιφνίδιο θάνατό του, σε συνδυασμό και με την κοινωνική θέση και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων, καθορίζοντας τη χρηματική ικανοποίηση του αναιρεσιβλήτων στο ποσό των 132.000 ευρώ (και ειδικότερα 40.000 για καθένα από τους πρώτο και δεύτερη των εναγόντων, 32.000 για τη τρίτη και 10.000 ευρώ για εκαστη των τετάρτης και πέμπτης των εναγοντων) , δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, και δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, αφού το εν λόγω ποσό, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, δεν υπολείπεται και μάλιστα καταφανώς του συνήθως επιδικαζόμενου σε παρόμοιες περιπτώσεις. Ενόψει όλων αυτών, ο τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση από τους αριθμ 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου και της αρχής της αναλογικότητας, είναι αβάσιμος.
Ενόψει όλων αυτών, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, που ηττήθηκαν, στα δικαστικά έξοδα των παραστάντων πρώτου, δευτέρου και τρίτου των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
Από τις διατάξεις του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο ασκών το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατ` αποφάσεως Εφετείου υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού 450 ευρώ και ότι εν περιπτώσει ολικής ή μερικής νίκης του αναιρεσείοντος ο Άρειος Πάγος με την απόφασή του διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα, η υποχρέωση όμως καταθέσεως παραβόλου δεν ισχύει επί υποθέσεων εργατικών διαφορών, οπότε, εάν παρά την έλλειψη σχετικής υποχρεώσεως κατατεθεί παράβολο, ο Άρειος Πάγος, βάσει των εν λόγω διατάξεων αναλόγως εφαρμοζομένων, διατάσσει την επιστροφή τούτου στον καταθέσαντα ασχέτως της ευδοκιμήσεως ή μη της αιτήσεως αναιρέσεως (ΑΠ 117/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την έκθεση καταθέσεως του δικογράφου της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες έχουν καταθέσει το αναφερόμενο σ’ αυτή παράβολο, χωρίς όμως να υπέχουν σχετική υποχρέωση, αφού η αναίρεση αφορά εργατική διαφορά. (ΑΠ 117/2019).
Συνεπώς, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του εν λόγω παραβόλου στους καταθέσαντες τούτο αναιρεσείοντες.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην των 4ης, 5ης και 6ου των αναιρεσιβλήτων.
Απορρίπτει την από 29.01.2018 αίτηση για αναίρεση της 27/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Κρήτης.
Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στους καταθέσαντες τούτο αναιρεσείοντες
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των πρώτου, δευτέρου και τρίτης των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιουλίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Σεπτεμβρίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ