ΑΠΟΦΑΣΗ
Şamat κατά Τουρκίας της 21.01.2020 (αριθ.προσφ. 29115/07)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δεσμευτικότητα δεδικασμένου και ασφάλεια δικαίου.
Οι προσφεύγοντες, ήδη αποβιώσαντες, τα έτη 1989 και 1994 αγόρασαν εκτάσεις πλησίον δασικής περιοχής στην Κωνσταντινούπολη, η οποία ήδη με απόφαση του 1979 είχε κριθεί ως μη δασικές. Κατόπιν νεότερης έκθεσης της κτηματολογικής υπηρεσίας της περιοχής, το δημόσιο προσέφυγε εκ νέου στα Δικαστήρια, τα οποία αποφάνθηκαν υπέρ του χαρακτηρισμού των ίδιων εκτάσεων ως δασικών, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό των προσφευγόντων περί δεδικασμένου με την αιτιολογία ότι είχαν χάσει τη δεκαετή προθεσμία για να αμφισβητήσουν τα συμπεράσματα της κτηματολογικής αξιολόγησης του 1985.
Το Στρασβούργο επισημαίνει ότι για να παραβιαστεί η αρχή του δεδικασμένου που εξασφαλίζει την ασφάλεια δικαίου, πρέπει να συντρέχουν σοβαροί λόγοι όπως η απόφαση να έχει προσβληθεί από θεμελιώδες ελάττωμα, ιδίως σφάλμα διεθνούς δικαιοδοσίας, σοβαρές παραβιάσεις δικαστικών διαδικασιών ή κατάχρηση εξουσίας.
Στην υπό κρίση περίπτωση το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η ακύρωση μίας αμετάκλητης απόφασης του έτους 1979 που έκρινε μία έκταση ως μη δασική, δεν δικαιολογούνταν από ύπαρξη πιεστικής κοινωνικής ανάγκης και ως εκ τούτου έκρινε ομόφωνα ότι η παραβίαση δεδικασμένου είναι αντίθετη με την ασφάλεια δικαίου, που συνιστά ειδικότερη έκφανση της δίκαιης δίκης. Παραβίαση του άρθρου 6§1 της Σύμβασης.
Η προσφυγή όσον αφορά την χρηματική ικανοποίηση λόγω της στέρησης της ιδιοκτησίας των προσφευγόντων κρίθηκε απαράδεκτη λόγω μη εξάντλησης των εγχώριων ένδικων μέσων καθόσον οι διαδικασίες βρίσκονται ακόμα εν επιδικία.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§1
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες, Niyazi Şamat, , και Nuri Şamat, τώρα αποθανόντες, ήταν Τούρκοι υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν το 1943 και 1946, αντίστοιχα, και ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη.
Μεταξύ 1982 και 1994, οι προσφεύγοντες αγόρασαν τμήματα από οικόπεδο στο Kemerburgaz της Κωνσταντινούπολης.
Η έκταση είχε προηγουμένως αποτελέσει αντικείμενο διαδικασιών κατά του δικαιοπαρόχου των προσφευγόντων από το δασαρχείο της περιοχής και το δημόσιο ταμείο για την ακύρωση του τίτλου ιδιοκτησίας, επειδή η έκταση βρίσκονταν εντός της δασικής περιοχής του Belgard, η οποία είχε χαρακτηριστεί ως προστατευόμενη περιοχή. Το Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς των δημοσίων φορέων, διαπιστώνοντας ότι το οικόπεδο βρίσκονταν έξω από τα όρια του δάσους. Η απόφαση κατέστη αμετάκλητη το 1979.
Εντούτοις, το 2003, το δασαρχείο της περιοχής προσέφυγε κατά των προσφευγόντων για ακύρωση του τίτλου ιδιοκτησίας τους επιδιώκοντας η έκταση της γης να καταχωρηθεί στο όνομα του Δημοσίου, βάσει έκθεσης του κτηματολογίου η οποία καταρτίστηκε το 1985 και διαπίστωσε ότι η έκταση ήταν δασική.
Τα δικαστήρια τελικά, το 2007, αποφάνθηκαν υπέρ του χαρακτηρισμού ως δασικής έκτασης επειδή οι προσφεύγοντες είχαν χάσει τη δεκαετή προθεσμία για να αμφισβητήσουν τα συμπεράσματα της κτηματολογικής αξιολόγησης του 1985. Οι τελευταίοι απέρριψαν τον ισχυρισμό των προσφευγόντων ότι το καθεστώς της γης είχε προσδιοριστεί αμετάκλητα με δικαστική απόφαση του 1979, η οποία έχει ισχύ δεδικασμένου.
Βασιζόμενοι στο άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ιδίως ότι η διαδικασία που κινήθηκε εναντίον τους παραβίαζε την αρχή της ασφάλειας δικαίου.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Όπως έχει αναφέρει το Δικαστήριο σε προηγούμενες υποθέσεις, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη βάσει του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης, που ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των αρχών του κράτους δικαίου και της ασφάλειας δικαίου, περιλαμβάνει την απαίτηση ότι, όταν τα δικαστήρια έχουν αποφανθεί αμετάκλητα για ένα θέμα, δεν πρέπει να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι αποφάσεις τους.
Η αρχή αυτή δεν επιτρέπει στο διάδικο να ζητήσει απλά και μόνο την επανεκδίκαση της υπόθεσης και την έκδοση νέας απόφασης επί της ίδιας υπόθεσης. Η απλή δυνατότητα ύπαρξης δύο απόψεων επί του θέματος δεν αποτελεί λόγο επανεξέτασης. Οι αποκλίσεις από την αρχή αυτή δικαιολογούνται μόνον όταν αυτό απαιτείται από περιστάσεις σημαντικού και επιτακτικού χαρακτήρα.
Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι το ζήτημα του κατά πόσον το εν λόγω οικόπεδο ευρίσκετο εντός των ορίων του δάσους του Belgrand, σύμφωνα με τη διαδικασία οριοθέτησης των ορίων του 1939, εξετάστηκε επί της ουσίας στην κατ’ αντιμωλία διαδικασία ενώπιον του Eyüp Land Registry Court, η οποία είχε επιλύσει αμετάκλητα το ζήτημα με την απόφαση της 13ης Μαρτίου 1979.
Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αρχικά αν η απόφαση του 1979 μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ισχύ δεδικασμένου όσον αφορά τη μεταγενέστερη διαδικασία ενώπιον του Eyüp Civil Court. Αν ναι, πρέπει να εξακριβωθεί αν η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τον περιορισμό της ισχύος του δεδικασμένου έναντι των συγκεκριμένων περιόδων συμβιβάζεται με τις εγγυήσεις του άρθρου 6 της Σύμβασης, ιδίως με τις αρχές του κράτους δικαίου και ασφάλεια δικαίου που είναι σύμφυτη με τη διάταξη αυτή. Κατά τον καθορισμό του ζητήματος αυτού, το Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη του αν η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προκειμένη περίπτωση χρησιμοποιήθηκε για τη διόρθωση θεμελιωδών ελαττωμάτων ή αποκατάστασης της δικαιοσύνης.
Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν φαίνεται να υπάρχει διαφωνία μεταξύ των διαδίκων ότι τα εθνικά δικαστήρια εξέτασαν το ίδιο θέμα στις δύο υπό εξέταση διαφορές, ήτοι αν το εν λόγω οικόπεδο παρέμεινε εντός ή έξω από τα όρια του Δάσους του Brlgrand υπό το φως της σήμανσης των δασικών ορίων, τεθέντων το 1939.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ίδια διαφορά που είχε δικαστεί αμετάκλητα από το Eyüp Land Registry Court με την απόφαση του 1979 επανελήφθη κατά τη διαδικασία που άσκησε το δασαρχείο και το Treasury κατά των προσφευγόντων στο ίδιο Δικαστήριο. Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, προκύπτει ότι η απόφαση του 1979 είχε δεδικασμένο σε σχέση με το αντικείμενο της δίκης ενώπιον του Eyüp Civil Court.
Όσον αφορά το επόμενο ερώτημα, δηλαδή αν η προσέγγιση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου για τον περιορισμό της ισχύος του δεδικασμένου έναντι των συγκεκριμένων περιόδων, συμβιβάζεται με τις εγγυήσεις του άρθρου 6 της Σύμβασης, ιδίως με τις αρχές του κράτους δικαίου και την ασφάλεια δικαίου που είναι σύμφυτη με τη διάταξη αυτή, το Δικαστήριο διατυπώνει τις ακόλουθες παρατηρήσεις. Είναι αρκετά σαφές ότι, εν προκειμένω, σε αντίθεση με τον Brumărescu, η τελική απόφαση του 1979 δεν ακυρώθηκε. Απορρίφθηκε χωρίς νομικό αποτέλεσμα, διότι οι ενάγοντες δεν είχαν τη δυνατότητα να υπερασπιστούν το δεδικασμένο λόγω του γεγονότος ότι είχαν χάσει τη δεκαετή προθεσμία για να αμφισβητήσουν τα συμπεράσματα της κτηματολογικής επιτροπής που είχαν ανακοινωθεί στις 15 Ιούνιου 1988.
Ακόμη σημαντικότερο είναι ότι το Δικαστήριο δεν θεωρεί ότι μια κατάσταση όπως αυτή της παρούσας υπόθεσης, στην οποία τα αποτελέσματα μίας αμετάκλητης απόφασης που έχουν ισχύ δεδικασμένου δεν επιτρέπεται να παραμείνουν σε ισχύ για συγκεκριμένη περίοδο, τα οποία μάλιστα αποτελέσματα ανατρέπονται από διοικητική πράξη, όπως αυτή του Κτηματολογίου, είναι διαφορετική από την κατάσταση που επικρατούσε σε προηγούμενες περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 της Σύμβασης επειδή οι αμετάκλητες αποφάσεις ήταν δυνατόν να αμφισβητήσουν επ΄ αόριστον και εναπόκειτο στην διακριτική ευχέρεια των κρατικών αρχών.
Και οι δύο καταστάσεις παραβιάζουν την αρχή του δεδικασμένου των αποφάσεων και τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ατόμου σε προστασία από επανειλημμένες κρίσεις επί του ίδιου θέματος. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα εγχώρια δικαστήρια επανεξέτασαν το ίδιο ζήτημα στο πλαίσιο της μεταγενέστερης διαδικασίας, δηλαδή αν το εν λόγω ακίνητο μπορούσε να χαρακτηριστεί ως δασικό από το γεγονός ότι ενέπιπτε στα όρια του Δάσους του Belgrand. Έτσι, παρείχαν στο δασαρχείο και στο Υπουργείο Οικονομικών μια «δεύτερη ευκαιρία» να επιλύσουν το θέμα, το οποίο είχε ήδη κριθεί αμετάκλητα σε προγενέστερη διαδικασία.
Αυτό που απομένει να καθοριστεί είναι αν, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, διαταράχθηκε η αρχή της ασφάλειας δικαίου προκειμένου να διορθωθεί ένα «θεμελιώδες ελάττωμα» ή «αποκατάσταση της δικαιοσύνης».
Η κυβέρνηση ισχυρίστηκε συναφώς ότι η δεκαετής προθεσμία παραγραφής αποτελεί αναλογικό περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο και ο τρόπος εφαρμογής της στις κτηματολογικές διαφορές επιδιώκει το στόχο της ασφάλειας δικαίου και της σταθερότητας όσον αφορά τις δασικές εκτάσεις.
Το Δικαστήριο επισημαίνει, ωστόσο, ότι οι διαπιστώσεις του Eyüp Land Registry Court δεν ελήφθησαν υπόψη κατά τη μεταγενέστερη διαδικασία βάσει απλώς διαφορετικής και λανθασμένης εφαρμογής της έκθεσης της κτηματολογικής επιτροπής του 1985 που προσδιόριζε τα όρια των δασών που καθιερώθηκαν το 1939. Αυτή η αιτιολογία δεν συνιστά θεμελιώδες ελάττωμα κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την απομάκρυνση από την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Επίσης, το Δικαστήριο δεν θεωρεί ότι η διαδικασία ενώπιον του Eyüp Land Registry Court είχε προσβληθεί από θεμελιώδες ελάττωμα, όπως είναι, ιδίως, σφάλμα διεθνούς δικαιοδοσίας, σοβαρές παραβιάσεις δικαστικών διαδικασιών ή κατάχρηση εξουσίας. Επομένως, δεν υπήρξε πιεστική κοινωνική ανάγκη για την παραβίαση της εν λόγω απόφασης.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, παραβιάζοντας την ισχύ του δεδικασμένου της απόφασης που εκδόθηκε του 1979, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε αντίθετα προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου, παρά την έλλειψη αιτιολογημένων λόγων που αναγνωρίζονται από τη νομολογία του Δικαστηρίου ως απόκλιση από την αρχή αυτή.
Κατά συνέπεια, συντρέχει παραβίαση της αρχής του δεδικασμένου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης.
Όσον αφορά την καταβολή της τρέχουσας αξίας του περιουσιακού στοιχείου ως αποζημίωση για υλική ζημία, το Δικαστήριο σημειώνει ότι κατά την παρούσα προσφυγή η καταγγελία των προσφευγουσών βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου κηρύχθηκε απαράδεκτη λόγω μη εξάντλησης των εθνικών ενδίκων μέσων υπό το πρίσμα του νέου μέσου ένδικης προστασίας που είχε διαπιστωθεί από το Δικαστήριο ότι ήταν αποτελεσματικό σε παρόμοιες περιπτώσεις. Η αποτελεσματικότητα αυτού του διορθωτικού μέτρου δεν αμφισβητήθηκε από τους προσφεύγοντες. Επιπλέον, σημειώνει ότι οι προσφεύγοντες άσκησαν διαδικασίες για αποζημίωση και οι διαδικασίες αυτές βρίσκονται σε εξέλιξη.
Παραβίαση του άρθρου 6 § 1 όσον αφορά την αρχή της ασφάλειας δικαίου στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Πολιτικού Δικαστηρίου Eyüp.
Δίκαιη ικανοποίηση: 6.000 ευρώ στους προσφεύγοντες από κοινού για ηθική βλάβη.