Δικαστήριο ΕΕ: Στερείται το ίδιο τέτοιας δικαιοδοσίας – Τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, δυνάμει του δικαίου ΕΕ, πρέπει να επιδιώξουν την επίλυση της διαφοράς σύμφωνα με τους όρους του διεθνούς δικαίου
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με την εκδοθείσα στις 31-01-2020 απόφασή του επί της υπόθεσης Σλοβενία κατά Κροατίας (C-457/18), η οποία αφορά την σπάνια περίπτωση ασκηθείσας προσφυγής από ένα κράτος μέλος σε βάρος άλλου κράτους μέλους δυνάμει του άρθρου 259 ΣΛΕΕ1, το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαπίστωσε ότι δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει τη συνοριακή διαφορά μεταξύ της Σλοβενίας και της Κροατίας και αποφάνθηκε ότι τα συγκεκριμένα δύο κράτη μέλη οφείλουν, στα πλαίσια του δικαίου της ΕΕ, να επιδιώξουν με ειλικρινή διάθεση την εξεύρεση μίας οριστικής νομικής λύσης στη μεταξύ τους διαφορά σύμφωνα με τις επιταγές του διεθνούς δικαίου.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την ασκηθείσα από τη Σλοβενία, δυνάμει του άρθρου 259 ΣΛΕΕ, προσφυγή με αίτημα την κήρυξη παραβάσεως σε βάρος της Κροατίας των υποχρεώσεων που υπέχει από το δίκαιο της ΕΕ, λόγω της μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που υπέχει το τελευταίο κράτος μέλος από μία συμφωνία διαιτησίας που έχει συναφθεί με τη Σλοβενία και η οποία είχε ως στόχο την επίλυση της συνοριακής διαφοράς μεταξύ των δύο αυτών κρατών, καθώς και με την απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου η οποία καθόρισε τα θαλάσσια και χερσαία σύνορα μεταξύ των δύο κρατών.
Εντούτοις, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η έλλειψη δικαιοδοσίας δεν έχει καμία συνέπεια για οποιαδήποτε υποχρέωση που απορρέει – για καθένα από τα δύο κράτη μέλη, τόσο αναφορικά με τις μεταξύ τους σχέσεις όσο και αναφορικά με τις σχέσεις τους με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα υπόλοιπα κράτη μέλη – από το άρθρο 4 παράγραφος 3 ΣΕΕ να επιδιώξουν με ειλικρινή διάθεση την οριστική νομική επίλυση της διαφοράς σύμφωνα με τις επιταγές του διεθνούς δικαίου, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική και απρόσκοπτη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στους σχετικούς τομείς. Προκειμένου να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, τα εν λόγω κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιήσουν διάφορα μέσα για την επίλυση της διαφοράς τους, συμπεριλαμβανομένης, αναλόγως των περιστάσεων, της υποβολής της διαφοράς αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου βάσει ειδικού συνυποσχετικού κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 273 ΣΛΕΕ.
Ιστορικό της υπόθεσης
Προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα του καθορισμού των κοινών συνόρων τους έπειτα από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας καθενός εξ αυτών από την Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, η Κροατία και η Σλοβενία σύνηψαν διαιτητική συμφωνία τον Νοέμβριο 2009. Βάσει αυτής της συμφωνίας, η οποία τέθηκε σε ισχύ ένα χρόνο αργότερα, τα δύο κράτη δεσμεύτηκαν να υποβάλλουν τη διαφορά τους ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου το οποίο συστάθηκε με την εν λόγω συμφωνία και του οποίου η απόφαση θα είχε δεσμευτική ισχύ.
Κατόπιν ενός διαδικαστικού ζητήματος το οποίο ανέκυψε ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου, λόγω ανεπίσημης επικοινωνίας που έλαβε χώρα μεταξύ του διαιτητή που διόρισε η Σλοβενία και του δικαστικού πληρεξουσίου του Κράτους αυτού κατά την διάσκεψη των μελών του δικαστηρίου για την έκδοση αποφάσεως, η Κροατία υποστήριξε ότι υπονομεύθηκε η ικανότητα του δικαστηρίου να αποφανθεί ανεξάρτητα και αμερόληπτα. Έτσι, ενημέρωσε την Σλοβενία, τον Ιούλιο 2015, πως της καταλόγιζε ευθύνη για ουσιαστικές παραβιάσεις της διαιτητικής συμφωνίας. Κατά συνέπεια, επικαλούμενη τις διατάξεις της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, αποφάσισε να προβεί αμέσως σε καταγγελία της διαιτητικής συμφωνίας. Το διαιτητικό δικαστήριο, εντούτοις, αποφάσισε να προχωρήσει η διαδικασία της διαιτησίας και κατέληξε σε απόφαση τον Ιούνιο 2017, με την οποία καθόριζε τα θαλάσσια και χερσαία σύνορα μεταξύ των δύο συγκεκριμένων κρατών. Η Κροατία αρνήθηκε να εκτελέσει τη διαιτητική απόφαση.
Τον Ιούλιο 2018, η Σλοβενία άσκησε προσφυγή λόγω παραβάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου. Υποστήριξε, καταρχάς, ότι η Κροατία, μη συμμορφούμενη προς τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη διαιτητική συμφωνία και τη διαιτητική απόφαση, ιδίως με τη μη τήρηση των συνόρων όπως καθορίστηκαν με την απόφαση, παρέβη ορισμένες υποχρεώσεις της που απορρέουν από το πρωταρχικό δίκαιο, ήτοι το άρθρο 2 ΣΕΕ και το άρθρο 4 παράγραφος 3 ΣΕΕ. Πρόσθετα, υποστήριξε ότι η Κροατία είχε ως εκ τούτου παραβιάσει ακόμα ορισμένες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, ήτοι το άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 1380/2013 [σχετικά με την Κοινή Αλιευτική Πολιτική, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1954/2003 και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 του Συμβουλίου και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 και (ΕΚ) αριθ. 639/2004 του Συμβουλίου και της απόφασης 2004/585/ΕΚ του Συμβουλίου], το σύστημα ελέγχου, επιθεώρησης και εφαρμογής αναφορικά με τους κανόνες που θεσπίζει ο κανονισμός (ΕΕ) 1224/2009 του Συμβουλίου [περί θεσπίσεως κοινοτικού συστήματος ελέγχου της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής] και ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 404/2011 της Επιτροπής [για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 περί της θέσπισης κοινοτικού συστήματος ελέγχου για την εξασφάλιση της τήρησης των κανόνων της κοινής αλιευτικής πολιτικής], τα άρθρα 4 και 17, σε συνδυασμό με το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 [περί κώδικα της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν)], καθώς και το άρθρο 2 παράγραφος 4 και το άρθρο 11 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/89/ΕΕ [περί θεσπίσεως πλαισίου για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό].
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Αναφορικά με την προταθείσα από την Κροατία ένσταση απαραδέκτου, το Δικαστήριο επισήμανε ότι στερείται δικαιοδοσίας για να αποφανθεί σε ζητήματα ερμηνείας μίας διεθνούς συμφωνίας που έχει συναφθεί μεταξύ κρατών μελών και της οποίας το αντικείμενο δεν εμπίπτει στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της Ένωσης καθώς και των υποχρεώσεων που απορρέουν εξ αυτών. Το Δικαστήριο έτσι εξήγαγε εξ αυτού ότι στερείται δικαιοδοσίας για να εκδικάσει μία προσφυγή λόγω παραβάσεως, η οποία έχει ασκηθεί δυνάμει είτε του άρθρου 258 ΣΛΕΕ είτε του άρθρου 259 ΣΛΕΕ, εφόσον η επικαλούμενη με την προσφυγή παράβαση των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου χρησιμοποιείται επικουρικά προς επίρρωση της επικαλούμενης αθέτησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από μία τέτοια συμφωνία.
Το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι επικαλούμενες από τη Σλοβενία παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου είτε αποτελούσαν συνέπεια της επικαλούμενης αθέτησης από την πλευρά της Κροατίας των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη διεθνή συμφωνία καθώς και τη διαιτητική απόφαση οποία ελήφθη σύμφωνα με τα οριζόμενα σε αυτή τη συμφωνία, είτε βασίζονταν στην υπόθεση ότι τα θαλάσσια και χερσαία σύνορα μεταξύ των δύο αυτών κρατών μελών καθορίστηκαν από την εν λόγω διαιτητική απόφαση.
Σημειώνοντας ότι, στην υπόθεση εν προκειμένω, η διαιτητική απόφαση λήφθηκε από ένα διεθνές δικαστήριο το οποίο συστάθηκε δυνάμει μίας διμερούς διαιτητικής συμφωνίας η οποία διέπεται από τις επιταγές του διεθνούς δικαίου, το αντικείμενο της οποίας δεν εμπίπτει στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της Ένωσης και στην όποια η Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ούτε η διαιτητική συμφωνία ούτε η διαιτητική απόφαση αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ενωσιακού δικαίου. Επισήμανε σε αυτό το πλαίσιο ότι η αναφορά σε αυτή τη διαιτητική απόφαση, η οποία γίνεται σε ουδέτερο ύφος σε μία διάταξη της Πράξης Προσχώρησης της Κροατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δε μπορεί να ερμηνευτεί ως ενσωμάτωση στο ενωσιακό δίκαιο των διεθνών υποχρεώσεων που έχουν αναλάβει αμφότερα τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της διαιτητικής συμφωνίας.
Συνεπώς, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι επικαλούμενες παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου χρησιμοποιούνται, στην υπόθεση εν προκειμένω, επικουρικά προς επίρρωση της επικαλούμενης αθέτησης από την πλευρά της Κροατίας των υποχρεώσεων που υπέχει δυνάμει της επίμαχης διαιτητικής συμφωνίας. Υπογραμμίζοντας ότι μία προσφυγή λόγω παραβάσεως στα πλαίσια του άρθρου 259 ΣΛΕΕ μπορεί να αφορά μόνο την παράβαση υποχρεώσεων που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ως εκ τούτου στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί, στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής, επί της επικαλούμενης αθέτησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη διαιτητική συμφωνία και τη διαιτητική απόφαση και η οποία συνιστά το βασικό επιχείρημα της Σλοβενίας σχετικά με τις επικαλούμενες παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου.
Εν κατακλείδι, τονίζοντας την αρμοδιότητα που διατηρούν τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις επιταγές του διεθνούς δικαίου, να οριοθετούν γεωγραφικά τα σύνορά τους και το γεγονός ότι, βάσει της διαιτητικής συμφωνίας, εναπόκειται στα συμβαλλόμενα μέρη της να λάβουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εκτελεστεί η διαιτητική απόφαση, το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν εναπόκειται στο ίδιο να ερευνήσει, στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, το ζήτημα της έκτασης της επικράτειας αφενός της Κροατίας και αφετέρου της Σλοβενίας, εφαρμόζοντας άμεσα τα σύνορα όπως καθορίστηκαν με τη διαιτητική απόφαση προκειμένου να επαληθεύσει τις επίμαχες παραβάσεις του ενωσιακού δικαίου.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προσφυγή λόγω παραβάσεως, στρεφόμενη κατά κράτους μέλους το οποίο παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης, μπορεί να ασκηθεί από την Επιτροπή ή από άλλο κράτος μέλος. Αν το Δικαστήριο διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως, το καθού κράτος μέλος πρέπει να συμμορφωθεί με την απόφαση το συντομότερο. Όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι το κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε προς την απόφαση, μπορεί να ασκήσει νέα προσφυγή, ζητώντας την επιβολή χρηματικών κυρώσεων. Πάντως, σε περίπτωση μη ανακοινώσεως στην Επιτροπή των μέτρων για τη μεταφορά μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, το Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, να επιβάλει κυρώσεις με την πρώτη του απόφαση.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στα γαλλικά και ιταλικά στην ιστοσελίδα CURIA
- 1.Αξίζει να σημειωθεί ότι η παρούσα προσφυγή συνιστά την τελευταία μεταξύ των οκτώ συνολικά υποθέσεων στην ιστορία του Δικαστηρίου που αφορούν προσφυγή ασκηθείσα ευθέως από ένα κράτος μέλος λόγω παραβάσεως κατά άλλου κράτους μέλους.