Η σχετική αγωγή αποζημίωσης ακόμα και κατά του αερομεταφορέα που όφειλε να εκτελέσει την τελευταία πτήση μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος αναχώρησης της πρώτης πτήσης
Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με την εκδοθείσα στις 13-02-2020 διάταξή του επί της υπόθεσης flightright κατά Iberia (C-606/18), η οποία αφορά προδικαστική παραπομπή, το Έκτο Τμήμα του Δικαστηρίου της ΕΕ αποφάνθηκε ότι στην περίπτωση αεροπορικού ταξιδιού με επιβεβαιωμένη ενιαία κράτηση αποτελούμενο από πλείονες πτήσεις οι οποίες εκτελούνται από δύο διαφορετικούς αερομεταφορείς, η αγωγή αποζημιώσεως κατά του αερομεταφορέα που όφειλε να εκτελέσει την τελευταία πτήση μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος αναχωρήσεως της πρώτης πτήσεως.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι «τόπος εκπληρώσεως της παροχής», σε περίπτωση αεροπορικού ταξιδιού για το οποίο υπάρχει επιβεβαιωμένη ενιαία κράτηση για τη συνολική διαδρομή και το οποίο αποτελείται από πλείονες επιμέρους πτήσεις, μπορεί να είναι ο τόπος αναχωρήσεως της πρώτης πτήσεως, οσάκις η μεταφορά με τις επιμέρους αυτές πτήσεις εκτελείται από δύο διαφορετικούς αερομεταφορείς, η δε αγωγή αποζημιώσεως, η οποία ασκείται δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004, έχει ως βάση την ακύρωση της τελευταίας επιμέρους πτήσεως και στρέφεται κατά του αερομεταφορέα που όφειλε να την εκτελέσει.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η διαφορά της κύριας δίκης ανέκυψε λόγω αεροπορικού ταξιδιού με ανταποκρίσεις, προγραμματισμένο για τις 25 Αυγούστου 2018, για το οποίο υπήρχε επιβεβαιωμένη ενιαία κράτηση και το οποίο πραγματοποίησαν δύο επιβάτες.
Το αεροπορικό αυτό ταξίδι, με αναχώρηση από το Αμβούργο (Γερμανία) και προορισμό το San Sebastián (Ισπανία), περιελάμβανε τρεις επιμέρους πτήσεις. Η πρώτη, μεταξύ Αμβούργου και Λονδίνου (Ηνωμένο Βασίλειο) εκτελέσθηκε από την αεροπορική εταιρία British Airways, ενώ η Iberia θα εκτελούσε τις δύο άλλες πτήσεις, ήτοι μεταξύ Λονδίνου και Μαδρίτης (Ισπανία) και μεταξύ Μαδρίτης και San Sebastián.
Ενώ οι δύο πρώτες πτήσεις πραγματοποιήθηκαν κανονικά, η τρίτη αντιθέτως ματαιώθηκε, χωρίς οι οικείοι επιβάτες να ενημερωθούν εγκαίρως.
Εξαιτίας της ακυρώσεως αυτής, η flightright, στην οποία οι οικείοι επιβάτες είχαν εκχωρήσει ενδεχόμενες αξιώσεις αποζημιώσεως, άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Amtsgericht Hamburg (ειρηνοδικείου Αμβούργου, Γερμανία), αγωγή κατά της Iberia με αίτημα την καταβολή αποζημιώσεως συνολικού ύψους 500 ευρώ, ήτοι 250 ευρώ ανά επιβάτη, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004, δεδομένου ότι η απόσταση μεταξύ Αμβούργου και San Sebastián ανέρχεται σε περίπου 1.433 χιλιόμετρα.
Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες, αφενός, ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία του να εκδικάσει τη διαφορά της κύριας δίκης και, αφετέρου, ως προς τη δυνατότητα των οικείων επιβατών να εναγάγουν τους δύο αερομεταφορείς που όφειλαν να εκτελέσουν το αεροπορικό ταξίδι με ανταποκρίσεις λόγω του οποίου ανέκυψε η διαφορά της κύριας δίκης.
Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν έχει διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει τη διαφορά της κύριας δίκης όσον αφορά τη ματαιωθείσα πτήση, μολονότι ο τόπος αναχωρήσεως και ο τόπος αφίξεως της εν λόγω πτήσεως, ήτοι, αντιστοίχως, η Μαδρίτη και το San Sebastián, βρίσκονται εκτός της περιφέρειάς του.
Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το Δικαστήριο, στην απόφαση České aerolinie (C-502/18, ECLI:EU:C:2019:604), έκρινε ότι, στο πλαίσιο αεροπορικού ταξιδιού με ανταποκρίσεις για το οποίο έχει γίνει ενιαία κράτηση, ο αερομεταφορέας που εκτέλεσε την πρώτη επιμέρους πτήση του εν λόγω ταξιδιού, της οποίας το σημείο αναχωρήσεως βρισκόταν εντός της περιφέρειας του επιληφθέντος δικαστηρίου, μπορούσε να εναχθεί για το σύνολο των πτήσεων του εν λόγω αεροπορικού ταξιδιού με αγωγή αποζημιώσεως ασκηθείσα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004.
Λαμβανομένης υπόψη της ανωτέρω αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν ο αερομεταφορέας που όφειλε να εκτελέσει την τελευταία πτήση ενός τέτοιου αεροπορικού ταξιδιού μπορεί επίσης να εναχθεί στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως βάσει του προμνησθέντος κανονισμού.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την διάταξή του αυτή, το Δικαστήριο καταρχάς διευκρινίζει ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα των διατάξεων περί διεθνούς δικαιοδοσίας του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012.
Το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι ο κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι στην περίπτωση αεροπορικού ταξιδιού με επιβεβαιωμένη ενιαία κράτηση αποτελούμενο από πλείονες πτήσεις οι οποίες εκτελούνται από δύο διαφορετικούς αερομεταφορείς, η αγωγή αποζημιώσεως η οποία έχει ως βάση την ακύρωση της τελευταίας επιμέρους πτήσεως μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος αναχωρήσεως της πρώτης πτήσεως, ακόμα και κατά του αερομεταφορέα που όφειλε να εκτελέσει την τελευταία πτήση.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, στο μέτρο που σε μια σύμβαση αεροπορικής μεταφοράς υπάρχει επιβεβαιωμένη ενιαία κράτηση για τη συνολική διαδρομή, η σύμβαση αυτή συνεπάγεται υποχρέωση του αερομεταφορέα να μεταφέρει τον επιβάτη από ένα σημείο A σε ένα σημείο Δ. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση αεροπορικού ταξιδιού με ανταποκρίσεις, ως προς το οποίο υπάρχει επιβεβαιωμένη ενιαία κράτηση για τη συνολική διαδρομή και το οποίο περιλαμβάνει πλείονες επιμέρους πτήσεις, τόπος εκτελέσεως του αεροπορικού αυτού ταξιδιού, κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012, μπορεί να είναι ο τόπος αναχωρήσεως της πρώτης πτήσεως, ως ένας εκ των τόπων εκπληρώσεως της κύριας παροχής των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο της συμβάσεως αεροπορικής μεταφοράς.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το κριτήριο του τόπου αναχωρήσεως της πρώτης πτήσεως ανταποκρίνεται αφενός στον σκοπό περί εγγύτητας, αφού εξασφαλίζει τη στενή σύνδεση μεταξύ της συμβάσεως αεροπορικής μεταφοράς και του έχοντος διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου και αφετέρου στην αρχή της προβλεψιμότητας, που υπαγορεύονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012. Πράγματι, παρέχει τη δυνατότητα τόσο στον ενάγοντα όσο και τον εναγόμενο να προσδιορίσει το δικαστήριο του τόπου αναχωρήσεως της πρώτης πτήσεως, όπως αυτός αναγράφεται στη σύμβαση μεταφοράς, ως δικαστήριο δυνάμενο να επιληφθεί της διαφοράς.
Όσον αφορά τη δυνατότητα να εναχθεί ο αερομεταφοράς που όφειλε να εκτελέσει την τελευταία επιμέρους πτήση (εν προκειμένω η Iberia) ενώπιον του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το σημείο αναχωρήσεως της πρώτης πτήσεως (εν προκειμένω στο Αμβούργο), το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, ο πραγματικός αερομεταφορέας, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004, ο οποίος δεν έχει συνάψει σύμβαση με τον επιβάτη και που εκπληρώνει υποχρεώσεις, λογίζεται ότι το πράττει για λογαριασμό του προσώπου με το οποίο έχει συνάψει σύμβαση ο συγκεκριμένος επιβάτης. Ο προμνησθείς αερομεταφορέας πρέπει δηλαδή να λογίζεται ότι εκπληρώνει υποχρεώσεις που έχει αναλάβει ελεύθερα έναντι του αντισυμβαλλομένου του επιβάτη αυτού. Οι υποχρεώσεις αυτές απορρέουν από τη σύμβαση αεροπορικής μεταφοράς.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της διάταξης είναι διαθέσιμο στα αγγλικά στην ιστοσελίδα CURIA