Η θεσμοθέτηση του κατώτατου μισθού σε όλα τα κρατίδια της Γερμανίας το 2015 οδήγησε σε αύξηση της παραγωγικότητας σε ολόκληρη τη χώρα, ωστόσο έπληξε τις μικρές επιχειρήσεις, όπως αποδεικνύει έρευνα του UCL σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Ερευνών για την Αγορά Εργασίας (ΙΑΒ) της Νυρεμβέργης. Επιπλέον, σε αντίθεση με τις προβλέψεις πολλών αμφισβητιών, η καθιέρωση του κατώτατου μισθού στα 8,5 ευρώ την ώρα δεν οδήγησε σε άνοδο της ανεργίας.
Τον Ιανουάριο του 2015, η γερμανική κυβέρνηση επέβαλε το κατώτατο όριο των 8,5 ευρώ στα 16 κρατίδια της χώρας, ενώ προηγουμένως περίπου το 15% των εργαζομένων δούλευε με χαμηλότερο ωρομίσθιο. Οσοι Γερμανοί είχαν απολαβές χαμηλότερες του ορίου των 8,5 ευρώ πήραν αύξηση της τάξης του 6,7% μετά την εφαρμογή του νόμου. Το ΙΑΒ και το UCL απέδωσαν αυτή την αύξηση στη μετάβαση πολλών εργαζομένων από μικρές σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, περίπου το 25% των Γερμανών, που προηγουμένως είχαν ωρομίσθιο χαμηλότερο των 8,5 ευρώ, μετακινήθηκε σε μεγάλες εταιρείες, όπου ο μέσος μισθός είναι υψηλότερος, το προσωπικό είναι εξειδικευμένο, οι εργαζόμενοι παραμένουν για πολύ καιρό και οι ίδιοι στελεχώνουν θέσεις πλήρους απασχόλησης.
Μετά την εφαρμογή του γερμανικού νόμου, σημειώθηκε αύξηση ύψους 2,3% στους μισθούς των εργαζομένων που προηγουμένως είχαν ωρομίσθιο μεταξύ 8,5 και 12,5 ευρώ. Αντιθέτως, σχεδόν αμετάβλητες παρέμειναν οι απολαβές των υψηλόμισθων (άνω των 12,5 ευρώ την ώρα) μετά την εφαρμογή του νόμου. Οπως διαπιστώνεται στην έρευνα, μειώθηκε η μισθολογική ανισότητα στη Γερμανία και αυξήθηκε η παραγωγικότητα των επιχειρήσεων. Ωστόσο, ο Κρίστιαν Ντάστμαν, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, τόνισε ότι πρόκειται για αποτέλεσμα ενός μέτρου το οποίο επιβλήθηκε σε περίοδο οικονομικής άνθησης, αφήνοντας να εννοηθεί ότι το παράδειγμα της Γερμανίας δεν θα μπορούσε να ευοδωθεί παντού.
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, η θεσμοθέτηση του κατώτατου μισθού οδήγησε στο κλείσιμο ορισμένων μικρών επιχειρήσεων, κατά κύριο λόγο αυτών που στελέχωναν ένα έως τρία άτομα. Συνεπώς, μειώθηκε ο ανταγωνισμός και περιορίστηκαν οι επιλογές για τους καταναλωτές, ιδίως σε ορισμένα κρατίδια όπου πριν από την εφαρμογή του νόμου ο κατώτατος μισθός βρισκόταν πολύ χαμηλότερα από τα 8,5 ευρώ. Σε αυτές τις περιοχές, οι εργαζόμενοι μεταφέρθηκαν σε μεγαλύτερες εταιρείες, αποκλειστικά και μόνον επειδή είναι διατεθειμένες να παράσχουν υψηλότερους μισθούς.