Εδώ και χρόνια προσπαθούν να κερδίσουν την κούρσα ανταγωνισμού με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ και να πετύχουν αντίστοιχες επιδόσεις. Η καλύτερη λύση για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, όπως συμφωνούν και πολλοί διευθύνοντες σύμβουλοι του κλάδου, είναι η συγκέντρωση μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων για τη δημιουργία διασυνοριακών «Σούπερ-τραπεζών». Μόνο που αντί να κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης είναι περισσότερο κατακερματισμένο από ποτέ κι ας έχει μεσολαβήσει μία δεκαετία από την ευρωπαϊκή κρίση χρέους που κλόνισε τα θεμέλια του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού οικοδομήματος. Παρότι οι πολιτικοί φαίνεται να αποδέχονται συγχωνεύσεις μεταξύ εγχώριων παικτών, μέχρι στιγμής αντιστέκονται στην ιδέα μεγάλων «γάμων».
Οι επιπτώσεις είναι ορατές στον διασυνοριακό δανεισμό: Οι τράπεζες Γαλλίας, Γερμανίας, Ολλανδίας και Ηνωμένου Βασιλείου δάνεισαν στις χώρες της περιφέρειας -Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία- ένα τρισ. δολάρια λιγότερα σε σύγκριση με τα επίπεδα προ κρίσης, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών(ΒΙS).
H «υποχώρηση» άρχισε μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. που έσπευσαν σε διάσωση των τραπεζών, απαίτησαν ο μελλοντικός δανεισμός να εστιάζει κυρίως εντός εθνικών συνόρων. Η συγκεκριμένη τάση ενισχύθηκε μετά τη διάσωση της Ελλάδας από τους Ευρωπαίους εταίρους το 2010 και τα επακόλουθα προβλήματα σε Ισπανία και Ιταλία. Η επονομαζόμενη τραπεζική ένωση, ένα ευρωπαϊκό project για τη δημιουργία ενός ενιαίου χρηματοπιστωτικού συστήματος, δεν έχει ολοκληρωθεί ούτε κατά το ήμισυ.
«Η αιμορραγία έχει σταματήσει, αλλά δεν έχουμε φθάσει στην πλήρη αποκατάσταση», δηλώνει στο BBG ο Γιαν Σίλντμπαχ, επικεφαλής έρευνας για τραπεζικές και χρηματοοικονομικές αγορές στην Deutsche Bank. «Δεν έχουμε δει αποκατάσταση εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα. Και αυτό εμποδίζει τις ροές κεφαλαίων προς τις χώρες της περιφέρειας», εξηγεί.
Τα επιτόκια αποτελούν ακόμη μία ένδειξη ότι ο στόχος για μια πανευρωπαϊκή τράπεζα παραμένει ακόμη μακρινός. Οι δανειολήπτες στις τέσσερις μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης πληρώνουν σημαντικά λιγότερο από ό,τι στις χώρες της Νότιας Ευρώπης.
Παρότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει αναλάβει την εποπτεία των τραπεζών της Ευρωζώνης, δεν έχει καταφέρει να αντικαταστήσει τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές ή τις εθνικές κυβερνήσεις, που συνεχίζουν να αντιστέκονται στο ενδεχόμενο κατάρρευσης μιας τράπεζας. Και παρόλο που η ΕΚΤ έχει ταχθεί υπέρ διασυνοριακών συγχωνεύσεων, οι πολιτικοί δεν βλέπουν με καλό μάτι τέτοιου είδους «γάμους», ειδικά εάν κάτι τέτοιο σημαίνει την απώλεια ενός εθνικού «πρωταθλητή».
Το 2017, όταν η ΕΚΤ κατονόμασε δύο ιταλικές τράπεζες και ένα μικρό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της Ισπανίας ότι έχουν πολλές πιθανότητες να καταρρεύσουν, η Ιταλία ενορχήστρωσε κρατική διάσωση 17 δισ. ευρώ. Και πέρυσι, η Γερμανία περιφρόνησε την προσφορά ιδιωτικού επενδυτικού κεφαλαίου για την απόκτηση μεριδίου στην προβληματική Norddeutsche Landesbank-Girozentrale και προτίμησε κρατική διάωση 3 δισ. ευρώ. Η Ισπανία αποτελεί εξαίρεση. Συμφώνησε με τη «συνταγή» της ΕΚΤ, επιβάλλοντας ζημίες στους πιστωτές της προβληματικής τράπεζας, η οποία εξαγοράσθηκε από μεγαλύτερο ανταγωνιστή.
«Η Ευρώπη χρειάζεται περισσότερες πανευρωπαϊκές τράπεζες», υποστηρίζει και ο Ζαν-Πιέρ Μαστιέ, διευθύνων σύμβουλος της UniCredit. Από την πλευρά του, ο Κρίστιαν Σιούιγκ της Deutsche Bank εκτιμά ότι «οι πραγματικές πιθανότητες συγκέντρωσης βρίσκονται πέραν των εθνικών συνόρων στην Ευρώπη. Μόνο τότε θα προκύψουν πραγματικοί Ευρωπαίοι πρωταθλητές».