Ακόμη μια αγωγή εις βάρος του διαβόητου πρώην διευθυντή του κεντρικού υποκαταστήματος της τράπεζας Πειραιώς στο κέντρο της πόλης της Ρόδου και της τράπεζας, έγινε δεκτή από το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου.
Ο ενάγων στην υπόθεση διεκδικεί χρηματική αποζημίωση συνολικού ύψους 38.680 €. Το δικαστήριο με την απόφασή του έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή του και υποχρεώνει τους εναγόμενους να του καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 36.730 ευρώ νομιμότοκα ενώ κηρύσσει την απόφασή του προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 10.000 ευρώ.
Απαγγέλλει εξάλλου εις βάρος του πρώην τραπεζικού διευθυντή προσωπική κράτηση διάρκειας 20 ημερών ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης.
Ο ενάγων εξέθεσε στην αγωγή του ότι είχε γνωρίσει τον εναγόμενο πρώην τραπεζικό διευθυντή σε αθλητικό σύλλογο και ανέπτυξαν σχέσεις.
Όταν απολύθηκε από πολυεθνική εταιρεία και έλαβε αποζημίωση την κατέθεσε κατόπιν προτροπής του εναγόμενου στην τράπεζα Marfin, στο κατάστημα Εθνάρχου Μακαρίου και Εθελοντών Δωδεκανησίων. Στην αρχή μετέφερε στις 21/11/2012 το ποσό των 25.800 ευρώ από την Εθνική Τράπεζα και στις 23/11/2012 μετέφερε στην ίδια τράπεζα και τις υπόλοιπες καταθέσεις, ποσού 24.200 ευρώ που είχε στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, σε κοινό καταθετικό λογαριασμό με τη γυναίκα του.
Οι καταθέσεις του μεταφέρθηκαν στην τράπεζα Πειραιώς μετά την εξαγορά της Marfin.
Kατέθετε συγκεκριμένα το σύνολο σχεδόν των αποταμιεύσεών του σε προθεσμιακή κατάθεση ορισμένου χρόνου και σταθερού επιτοκίου, το οποίο με τη λήξη της κάθε μίας προθεσμιακής κατατίθετο πλέον του κεφαλαίου σε λογαριασμό.
Στις 6 Οκτωβρίου 2014 έληξε η προθεσμιακή κατάθεση του ποσού 39.591,38 ευρώ οπότε στον ως άνω λογαριασμό υπήρχε συνολικό διαθέσιμο υπόλοιπο ποσού 39.642,09 ευρώ.
Λίγες ημέρες μετά επισκέφθηκε το κατάστημα και ζήτησε να κάνει νέα προθεσμιακή κατάθεση, όμως εξέφρασε στον εναγόμενο και την ανησυχία του για το ενδεχόμενο κουρέματος των καταθέσεων, όπως πολύ έντονα ακουγόταν τότε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Τότε ο ίδιος, όπως υποστηρίζει, πρότεινε να μην κάνει απλή προθεσμιακή, αλλά μια νέα προθεσμιακή κατάθεση της Τράπεζας Πειραιώς που ήταν σε ξένο νόμισμα, με το οποίο διασφαλιζόταν το κεφάλαιο και δεν θα υπήρχε περίπτωση κουρέματος του ποσού της κατάθεσης και θα του έδινε και καλύτερο επιτόκιο.
Μάλιστα για να τον πείσει σε αυτό φέρεται να του είπε ότι τέτοια κατάθεση είχαν κάνει κι άλλοι πελάτες της τράπεζας που κι αυτοί ανησυχούσαν για το ενδεχόμενο κουρέματος και ότι την ίδια επένδυση είχε κάνει και ένας κοινός τους φίλος και ήταν πολύ ευχαριστημένος.
Κατόπιν των προτροπών του αποφάσισε να επενδύσει στο πρόγραμμα αυτό αρχικά το ποσό των 27.000 ευρώ και εφόσον έβλεπε την πορεία του να επένδυε και τα υπόλοιπα χρήματά του.
Πράγματι υπέγραψε όλα τα χαρτιά που του έδωσε ο εναγόμενος και τα οποία είχαν πάνω τα στοιχεία της Τράπεζας και τα δικά του. Οπως υποστηρίζει ο εναγόμενος μίλησε τηλεφωνικά με την ταμία της τράπεζας και της έδωσε εντολές στο εσωτερικό τηλέφωνο να ετοιμάσει τα χαρτιά και λίγα λεπτά μετά αυτή τον φώναξε και πήγε στο ταμείο και υπέγραψε και το δελτίο ανάληψης, και του έδωσε αντίγραφο αυτού. Εφόσον είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία, αποχώρησε από το κατάστημα, ενώ προηγουμένως ο εναγόμενος τον ενημέρωσε ότι στο τέλος Νοεμβρίου, δηλαδή σε ένα μήνα θα μπορούσε να λάβει τον τόκο της επένδυσης του και ότι σε λίγες ημέρες θα ελάμβανε και τα αποδεικτικά έγγραφα της προθεσμιακής του.
Πράγματι την 1η Δεκεμβρίου 2014 επισκέφθηκε το κατάστημα και τον συνάντησε στο γραφείο του. Εκεί τον ενημέρωσε ότι η επένδυσή του πήγαινε πολύ καλά και ότι το επιτόκιο ήταν στα 600 ευρώ, το οποίο και του έδωσε σε μετρητά στο γραφείο του και του ζήτησε και υπέγραψε μία απόδειξη με τα στοιχεία της τράπεζας.
Τότε του ζήτησε να επενδύσει και το υπόλοιπο ποσό των 10.000 ευρώ που διέθετε ακόμα κατατεθειμένο στο λογαριασμό του πράγμα που πείσθηκε να κάνει.
Παρά το ό,τι το ζήτησε, όπως εκθέτει, ούτε και την δεύτερη φορά του έδωσε κάποια αντίγραφα από όσα είχε υπογράψει, πέραν των δελτίων ανάληψης, αλλά αντίθετα του είπε ότι επειδή ακριβώς πρόκειται για επένδυση σε προθεσμιακή επένδυση σε ξένο νόμισμα θα μπορούσε να πάρει αντίγραφα μετά από κάποιες μέρες γιατί αυτά ερχόταν από το εξωτερικό και ότι πλέον θα λάμβανε ένα αντίγραφο για το σύνολο της επένδυσής του.
Ο ενάγων υποστηρίζει ότι του εξέφρασε την ανησυχία του για αυτό κι ο εναγόμενος φέρεται να επέμεινε λέγοντάς του να μην ανησυχεί, αφού όλη τη διαδικασία την έχουν καταγράψει οι κάμερες ασφαλείας του καταστήματος και του έδωσε μάλιστα ως αποδεικτικό της συναλλαγής έως ότου λάβει τα επίσημα έγγραφα της τράπεζας μια δική του επιταγή με μεταχρονολογημένη ημερομηνία την 12/1/2015 ποσού 41.000 ευρώ, δηλαδή όσο υπολόγιζε ότι θα ήταν η επένδυση του με τους τόκους.
Όπως υποστηρίζει ο ενάγων σε ημερομηνίες που αυτός του όριζε κάθε φορά, τον επισκεπτόταν στο γραφείο του και του έδινε ένα ποσό σε μετρητά που αντιστοιχούσε στους τόκους της επένδυσης του. Ελαβε όπως υποστηρίζει συνολικά 3.270 €.
Αρχές Ιουνίου του 2015, όταν άρχισε να γίνεται ορατό το πρόβλημα με τις τράπεζες που οδήγησε στις αρχές Ιουλίου στο κλείσιμο τους και στην επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls), του ζήτησε να σταματήσει την προθεσμιακή κατάθεση και να του δώσει το ποσό του κεφαλαίου του πίσω.
Λίγες ημέρες μετά βρέθηκαν σε καφετέρια, παρουσία έτερου «επενδυτή» και εκεί φέρεται να του είπε ότι αν θέλει να πάρει τα χρήματα, ο μόνος τρόπος ήταν να του δώσει κάποιο αριθμό λογαριασμού τραπέζης στο εξωτερικό και τον ενημέρωσε ότι η γυναίκα του έχει κάποιους θείους στο Βέλγιο και στην Αμερική και θα μπορούσαν να του δώσουν κάποιο λογαριασμό εκεί ώστε να γίνει εκεί η κατάθεση των 37.000 ευρώ πλέον των τόκων.
Λίγες μέρες μετά διαπίστωσε από δημοσιεύματα στην «δημοκρατική» για το σκάνδαλο και στην πορεία διαπίστωσε ότι τον είχε εξαπατήσει.
Ο εναγόμενος πρώην τραπεζικός διευθυντής διατείνεται ότι ο ενάγων δεν είχε επενδυμένα τα χρήματα του σε προθεσμιακό λογαριασμό αλλά κατατεθειμένα σε λογαριασμό ταμιευτηρίου και ότι του είχε δανείσει 13.000 ευρώ.
Υποστηρίζει ότι προς εξασφάλιση του του είχε δώσει μια επιταγή σε διαταγή «εμού του ιδίου» ύψους 15.000 ευρώ με ημερομηνία 25 Μαϊου 2015. Διατείνεται ότι του επέστρεψε τα χρήματα, ότι είχε κέρδος ύψους 2.000 ευρώ και ότι ο ενάγων του παρέδωσε με τη σειρά του το σώμα της επιταγής.
Διατείνεται ότι του δάνεισε χρήματα ακόμη 4 φορές και ότι συνολικά του κατέβαλε για τόκους 8.000 ευρώ.
Ο ενάγων εκπροσωπήθηκε στη δίκη από τον δικηγόρο κ. Στέργο Λεβέντη.